
ΛΙΖ ΑΝΤΕΡΜΑΝ / THE NEW YORK TIMES
Συνώνυμη της πολιτικής αναταραχής έχει γίνει η Γαλλία, με την αναμενόμενη πτώση της δεύτερης κατά σειρά κυβέρνησης του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν σε εννέα μήνες. Την ίδια στιγμή, το κόστος δανεισμού της Γαλλίας έχει γίνει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, αντικατοπτρίζοντας τον ενισχυόμενο πολιτικό κίνδυνο.
Τι βρίσκεται πίσω από την απογείωση των δαπανών;
Ο Μπαϊρού προσπάθησε να συρρικνώσει τις κρατικές δαπάνες, από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, για έναν συγκεκριμένο λόγο: μεγάλο ποσοστό τους αξιοποιείται για τη χρηματοδότηση του γενναιόδωρου κράτους πρόνοιας. Πέρυσι, ποσοστό 57% του ΑΕΠ διοχετεύθηκε στη δημόσια υγεία, στις φαρμακευτικές δαπάνες, στην παιδεία, στα προγράμματα οικογενειακής ενίσχυσης, στον πολιτισμό και στην άμυνα, χωρίς να κάνουμε λόγο για τις γενναιόδωρες συντάξεις και τα προγράμματα για την ανεργία.
Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού έφθασε στα 168,6 δισ. ευρώ, ποσοστό 5,8% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολύ πάνω από το όριο του 3% που απαιτεί η Ευρωζώνη. Η κυβέρνηση εμφάνισε έσοδα 1,5 τρισ. αλλά δαπάνησε 1,67 τρισ.
Μέρος των αυξημένων δαπανών οφείλεται στο διπλό σοκ της πανδημίας του κορωνοϊού και της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο Μακρόν υιοθέτησε τακτική «ό,τι χρειαστεί» για να προστατεύσει την οικονομία, διοχετεύοντας 240 δισ. επιπλέον σε έκτακτες δαπάνες από το 2020 μέχρι σήμερα.
Επαιξαν ρόλο οι φοροαπαλλαγές στην επιδείνωση των δημοσιονομικών;
Εξίσου προβληματικές αποδείχθηκαν οι φοροαπαλλαγές που πρόσφερε ο Μακρόν στις επιχειρήσεις και στους εύπορους συμπατριώτες του. Οι εισπράξεις των φορολογικών υπηρεσιών υποχώρησαν στο 51% του ΑΕΠ, από 54% που ήταν πριν από την εκλογή του Μακρόν το 2017 και τις υποσχέσεις του για ενίσχυση της γαλλικής ανταγωνιστικότητας και προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Οι φοροελαφρύνσεις για τους εργοδότες μονιμοποιήθηκαν και ο φόρος μεγάλης περιουσίας καταργήθηκε, εξασφαλίζοντας στον Μακρόν επαίνους από τους επενδυτές και τον χαρακτηρισμό του «προέδρου των πλουσίων» από τους επικριτές του.
Στην προσπάθειά του να πείσει τους πλούσιους να επενδύσουν στη γαλλική οικονομία, ο πρόεδρος αντικατέστησε τον φόρο μεγάλης περιουσίας με φόρο ακίνητης περιουσίας άνω του 1,3 εκατ. ευρώ. Οι επικριτές του Μακρόν υποστηρίζουν, όμως, ότι ελάχιστες επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν, ενώ ολοένα και περισσότεροι φόροι μετατοπίσθηκαν στην κατανάλωση, στους μισθούς, στις συντάξεις και στα κεφαλαιακά κέρδη.
Η πολιτική αυτή διεύρυνε την κοινωνική ανισότητα, λέει ο Ερίκ Εγιέρ, διευθυντής του Γαλλικού Οικονομικού Παρατηρητηρίου στο Παρίσι. Οι φοροαπαλλαγές οδήγησαν σε απώλειες 50 δισ. τον χρόνο για τον κρατικό κορβανά, σύμφωνα με το γενικό λογιστήριο του κράτους.
Ο αυξημένος δανεισμός οδήγησε σε ενίσχυση του χρέους;
Το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής υπήρξε η ενίσχυση του δανεισμού και του χρέους. Σήμερα η Γαλλία χρωστάει 3,35 τρισ. ευρώ, ποσοστό 116% του ΑΕΠ, μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη. Οι τόκοι του δανεισμού ανήλθαν σε 66 δισ. ευρώ φέτος, από 26 δισ. το 2020, ποσό μεγαλύτερο από τον συνδυασμένο προϋπολογισμό της παιδείας και της άμυνας.
Οι τρομαγμένοι επενδυτές οδήγησαν το κόστος δανεισμού στο 3,45%, πολύ πάνω από εκείνο της ταλαιπωρημένης Ελλάδας, αλλά χαμηλότερο ακόμη από το αντίστοιχο της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Η γαλλική οικονομία δεν είναι, όμως, εξίσου ανθεκτική με τις δύο παραπάνω. Αν δεν γίνει κάτι, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα καταστεί το μεγαλύτερο βάρος για τον προϋπολογισμό τα επόμενα χρόνια.
Τι ρόλο έπαιξε η απόφαση του Μπαϊρού να καταργήσει δύο αργίες;
Η απόφαση του Μπαϊρού να καταργήσει την αργία της Δευτέρας του Πάσχα και της 8ης Μαΐου, ημέρα μνήμης της νίκης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπληξε καθοριστικά την ήδη αναιμική δημοτικότητά του και κινητοποίησε μερίδα ψηφοφόρων που επέλεγαν μέχρι τώρα την απραξία. Ακόμη και η υπουργός Ισότητας, Ορόρ Μπερζέ, αναρωτήθηκε για την αξία της πρωτοβουλίας του πρωθυπουργού λέγοντας: «Οταν ένα μέτρο προκαλεί πάνδημη καταδίκη, ίσως θα έπρεπε να αποδεχθούμε την απόσυρσή του».
Είναι τόσο προβληματική η γαλλική οικονομία;
Η οικονομία της Γαλλίας είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει και δεν μπορεί να συγκριθεί με την ελληνική. Η χώρα δεν χρειάζεται πρόγραμμα διάσωσης από το ΔΝΤ. Χωρίς νέο προϋπολογισμό, μια νέα κυβέρνηση θα αναγκασθεί να «παγώσει» τις δαπάνες μέχρι το 2026, οδηγώντας σε de facto λιτότητα με απρόβλεπτες συνέπειες για τις πολιτικές εξελίξεις.