Kathimerini.gr
Νέα ένταση στις διατλαντικές σχέσεις έχει πυροδοτήσει η ανακοίνωση της κυβέρνησης Τραμπ ότι απαγορεύει την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες στον πρώην Ευρωπαίο Επίτροπο, Τιερί Μπρετόν και σε τέσσερις ακόμα Ευρωπαίους υπηκόους που έχουν ασχοληθεί με την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο. Η Ουάσιγκτον ισχυρίζεται ότι πρόκειται για ένα πακέτο κυρώσεων που θέτει στο στόχαστρο την «ψηφιακή λογοκρισία».
Με βάση τις αμερικανικές κυρώσεις, ανακαλούνται επίσης οι αμερικανικές βίζες των Βρετανών πολιτών, Ιμραν Αχμέντ και Κλερ Μέλφορντ, οι οποίοι είναι επικεφαλής του Κέντρου για την Καταπολέμηση του Ψηφιακού Μίσους και του Παγκόσμιου Δείκτη Παραπληροφόρησης, αντίστοιχα. Ο Αχμέντ, ο οποίος ζει επί του παρόντος στην Ουάσινγκτον, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο άμεσης απέλασης, σύμφωνα με την Telegraph. Οι Γερμανίδες Αννα-Λένα βον Χόντενμπεργκ και Ζόζεφιν Μπάλον, επικεφαλής της Hate Aid, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που παρακολουθεί την ψηφιακή παραπληροφόρηση από ακροδεξιές ομάδες, υπόκεινται επίσης σε απαγόρευση έκδοσης βίζας.
Οι πρωτοφανείς αμερικανικές κυρώσεις έρχονται μετά από μια μακρά περίοδο κλιμακούμενης έντασης για το θέμα της ρύθμισης των αμερικανικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των τεχνολογικών γίγαντων από την Ευρώπη.
Μία από τις σταγόνες που ξεχείλησαν το ποτήρι ήταν το πρόσφατο πρόστιμο 120 εκατομμυρίων ευρώ στην πλατφόρμα Χ του δισεκατομμυριούχου, Ελον Μασκ για παραβίαση του νόμου της Ε.Ε. όσον αφορά την εποπτεία περιεχομένου. Αμέσως μετά την επιβολή του ευρωπαϊκού προστίμου, ο Μασκ επιτέθηκε επανελλειμένα στην Ευρωπαϊκή Ενωση ενώ και κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ, όπως ο αντιπρόεδρος Βανς, μίλησαν για «λογοκρισία».
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο χαρακτήρισε τώρα τα πρόσωπα που τέθηκαν σε καθεστώς κυρώσεων ως «ριζοσπάστες ακτιβιστές» που εργάστηκαν για να «αναγκάσουν τις αμερικανικές πλατφόρμες να λογοκρίνουν, να απομονώσουν οικονομικά και να καταστείλουν τις αμερικανικές απόψεις».
«Εδώ και πάρα πολύ καιρό, ιδεολόγοι στην Ευρώπη διεξάγουν συντονισμένες προσπάθειες για να αναγκάσουν αμερικανικές (ψηφιακές) πλατφόρμες να τιμωρούν αμερικανικές απόψεις στις οποίες αντιτίθενται», υποστήριξε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Μάρκο Ρούμπιο μέσω X. «Η κυβέρνηση (του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ) Τραμπ δεν θα ανέχεται πλέον τέτοιες κατάφωρες ενέργειες εξωχώριας λογοκρισίας», πρόσθεσε.
Η υφυπουργός Εξωτερικών για τη Δημόσια Διπλωματία, Σάρα Ρότζερς δικαιολόγησε την απαγόρευση βίζας του Μπρετόν, λέγοντας ότι πρόκειται για τον «εγκέφαλο» πίσω από τον ιστορικό νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) της Ε.Ε.. Σημειώνεται ότι ο Μασκ και ο Μπρετόν έχουν συχνά ανταλλάξει πυρά στο διαδίκτυο σχετικά με τη νομοθεσία της Ε.Ε .για την τεχνολογία, με τον δισεκατομμυριούχο να τον αποκαλεί «τύραννο της Ευρώπης».
Ο νόμος DSA επέτρεψε στην Ε.Ε. να επιβάλει πρόστιμα πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες όπως η Apple και η Meta για παραβίαση των κανόνων περί ανταγωνισμού στον ψηφιακό τομέα, καθώς και να θέσει στο στόχαστρο το X για την διάδοση παραπληροφόρησης.
«Ανεμος μακαρθισμού»
Με φόντο τις κυρώσεις, ο Μπρετόν στηλίτευσε τον «άνεμο μακαρθισμού» που πνέει στις ΗΠΑ, όπως είπε: «Πνέει ξανά άνεμος μακαρθισμού;» διερωτήθηκε ρητορικά ο Γάλλος τη νύχτα της Τρίτης προς Τετάρτη μέσω X, παραπέμποντας στο αντικομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών του οποίου ηγήθηκε ο Αμερικανός γερουσιαστής Τζόσεφ Μακάρθι τα χρόνια του 1950.
Ο κ. Μπρετόν θύμισε πως «το 90% του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –δημοκρατικά εκλεγμένου– και των 27 κρατών-μελών ψήφισε ομόφωνα την DSA», την ευρωπαϊκή πράξη (κανονισμό) για τις ψηφιακές υπηρεσίες. «Στους Αμερικανούς φίλους μας: “η λογοκρισία δεν βρίσκεται εκεί που νομίζετε”», συμπλήρωσε.
«Αδικαιολόγητες» οι κυρώσεις
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδίκασε έντονα την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών για τις κυρώσεις, προσθέτοντας ότι οι Βρυξέλλες έχουν ζητήσει διευκρινίσεις από τις αμερικανικές αρχές.
«Εάν χρειαστεί, θα απαντήσουμε άμεσα και αποφασιστικά για να υπερασπιστούμε τη ρυθμιστική μας αυτονομία έναντι αδικαιολόγητων μέτρων», τόνισε και συνέχισε: «Οι ψηφιακοί κανόνες της Ε.Ε. εξασφαλίζουν ασφαλείς, δίκαιες και ισότιμες συνθήκες για όλες τις εταιρείες. Εφαρμόζονται (οι κανόνες) με δίκαιο τρόπο και χωρίς διακρίσεις».
Σε άλλο σημείο, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν τόνισε σήμερα ότι «η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα στην Ευρώπη και κοινή βασική αξία με τις ΗΠΑ σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο».
Εντονη καταδίκη από Γαλλία
«Η Γαλλία καταδικάζει με τον πλέον έντονο τρόπο τους περιορισμούς στις θεωρήσεις διαβατηρίου που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ σε βάρος του Τιερί Μπρετόν, πρώην υπουργού και Ευρωπαίου επιτρόπου, και σε βάρος άλλων ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων», τόνισε νωρίτερα μέσω X ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρό.
«Οι λαοί της Ευρώπης είναι ελεύθεροι και κυρίαρχοι και δεν μπορούν να επιτρέψουν οι κανόνες που διέπουν τον ψηφιακό χώρο τους να τους επιβάλλονται από άλλους», πρόσθεσε ο κ. Μπαρό, ο οποίος συνομίλησε τηλεφωνικά νωρίτερα με τον κ. Μπρετόν.
Ο Γάλλος ΥΠΕΞ θύμισε ότι η πράξη (ο κανονισμός της Ε.Ε.) για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act, DSA) «υιοθετήθηκε δημοκρατικά στην Ευρώπη, για να διασφαλιστεί ότι αυτό που είναι παράνομο εκτός ψηφιακού κόσμου είναι επίσης (παράνομο) στον ψηφιακό κόσμο». «Δεν έχει καμιά εξωχώρια επίπτωση και δεν αφορά σε καμιά περίπτωση τις ΗΠΑ», επέμεινε.
Στο μεταξύ, ο υφυπουργός αρμόδιος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Μπενζαμέν Αντάντ εξέφρασε «υποστήριξη στον Τιερί Μπρετόν και στις άλλες τέσσερις προσωπικότητες στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ», επίσης μέσω X. «Το κράτος δικαίου μας και η κυριαρχία μας δεν μπορούν επ’ ουδενί να αμφισβητούνται από εξωτερικούς παράγοντες», πρόσθεσε ο Αντάντ.
«Δεν αποφασίζει η Ουάσιγκτον»
Από την πλευρά του, το γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε ότι οι δύο Γερμανοί ακτιβιστές που βρίσκονται στη λίστα κυρώσεων έχουν την «υποστήριξη και αλληλεγγύη» της κυβέρνησης, προσθέτοντας ότι η HateAid υποστηρίζει άτομα που έχουν πληγεί από παράνομες εκφράσεις ψηφιακού μίσους.
«Οποιος περιγράφει αυτό το πράγμα ως λογοκρισία παραποιεί το συνταγματικό μας σύστημα», ανέφερε το υπουργείο. «Οι κανόνες με τους οποίους θέλουμε να ζούμε στον ψηφιακό χώρο στη Γερμανία και στην Ευρώπη δεν αποφασίζονται στην Ουάσινγκτον».



























