
Kathimerini.gr
Μπορεί η Αμερική να παραμένει η ισχυρότερη χώρα στον πλανήτη, ωστόσο αρνείται πλέον να ηγηθεί της παγκόσμιας τάξης που η ίδια οικοδόμησε, σε ζητήματα συλλογικής ασφάλειας, ελεύθερου εμπορίου και προώθησης της δημοκρατίας και καθώς κανείς άλλος, «ούτε η Κίνα ούτε η Ευρώπη και βέβαια ούτε η Ρωσία ή η Ινδία», δεν είναι σε θέση να καλύψει αυτό το κενό, η ανθρωπότητα διολισθαίνει σε μια επικίνδυνη αστάθεια, δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος του Eurasia Group, Ιαν Μπρέμερ, από τους πιο επιδραστικούς αναλυτές των διεθνών εξελίξεων, ο οποίος περιγράφει την κατάσταση ως «γεωπολιτική ύφεση».
Ταυτόχρονα σημειώνει ότι η διαφαινόμενη ομαλοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία, τη δεύτερη και την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, δημιουργεί μεν ένα νέο παγκόσμιο σκηνικό, ωστόσο οι δύο ασιατικοί γίγαντες παραμένουν στρατηγικοί ανταγωνιστές με σημαντικές διαφορές, που δεν θα ξεπεραστούν απλά και μόνον επειδή οι ΗΠΑ εξελίσσονται σε έναν πιο απρόβλεπτο εταίρο.
Ο κ. Μπρέμερ προειδοποιούσε από το 2012 για το επερχόμενο κενό, έχοντας υιοθετήσει τον όρο «G-Ζero vacuum» για να το περιγράψει, καθώς οι ΗΠΑ έπαιρναν σταδιακά αποστάσεις από την παγκοσμιοποίηση, της οποίας αρχικά υπήρξαν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές, η Κίνα αρνείτο να υιοθετήσει δυτικές αξίες και η Ρωσία αντιδρούσε επιθετικά στην περιθωριοποίησή της από τη Δύση.
Ερωτηθείς για το πώς θα αποτιμούσε το σημερινό περιβάλλον ο Χένρι Κίσινγκερ, δηλώνει ότι ο «μάγος της διπλωματίας» πίστευε ότι το να είναι μια μεγάλη δύναμη αναξιόπιστη με τους συμμάχους της αποτελεί συνταγή επερχόμενης κατάρρευσης, και παρότι θα υποστήριζε την προβολή της αμερικανικής ισχύος, ειδικά σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι εναντίον όλων, θα ήταν αντίθετος στη λογική των βραχυπρόθεσμων κερδών εις βάρος της διατήρησης της ισχύος εις βάθος χρόνου.
Τέλος, ο πρόεδρος του Eurasia Group εκτιμά πως η πληγή στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη και τον Καναδά δεν θα επουλωθεί, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των σχέσεων με την Ασία, όπου η έμφαση δίνεται στην ασφάλεια και το εμπόριο, και ακόμη περισσότερο με τις χώρες του Κόλπου οι οποίες εστιάζουν στις διαπροσωπικές σχέσεις και τη συναλλακτική προσέγγιση.
– Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από τις πρόσφατες συναντήσεις του προέδρου Σι και του πρωθυπουργού Μόντι στην Κίνα;
– Η σημαντική αλλαγή που παρατηρήθηκε προήλθε από την Ινδία, συγκεκριμένα από την προσπάθεια του πρωθυπουργού Μόντι να σταθεροποιήσει τις σχέσεις του με τον πρόεδρο Σι, τη στιγμή που οι σχέσεις ΗΠΑ – Ινδίας γίνονται ολοένα και πιο ανταγωνιστικές και λιγότερο προβλέψιμες. Η πορεία προς αυτή την ομαλοποίηση είχε ξεκινήσει ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο. Ωστόσο, μετά την επίδειξη στήριξης του προέδρου Τραμπ προς το Ισλαμαμπάντ, την πίεσή του προς τον Μόντι να του αποδώσει δημόσια τα εύσημα (και να τον προτείνει για το Νομπέλ Ειρήνης) για την κατάπαυση του πυρός με το Πακιστάν, καθώς και τη στοχοποίηση της Ινδίας –λόγω της συνέχισης της προμήθειάς της με ρωσικές πηγές ενέργειας– με επιβολή δασμών 50%, ο Μόντι συνειδητοποίησε ότι ήταν απαραίτητο να προχωρήσει μια ισχυρή στρατηγική αντιστάθμιση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα θα αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ινδίας και τον ολοένα και πιο εναρμονισμένο εταίρο στον τομέα της ασφάλειας, κι αυτό διότι Ινδία και Κίνα παραμένουν στρατηγικοί αντίπαλοι με σημαντικές διαφορές, που δεν πρόκειται να καλυφθούν απλώς και μόνο επειδή οι ΗΠΑ εξελίσσονται ξαφνικά σε έναν πιο ασταθή σύμμαχο.
Ο Μόντι αποχώρησε από το Πεκίνο πριν από τη στρατιωτική παρέλαση και η Ινδία ήταν το μοναδικό μέλος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) που δεν στήριξε την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» (BRI) στην κοινή ανακοίνωση, δείχνοντας ότι εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις της με τη Δύση όταν τα πράγματα φτάνουν σε κρίσιμο σημείο. Ωστόσο, στο μέτρο που αναγνωρίζει ότι η σχέση με την Ουάσιγκτον δεν θα είναι ίδια με εκείνη που υπήρχε πριν από τη δεύτερη θητεία Τραμπ, είναι λογικό για το Δελχί –και σχεδόν για όλους τους υπόλοιπους– να προσπαθήσει να μειώσει την έκθεσή του στη μονομέρεια και την απρόβλεπτη συμπεριφορά των ΗΠΑ στο μέλλον.
– Ο κόσμος αλλάζει πραγματικά, ριζικά;
– Απολύτως, με την έννοια ότι βρισκόμαστε πλέον σαφώς σε έναν κόσμο G-Zero. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο, αλλά αρνούνται να ηγηθούν, όπως έκαναν ιστορικά σε ζητήματα συλλογικής ασφάλειας, ελεύθερου εμπορίου και προώθησης της δημοκρατίας αντιθέτως, αποδομούν ενεργά την τάξη που οι ίδιες είχαν δημιουργήσει.
Κανείς άλλος –ούτε η Κίνα ούτε η Ευρώπη και βέβαια ούτε η Ρωσία ή η Ινδία– δεν είναι ταυτόχρονα ικανός και πρόθυμος να καλύψει το κενό παγκόσμιας ηγεσίας. Βραχυπρόθεσμα αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη αστάθεια… και ωθεί τις περισσότερες χώρες να υιοθετούν αμυντική στάση, καθώς δεν θέλουν να εμπλακούν σε μια χαμένη εκ των προτέρων μάχη με τον πρόεδρο Τραμπ και τις (ισχυρότερες) ΗΠΑ. Ωστόσο, οδηγεί επίσης σε αυξανόμενη διαρθρωτική αντιστάθμιση στους τομείς του εμπορίου, της διπλωματίας και της ασφάλειας, μακριά από τις ολοένα και πιο αναξιόπιστες ΗΠΑ, και οι συνέπειες θα φανούν μόνο με την πάροδο του χρόνου. Ως η δεύτερη ισχυρότερη χώρα στον κόσμο, η Κίνα θα είναι ο κύριος ωφελημένος αυτών των αλλαγών.
– Αναρωτιέμαι, πώς θα αξιολογούσε ο Χένρι Κίσινγκερ τη σημερινή κατάσταση.
– Ο Χένρι θα εκτιμούσε την πρακτικότητα μιας πιο ισχυρής Αμερικής, ιδίως σε σύγκριση με συμμάχους που έχουν αποδυναμωθεί σχετικά τις τελευταίες δεκαετίες, έχοντας το θάρρος να αξιοποιήσει την επιρροή της ώστε να εξασφαλίσει καλύτερους όρους διαπραγμάτευσης και να αποκτήσει πλεονέκτημα σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι εναντίον όλων. Ωστόσο, θα αντιτασσόταν σε πολιτικές που υπονομεύουν τη μακροπρόθεσμη ισχύ της Αμερικής για χάρη βραχυπρόθεσμων κερδών. Σε θεμελιώδες επίπεδο, ο Κίσινγκερ θα αναγνώριζε ότι η απουσία προβλεψιμότητας μπορεί να είναι τακτικά χρήσιμη για να κρατάει τους αντιπάλους σε εγρήγορση, αλλά θα προειδοποιούσε πως η αναξιοπιστία έναντι των συμμάχων είναι συνταγή για την παρακμή μιας μεγάλης δύναμης.
– Είναι αυτό αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής και της εμπορικής πολιτικής του προέδρου Τραμπ ή ήταν αναπόφευκτο να συμβεί αργά ή γρήγορα;
– Ο Τραμπ λειτουργεί ως επιταχυντής και βαθαίνει αυτό που αποκαλώ «γεωπολιτική ύφεση», όμως η εξέλιξη αυτή έχει δομικά προδιαγραφεί εδώ και καιρό. Την προκαλούν κυρίως οι ίδιες οι ΗΠΑ, που έχουν γίνει καχύποπτες απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, αλλά και μια ανερχόμενη Κίνα που αρνήθηκε να δυτικοποιηθεί, καθώς και μια Ρωσία που έχει γίνει όλο και πιο οργισμένη για τον αποκλεισμό της από τη Δύση. Πρώτη φορά έγραψα για το κενό G-Zero στην παγκόσμια ηγεσία το 2012…
– Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ απέρριψε την ιδέα ότι οι αμερικανικοί δασμοί έφεραν την Κίνα και την Ινδία πιο κοντά, περιγράφοντας τη σύνοδο κορυφής της SCO ως «θεατρική». Εχει δίκιο;
– Η σύνοδος κορυφής ήταν ως επί το πλείστον θεατρική (όπως και πολλές από τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης Τραμπ). Δεν προέκυψαν νέες απτές πολιτικές ή ουσιαστικές δεσμεύσεις – όπως συμβαίνει με τις περισσότερες συνόδους κορυφής. Οπως και οι χώρες των BRICS, τα μέλη της SCO δεν έχουν ενιαίο σκοπό, ενώ πολλές από αυτές αντιμετωπίζουν η μια την άλλη με καχυποψία (Ινδία – Πακιστάν, Κεντρική Ασία – Ρωσία), γεγονός που μειώνει τη δυνητική σημασία της ομάδας. Η Ινδία και η Κίνα παραμένουν πραγματικοί αντίπαλοι στα περισσότερα γεωπολιτικά ζητήματα της περιοχής, για να μην αναφέρουμε τις άμεσες και βαθιά προβληματικές τους σχέσεις στον τομέα της ασφάλειας.
Ωστόσο, η προσωπική αντιπαράθεση του Τραμπ με τον Μόντι και οι αμερικανικοί δασμοί στην Ινδία οδήγησαν το Δελχί σε αναθεώρηση της στάσης του. Η Κίνα μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή την εξέλιξη (και το ευρύτερο κενό στην παγκόσμια ηγεσία), όχι επειδή θεωρείται πλέον ισχυρότερη ή πιο αξιόπιστη από πριν, αλλά επειδή οι ΗΠΑ έχουν καταστεί λιγότερο αξιόπιστες. Η φύση απεχθάνεται το κενό.
– Θα έπρεπε –ή θα μπορούσαν– οι ΗΠΑ να προσπαθήσουν να διαταράξουν αυτή την προσέγγιση, όσο βαθιά ή περιστασιακή κι αν είναι, ανάμεσα σε τρεις μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία, καθώς και την εξελισσόμενη συνεργασία τους με άλλες χώρες;
– Δεν υπάρχουν και πολλά να διαταράξουν εδώ (τουλάχιστον προς το παρόν): η συνοχή της SCO είναι εκ φύσεως αδύναμη – τα περισσότερα μέλη έχουν ελάχιστα κοινά συμφέροντα και ο πραγματικός συντονισμός είναι περιορισμένος. Μια πιο λειτουργική, σταθερή και φιλική σχέση μεταξύ Ινδίας και Κίνας αποτελεί ευπρόσδεκτη εξέλιξη για την παγκόσμια ειρήνη και ευημερία. Ιδανικά, οι ΗΠΑ θα διαδραμάτιζαν διαφορετικό ρόλο σε αυτό, αλλά εξακολουθεί να είναι καλή είδηση για τον κόσμο (έστω κι αν δεν είναι για τη μεγάλη στρατηγική των ΗΠΑ). Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τις ΗΠΑ να ανακτήσουν τη θέση τους είναι απλώς να ξαναγίνουν ο πιο ελκυστικός και αξιόπιστος εταίρος.
– Μήπως η Ουάσιγκτον χάνει τη μάχη της προπαγάνδας να παρουσιάσει την Κίνα ως τον «κακό» και ταραχοποιό του κόσμου;
– Από πολλές απόψεις αυτό βοηθάει, καθώς η ίδια η κυβέρνηση Τραμπ δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο με όρους «καλών» και «κακών». Η έμφαση που δίνει στα συναλλακτικά συμφέροντα αντί στις αξίες μπορεί να αποτελέσει διπλωματικό πλεονέκτημα στις σχέσεις με πολλές περιοχές του κόσμου, σε αντίθεση με την ατυχώς διατυπωμένη προσέγγιση του Μπάιντεν περί «αυταρχικών καθεστώτων εναντίον δημοκρατιών». Δυστυχώς, όμως, η στάση του Τραμπ, που παραπέμπει σε νόμο της ζούγκλας, έχει ως αποτέλεσμα οι σύμμαχοι και οι εταίροι να θεωρούν την Ουάσιγκτον όχι μόνο απρόβλεπτη αλλά και αναξιόπιστη, την ώρα που το Πεκίνο σπεύδει πρόθυμα να προβάλλει τον εαυτό του ως τη συνεπέστερη και πιο καλοπροαίρετη εναλλακτική.
– Βλέπετε προοπτική αποκατάστασης των στενών σχέσεων που είχε καλλιεργήσει η Αμερική με φίλους και συμμάχους –από την Ευρώπη έως τον Καναδά και άλλους– επί πολλές δεκαετίες;
– Διαπιστώνω μόνιμη ζημιά με ορισμένους φίλους και συμμάχους, ιδίως τον Καναδά και την Ευρώπη. Οι σχέσεις με τους Ασιάτες εταίρους είναι πιο εύκολα επιδιορθώσιμες, χάρη στη σταθερότητα των δεσμών ασφάλειας και εμπορίου. Οι σχέσεις με τις χώρες του Κόλπου δείχνουν να είναι οι πιο ανθεκτικές από όλες, λόγω της ισχύος των προσωπικών δεσμών, της ενεργούς αμυντικής συνεργασίας και της σύμπλευσης με το συναλλακτικό ύφος του Τραμπ.