Το λεωφορείο από το μέτωπο σταμάτησε έξω από μια αυτοσχέδια καντίνα στην Ολχοβάτκα. Οι στρατιώτες κατέβηκαν ένας-ένας, μέσα στη λάσπη. Οι περισσότεροι χωρίς κάποιο μέλος του σώματος τους – πόδια, χέρια. Ενα μπουκάλι με αίμα κρεμόταν από τον σωλήνα που έμπαινε στο στομάχι ενός τραυματία.
«Δεν θα είχα υπογράψει ποτέ αν ήξερα τι γίνεται εκεί έξω. Η τηλεόρασή μας λέει ψέματα», δήλωσε ο Φιόντορ, νεαρός στρατιώτης από τη Σιβηρία. Η Washington Post δεν δημοσιοποιεί το πλήρες όνομά του για να τον προστατεύσει από πιθανές διώξεις.
Σε σπάνιο βίντεο που κατέγραψε η Washington Post στις 20 Νοεμβρίου στο Ολχοβάτκα της Ρωσίας, τραυματισμένοι Ρώσοι στρατιώτες κατεβαίνουν από λεωφορείο που τους μετέφερε από το μέτωπο. Πολλοί είναι ακρωτηριασμένοι.
Ο Φιόντορ έχασε το κάτω μέρος του ποδιού του από νάρκη, δύο ημέρες νωρίτερα, στη διάρκεια επίθεσης προς τη Λιμάν στην Ουκρανία. Από τη μονάδα των 110 ανδρών στην οποία είχε ενταχθεί πριν από δύο χρόνια, έχουν απομείνει μόλις δέκα.
Λέει ότι δεν μετανιώνει για το χαμένο του πόδι. «Σημαίνει ότι μπορώ επιτέλους να γυρίσω σπίτι – ζωντανός». «Πολεμάμε για χωράφια που δεν μπορούμε καν να καταλάβουμε», παρεμβαίνει ένας άλλος στρατιώτης, ο Κιρίλ, επίσης γύρω στα είκοσι, γελώντας πικρά. «Αυτός ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ. Μοιάζει σαν να μόλις άρχισε».
Σκηνές σαν κι αυτές δεν φτάνουν ποτέ στη ρωσική τηλεόραση. Το Κρεμλίνο συνεχίζει να παρουσιάζει μια χώρα ενωμένη και σίγουρη για τη νίκη, την ώρα που η κοινωνία φθείρεται εκ των έσω, όπως σημειώνει αποκλειστικό ρεπορτάζ της Washington Post και της ανταποκρίτριας της εφημερίδας στη Μόσχα, Φραντσέσκα Εμπελ.
Δεν υπάρχει διέξοδος για τη συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, ούτε ανακούφιση από την κόπωση που προκαλεί ένας πόλεμος σχεδόν τεσσάρων ετών, ο οποίος διαβρώνει τη Ρωσία από μέσα και μετατρέπει την κοινωνία σε ένα όλο και πιο δυσλειτουργικό, διαλυμένο και καχύποπτο σώμα, σύμφωνα με αναλυτές και ανθρώπους που μίλησαν στην εφημερίδα.
Τον τελευταίο χρόνο η ρωσική οικονομία πέρασε από θεαματική ανάπτυξη σε σχεδόν πλήρη στασιμότητα.
Η ψηφιακή καταστολή και η απομόνωση βαθαίνουν, καθώς απαγορεύονται ολοένα και περισσότερες εφαρμογές και πλατφόρμες.
Δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούν ότι πάνω από ένα εκατομμύριο Ρώσοι στρατιώτες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί – πολλοί σε μάχες για ελάχιστα εδαφικά κέρδη. Και καθώς η Μόσχα εντείνει την αναζήτηση «εσωτερικών εχθρών», ο μηχανισμός καταστολής στρέφεται πλέον ακόμη και κατά παιδιών και μέχρι πρότινος πιστών υποστηρικτών του καθεστώτος.
Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αυτόν τον μήνα, ο σκηνοθέτης Αλεξάντρ Σοκούροφ κατήγγειλε τη λογοκρισία, τους ασφυκτικούς νόμους περί «ξένων πρακτόρων», την άνοδο του κόστους ζωής και την έλλειψη προοπτικών για τη νεολαία. «Αν η Ρωσία δεν αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους νέους, οδηγείται σε αδιέξοδο», είπε.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν απάντησε ότι θα επανέλθει αργότερα στα ζητήματα που τέθηκαν.
Πρώην ανώτατος αξιωματούχος του Κρεμλίνου δήλωσε στην Washington Post ότι είναι «βαθιά ανήσυχος» για τη «σκοτεινή εικόνα στο εσωτερικό της Ρωσίας». «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε εύκολα τον χρόνο πίσω. Χρειάζεται πολιτική βούληση για να αντιστραφεί αυτή η πορεία – και αυτή η βούληση απλώς δεν υπάρχει», είπε, ζητώντας ανωνυμία.
Στο Μπέλγκοροντ, μια ρωσική μεθοριακή πόλη που άλλοτε διατηρούσε στενούς δεσμούς με το ουκρανικό Χάρκοβο, μόλις 75 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, το τίμημα του πολέμου είναι εμφανές.
Οι καθημερινές επιθέσεις με drones έχουν γίνει ρουτίνα. Ασθενοφόρα με λάσπη και καμουφλαρισμένες μονάδες αντιαεροπορικής άμυνας διασχίζουν με ταχύτητα το κέντρο της πόλης.
Τα δίκτυα εθελοντών –κομβικό κομμάτι της πολεμικής προσπάθειας που στηρίζει τους στρατιώτες με ρούχα, τρόφιμα και εξοπλισμό εκεί όπου το κράτος δεν επαρκεί– δουλεύουν ασταμάτητα: συνταξιούχοι ράβουν δίχτυα κατά των drones και τυπώνουν με 3D εκτυπωτές πλαστικά εξαρτήματα για βόμβες.
Παρά τη δυστυχία και την καταστροφή ακριβώς απέναντι από τα σύνορα, το Μπέλγκοροντ θεωρεί τον εαυτό του το βασικό θύμα αυτού του πολέμου. Η πόλη αποτυπώνει το χάσμα που βαθαίνει στη ρωσική κοινωνία ανάμεσα στην αδιάφορη μητροπολιτική πλειοψηφία και τους λίγους που «ζουν τον πόλεμο».
Ενα παγωμένο απόγευμα του Νοεμβρίου, εθελοντές που βοηθούσαν στη μεταφορά προμηθειών στον στρατό είχαν μαζευτεί γύρω από ένα τραπέζι για να φάνε σούπα. Στην Washington Post είπαν ότι νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από τη Μόσχα. «Δεν έχουν καμία ιδέα για το τι συμβαίνει εδώ!» ξέσπασε ο 52χρονος Εντικ.
Η «πολεμική Ρωσία»
Αρκετοί εθελοντές παρατηρούν ότι από τις αρχές του έτους οι δωρεές έχουν μειωθεί, καθώς πολλοί περίμεναν πως ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα.
Η 35χρονη Γεβγκένια Γκριμπόβα, που συντονίζει κέντρο εθελοντών στο Μπέλγκοροντ, λέει ότι το κίνημα βρίσκεται πλέον σε κρίση. Τον πρώτο χρόνο, όπως θυμάται, οι άνθρωποι έδιναν και το τελευταίο τους ρούβλι για να στηρίξουν τους στρατιώτες, δουλεύοντας αδιάκοπα, χωρίς ρεπό και διακοπές.
«Τώρα οι άνθρωποι θέλουν να ξεκουραστούν. Θέλουν να ξοδεύουν χρήματα για τον εαυτό τους και όχι για υλικά για το μέτωπο», λέει.
Κι όμως, παρότι πολλοί δηλώνουν ότι θέλουν να τελειώσει ο πόλεμος, ταυτόχρονα εκφράζουν και την ανάγκη να συνεχιστεί αλλά με «σωστούς όρους».
«Όλοι ακόμα θέλουν να πάρουμε την Οδησσό. Είναι κοινή άποψη: Ο κόσμος θέλει να ξαναπάει διακοπές στην Οδησσό», λέει η Γκριμπόβα. «Για μας αυτός είναι ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε Ρώσους και Ρώσους που έχουν ξεχάσει λίγο ότι είναι Ρώσοι, τίποτε άλλο».
Το Μπέλγκοροντ και γενικότερα οι περιοχές της Ρωσίας που συνορεύουν με την Ουκρανία ανήκουν σε αυτό που ο φιλοκυβερνητικός κοινωνιολόγος Βαλέρι Φιόντοροφ, διευθυντής του VCIOM, αποκαλεί «πολεμική Ρωσία»: περίπου το 20% της κοινωνίας -στρατιώτες, οικογένειές τους, εθελοντές και εργαζόμενοι σε στρατιωτικά εργοστάσια- που θεωρούν τον πόλεμο ζήτημα επιβίωσης της χώρας και πιέζουν για «νίκη». Οι υπόλοιποι, λέει, είναι παθητικά πιστοί, αδιάφοροι, αντίθετοι αλλά κλεισμένοι στην ιδιωτική τους ζωή ή έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Ο Ντμίτρι, υπαρχηγός διμοιρίας στην 116η ειδική ταξιαρχία, λέει ότι η Ρωσία θα πολεμήσει για πολύ ακόμη, «ακόμα και με ξύλα, αν χρειαστεί».
Η επιστροφή των «ηρώων»
Πώς πουλάει μια χώρα στον λαό της έναν πόλεμο που τη διαλύει – και πώς φροντίζει να συνεχίζεται;
Για να κρατήσει ζωντανή την πολεμική μηχανή και να απορροφήσει τη δυσαρέσκεια, το Κρεμλίνο έχει ρίξει τεράστια ποσά σε προγράμματα στήριξης στρατιωτών και βετεράνων. Κεντρικός πυλώνας είναι το πανεθνικό Ίδρυμα «Υπερασπιστής της Πατρίδας», που ιδρύθηκε το 2023 με πρωτοβουλία του Βλαντιμίρ Πούτιν και τελεί υπό την εποπτεία της ανιψιάς του, αναπληρώτριας υπουργού Αμυνας, Αννας Τσιβαλέβα.
Ως αντάλλαγμα για τη θυσία τους, οι στρατιώτες λαμβάνουν γενναία οικονομικά πακέτα, κοινωνικό κύρος και ουσιαστικές ευκαιρίες απασχόλησης και εκπαίδευσης – τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους.
Ο Ντενίς Πολτάφσκι έχασε την όραση από το δεξί του μάτι, όταν πέρσι περικυκλώθηκε από drones στο μέτωπο. Αποφεύγει να μιλήσει για όσα έζησε εκεί, λέει όμως ότι υποφέρει από βαριά μετατραυματική διαταραχή, με εφιάλτες και αϋπνίες.
Κι όμως, όπως παραδέχεται, η ζωή του βελτιώθηκε αισθητά μετά την επιστροφή του. «Η στήριξη είναι τεράστια. Το κράτος κάνει τα πάντα για τους βετεράνους και τους στρατιώτες. Δεν μας εγκατέλειψαν. Σε παρακολουθούν και σου παρέχουν τα πάντα».
Για τον τραυματισμό του έλαβε εφάπαξ 51.000 δολάρια, συν αποζημίωση ασφάλισης και στρατιωτική σύνταξη. Έχει δωρεάν μετακινήσεις, εισιτήρια για μουσεία και θέατρα, ενώ ολοκλήρωσε και το πρόγραμμα διοίκησης «Ο Καιρός των Ηρώων» στο Μπέλγκοροντ. Τώρα ελπίζει να εξασφαλίσει επιχορήγηση για να ανοίξει δικό του εργαστήριο μεταλλουργίας.
Οι βετεράνοι έχουν επίσης πρόσβαση σε 24ωρη υποστήριξη από ψυχολόγους, γιατρούς και εθελοντές, φοροαπαλλαγές και εγγυημένη εργασία, ακόμη και αν έχουν αναπηρίες. Στο Μπέλγκοροντ, τοπικό πρόγραμμα προσφέρει ακόμη και δωρεάν οικόπεδα για να χτίσουν σπίτι.
Ο καθηγητής Γουίλ Πάιλ του Middlebury College, που μελετά τη ρωσική οικονομία, διαπιστώνει ότι σε ορισμένες περιοχές μεγαλύτερο ποσοστό Ρώσων δηλώνει σήμερα ικανοποιημένο από τη ζωή του σε σχέση με οποιαδήποτε στιγμή της δεκαετίας πριν από την εισβολή του Φεβρουαρίου 2022.
Το εύρημα βασίζεται σε δεδομένα της Russian Longitudinal Monitoring Survey, που τηρεί η Ανώτατη Σχολή Οικονομικών της Μόσχας.
Σύμφωνα με την έρευνα του Πάιλ, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Τράπεζα της Φινλανδίας, η άνοδος στη δηλωμένη ικανοποίηση από τη ζωή είναι εντονότερη στις περιοχές των οποίων οι οικονομίες επωφελήθηκαν άμεσα από την πολεμική βιομηχανία και τις δραστηριότητες που συνδέονται με αυτήν.
Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει και την ανάλυση του Φιόντοροφ. «Οσο πιο καταθλιπτική ήταν μια περιοχή, τόσο περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι είδαν βελτίωση στη ζωή τους», λέει.
Κάτω όμως από την αποθέωση των στρατιωτών και αυτή τη συγκυριακή άνοδο της ευημερίας, αναδύεται ήδη το σκοτεινό αποτύπωμα της επιστροφής των βετεράνων και οι μακροπρόθεσμες κοινωνικές συνέπειες της εισβολής.
Εχουν καταγραφεί φρικιαστικοί φόνοι, βιασμοί και εγκλήματα από στρατιώτες που γύρισαν από το μέτωπο, ενώ πολλοί καταδικασμένοι που υπέγραψαν συμβόλαια για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους επέστρεψαν στις πόλεις τους για να διαπράξουν νέα εγκλήματα.
«Κάθε κυβερνήτης στη Ρωσία ξέρει ότι έρχεται ένα κύμα προβλημάτων με την επιστροφή των στρατιωτών από το μέτωπο με βαριά μετατραυματική διαταραχή», λέει πηγή με γνώση των διεργασιών στο Κρεμλίνο, υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Και ξέρουν ότι η ευθύνη για τη διαχείριση αυτής της κατάστασης θα πέσει στους ίδιους».
Οι «πατριώτες» και οι έφηβοι
Από την πρώτη μέρα του πολέμου, η Ρωσία στράφηκε εναντίον όσων διαφωνούσαν, διώκοντας ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, καλλιτέχνες και στελέχη της αντιπολίτευσης καθιστώντας παράνομη κάθε κριτική προς τη σύγκρουση και τον στρατό.
Πλέον όμως, στο στόχαστρο μπαίνουν και κάποιοι από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του καθεστώτος.
Οι θορυβώδεις, υπερπατριωτικοί «Z» στρατιωτικοί μπλόγκερ, που αποτέλεσαν αρχικά βασικό πυλώνα στήριξης της εισβολής του Πούτιν, άρχισαν να καταγγέλλουν τη διαφθορά και τις αδυναμίες του στρατού.
Οι πιο ριζοσπαστικοί εξ αυτών, όπως ο υπερεθνικιστής Ίγκορ Στρέλκοφ, φυλακίστηκαν ήδη. Το φθινόπωρο όμως το κίνημα υπέστη μια απρόσμενη εκκαθάριση, καθώς ολόκληρη η κοινότητα τέθηκε υπό καταστολή.
Τον Σεπτέμβριο, οι αρχές χαρακτήρισαν «ξένο πράκτορα» τον Ρόμαν Αλιόχιν, γνωστό μπλόγκερ με 151.000 συνδρομητές στο Telegram – χαρακτηρισμός που συνήθως επιφυλάσσεται για φιλελεύθερους αντιπολιτευόμενους.
Τον Οκτώβριο, η Τατιάνα Μοντιάν βαφτίστηκε «τρομοκράτισσα και εξτρεμίστρια», ενώ η Οξάνα Κομπελέβα συνελήφθη από την αστυνομία. Όλοι είχαν δημόσια επικρίνει ανώτερους αξιωματούχους ή άλλους προπαγανδιστές. Έκτοτε, η κοινότητα των Z έχει στραφεί εναντίον του ίδιου της του εαυτού, με μπλόγκερ να καταγγέλλουν ο ένας τον άλλον.
«Η στιγμή της ενότητας δεν κράτησε πολύ και, μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια, βλέπουμε πώς οι άνθρωποι αρχίζουν να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους, προσπαθώντας να αποδείξουν ποιος είναι πιο πατριώτης», λέει ο στρατιωτικός μπλόγκερ Μιχαήλ Ζβίντσουκ, ιδρυτής του καναλιού Rybar στο Telegram, που διατηρεί δεσμούς με το υπουργείο Άμυνας.
Προσθέτει ότι το κίνημα διαφθάρηκε και καταχράστηκε χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί για τη στήριξη των στρατευμάτων. «Με τα χρόνια εμφανίστηκαν αρκετοί απατεώνες που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τον πόλεμο».
Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας, την Αγία Πετρούπολη, οι υπηρεσίες ασφαλείας βρήκαν έναν νέο στόχο: τους εφήβους.
Στο δικαστήριο Ισμαΐλοφσκι της Αγίας Πετρούπολης, τον περασμένο μήνα, κουκουλοφόροι αστυνομικοί συνόδευσαν δύο έφηβους μουσικούς από την αίθουσα ακροάσεων προς τα οχήματα της μυστικής υπηρεσίας που περίμεναν απ’ έξω.
Η 18χρονη Ντιάνα Λογκίνοβα και ο συνομήλικός της Αλεξάντρ Ορλόφ –μέλη του street συγκροτήματος Stoptime– είχαν μόλις δει την προφυλάκισή τους να παρατείνεται για τρίτη φορά.
Επισήμως κατηγορούνταν ότι, σε μια αυτοσχέδια συναυλία το φθινόπωρο, είχαν «μπλοκάρει» την είσοδο σταθμού του μετρό. Το πραγματικό τους αδίκημα όμως ήταν αλλού: οι εμφανίσεις τους με αντιπολεμικά τραγούδια είχαν γίνει viral.
Για πολλούς, η κατάληξη των Stoptime έμοιαζε αναπόφευκτη. Η υπόθεση όμως πάγωσε αυτή την ακόμη φιλελεύθερη πόλη, όπου οι μουσικές του δρόμου αποτελούν κομμάτι της καθημερινής κουλτούρας.
Μουσικοί που τους μιμήθηκαν ή εμφανίστηκαν σε ένδειξη αλληλεγγύης στα Ουράλια και σε άλλες πόλεις συνελήφθησαν επίσης, καθώς οι υπηρεσίες ασφαλείας έσπευσαν να καταπνίξουν και το παραμικρό ίχνος διαφωνίας.
Πλέον, ακόμη και το «λάθος» τραγούδι μπορεί να σε οδηγήσει στη φυλακή – μια πραγματικότητα που πολλοί παρομοιάζουν με επιστροφή στα σοβιετικά χρόνια.
Η ακροαματική διαδικασία στην Αγία Πετρούπολη ήταν φορτισμένη, σχεδόν καφκική.
Η συνήγορος υπεράσπισης ανέλυε λεπτομέρειες της επίμαχης εμφάνισης: «Υπάρχουν περίπου 47 μέτρα ανάμεσα στην είσοδο του μετρό και το σημείο όπου έπαιζαν. Είναι αδύνατο ο κύκλος των θεατών γύρω από τους Stoptime να έχει μπλοκάρει αυτόν τον χώρο», είπε.
Η Λογκίνοβα, γνωστή με το καλλιτεχνικό όνομα Ναόκο, πέρασε τα τελευταία 20 λεπτά της συνεδρίασης κρατώντας σφιχτά τα χέρια της μητέρας της. «Ελπίζω πραγματικά να είναι η τελευταία φορά που με συλλαμβάνουν», ψιθύρισε.
Η μητέρα της, Ιρίνα, την αγκάλιασε χαμογελώντας αμήχανα. «Δεν θυμάσαι που έλεγαν ότι θα σε αφήσουν ελεύθερη από το πρώτο βράδυ; Έχει περάσει ήδη ένας μήνας».
Αυτό που έκανε τις εμφανίσεις των Stoptime τόσο ισχυρές ήταν ότι ήρθαν σε μια στιγμή όπου οι ελεύθεροι, δημιουργικοί χώροι και οι διέξοδοι διαφυγής συρρικνώνονται ραγδαία.
«Και μόνο το γεγονός ότι τραγουδούσαν αυτά τα κομμάτια ήταν σαγηνευτικό», λέει ο 26χρονος Ιβάν, καθηγητής Ιστορίας, που είχε παρακολουθήσει πολλές από τις εμφανίσεις τους.
«Ήταν σαν μια ηχώ κανονικής ζωής μέσα στην εποχή μας. Είναι τραγούδια που θέλεις να ακούς: είναι τρυφερά, έχουν νόημα, προβάλλουν οικουμενικές ανθρώπινες αξίες, σου θυμίζουν ότι μπορείς να ξεπεράσεις πράγματα».
Όπως λέει, σήμερα στη Ρωσία το κράτος προσπαθεί να οικοδομήσει μια αυστηρή πίστη βασισμένη στο να συμπεριφέρεσαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο «απλώς για να υπάρχεις». Γύρω του βλέπει ανθρώπους που κάποτε σοκάρονταν από την κατάσταση να την αποδέχονται και να περνούν σε μια λειτουργία επιβίωσης.
Στις 23 Νοεμβρίου, οι μουσικοί των Stoptime αφέθηκαν ελεύθεροι αιφνιδιαστικά και υπό άκρα μυστικότητα και έφυγαν αμέσως από τη χώρα. Στις αρχές Δεκεμβρίου εντοπίστηκαν στο Γερεβάν της Αρμενίας, όπου συνέχιζαν να τραγουδούν τα ίδια αντιπολεμικά κομμάτια που τους είχαν οδηγήσει στη σύλληψη.
Aλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Ο 19χρονος γιος της Τατιάνα Μπαλαζέικινα, ο Γιεγκόρ, εκτίει ήδη τρία χρόνια από την επταετή ποινή του για «τρομοκρατία», επειδή το 2023 επιχείρησε να πετάξει μολότοφ σε τοπικό στρατολογικό γραφείο. Είναι ένας από τους εκατοντάδες εφήβους και παιδιά που έχουν συλληφθεί για αντιπολεμικές διαμαρτυρίες, σαμποτάζ ή «εσχάτη προδοσία» από την έναρξη του πολέμου.
«Οι Stoptime τραγουδούσαν αυτό που τόσοι πολλοί είχαν ήδη στην άκρη των χειλιών τους», λέει η Μπαλαζέικινα από το σπίτι της, μία ώρα νότια της Αγίας Πετρούπολης. «Αυτό είναι διαφωνία. Και ο μόνος τρόπος για να παραμείνει αυτό το κράτος όπως είναι, είναι να κόψει όλα αυτά τα σημάδια διαφωνίας από τη ρίζα τους».
Πιστεύει ότι οι νέοι συνιστούν μια ξεχωριστή απειλή για το Κρεμλίνο.
«Αυτοί οι νέοι άνθρωποι, που ουσιαστικά δεν έχουν να χάσουν τίποτε άλλο πέρα από την ελευθερία τους, είναι πολύ επικίνδυνοι», λέει. «Και αν αυτοί οι νέοι δεν είναι μόνο ικανοί να σκέφτονται αλλά μπορούν και να τραγουδούν αυτό που σκέφτονται… τότε η απειλή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη».
Πηγή: Washington Post



























