
Kathimerini.gr
Ηδη πριν από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, δεν έλειπαν οι προειδοποιήσεις από αξιωματούχους και αναλυτές οι οποίοι εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους ο Βλαντιμίρ Πούτιν, το πιθανότερο, δεν ενδιαφέρεται για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία. Δύο πυλώνες φαίνεται να οδηγούν την απροθυμία της Ρωσίας, διαμορφώνοντας μια πραγματικότητα την οποία ίσως αρχίζει να αντιλαμβάνεται ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ξεπαγώνοντας την αποστολή στρατιωτικών εξοπλισμών προς διάθεση της κυβέρνησης Ζελένσκι.
Ο πρώτος είναι ιδεολογικός. «Τα τελευταία χρόνια, είναι ορατή η αναβίωση των ονείρων της Ρωσίας για μια ευρασιατική αυτοκρατορία, εν μέσω συντονισμένων προσπαθειών του Κρεμλίνου να αναθεωρήσει τα ρωσικά σύνορα εις βάρος των νευρικών γειτόνων του. Η στάση της Μόσχας υποστηρίζει μια επεκτατική ιδεολογία, που βλέπει τόσο τα εδαφικά κέρδη όσο και τη σύγκρουση με τη Δύση ως αναπόφευκτα στοιχεία στον συλλογισμό της», γράφει σε πρόσφατη έκθεση o αντιπρόεδρος του American Foreign Policy Council, Ιλαν Μπέρμαν.
Ενδεικτική είναι η αναφορά, νωρίτερα φέτος, από τον πάλαι ποτέ έμπιστο του Κρεμλίνου Βλαντισλάβ Σουρκόφ, «ο ρωσικός κόσμος δεν έχει σύνορα», η οποία βοηθά στην εξήγηση της συνεχιζόμενης επιθετικότητας της Ρωσίας προς την Ουκρανία και των πραγματικών στόχων της Μόσχας στις τρέχουσες συνομιλίες για εκεχειρία.
«Οι συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι για την επίτευξη συμβιβαστικής ειρήνης με τους παραληρηματικούς όρους κάποιου άλλου, αλλά για να διασφαλίσουν την ταχεία νίκη μας και την πλήρη καταστροφή του νεοναζιστικού καθεστώτος», δήλωσε πρόσφατα –στο ίδιο μήκος κύματος– στο Telegram ο αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Ο δεύτερος πυλώνας
Yπάρχουν πλέον και οικονομικοί λόγοι που ωθούν τον μιλιταρισμό της Ρωσίας – ο δεύτερος πυλώνας. Εν μέσω των παρατεταμένων διεθνών κυρώσεων, το Κρεμλίνο έχει αναδιοργανώσει τον οικονομικό τομέα της χώρας, δίνοντας προτεραιότητα στις στρατιωτικές βιομηχανίες –παραμελώντας τις υπόλοιπες– και θέτοντας στο επίκεντρο της εθνικής ανάπτυξης τις ένοπλες δυνάμεις της. Τροφοδοτεί έτσι έναν φαύλο κύκλο, όπου ο πόλεμος συντηρεί την οικονομία και η οικονομία τον πόλεμο.
Ενδεικτικό σημάδι είναι η δραματική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Η Ρωσία ενίσχυσε τις αμυντικές δαπάνες της κατά 25% φέτος και ο αμυντικός προϋπολογισμός της χώρας ανέρχεται σε 145 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας πια περισσότερο από το 6% του ρωσικού ΑΕΠ. Εμφατική είναι η κατανομή δισεκατομμυρίων σε κεφάλαια τόνωσης για την ενίσχυση του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος της Ρωσίας, εν μέσω μαζικής επέκτασης του ρυθμού παραγωγής πολεμικού υλικού.
Σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, η χώρα παράγει σε τρεις μήνες τόσα πυρομαχικά όσα παράγει σε έναν χρόνο ολόκληρο το μπλοκ του ΝΑΤΟ. Προβλέπουν ότι η Μόσχα θα έχει παραγάγει 1.500 άρματα μάχης, 3.000 τεθωρακισμένα οχήματα και 200 πυραύλους Iskander το 2025. Ολα αυτά έχουν καταστήσει την πολεμική μηχανή της Ρωσίας, στην πραγματικότητα, μηχανή της εθνικής οικονομίας της – εγκλωβίζοντας το κράτος σε μια διαρκή εκστρατεία μιλιταρισμού.
Μία ακόμη παράμετρο που σχετίζεται με την οικονομική διάσταση του πολέμου επισημαίνει ανάλυση του Eurasia Group: «Η Κίνα και η Ινδία παραμένουν πρόθυμες να αγοράζουν τους ενεργειακούς πόρους που αντλεί η Ρωσία από το έδαφος, γνωρίζοντας ότι η απώλεια των καλύτερων πελατών της Μόσχας στην Ευρώπη τούς επιτρέπει να αγοράζουν το προϊόν σε τιμή χαμηλότερη από την αγορά».
Αυτό σημαίνει όμως ότι το Κρεμλίνο, παρότι πουλάει σε χαμηλότερες τιμές, συνεχίζει να έχει πρόσβαση σε εναλλακτικές αγορές για τα ενεργειακά αποθέματα της Ρωσίας, γνωρίζοντας ότι ο τερματισμός του πολέμου με την Ουκρανία δεν θα αποκαταστήσει τους προπολεμικούς όγκους συναλλαγών με την Ευρώπη. Συγχρόνως, αγοράζοντας φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία ακριβώς λόγω του πολέμου, η Κίνα έχει από την πλευρά της περιορισμένο κίνητρο να συμβάλει στην προσπάθεια για κατάπαυση πυρός – εξάλλου, το μέτωπο της Ουκρανίας αποσπά την προσοχή της Δύσης από άλλες γεωπολιτικές εστίες.
Λύσεις για τις κυρώσεις
Σε γενικές γραμμές, η Ρωσία βρίσκει λύσεις απέναντι στις δυτικές κυρώσεις που σχετίζονται με την εισβολή της στην Ουκρανία. Το 2024, η οικονομία της αναπτύχθηκε με ταχύτερο ρυθμό από κάθε χώρα του G7. Στο μεταξύ, μακροπρόθεσμα, το λιώσιμο των πάγων λόγω της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να βοηθήσει τη ρωσική οικονομία, καθώς εκτιμάται πως θα ανοίξει νέες εκτάσεις για γεωργία και νέες θαλάσσιες οδούς που θα μειώσουν το κόστος για το εθνικό της εμπόριο και θα δημιουργήσουν δυνητικά έσοδα από τέλη διέλευσης που θα επιβάλει σε άλλες χώρες.
Σημειωτέον, οι δαπάνες για τον στρατό και την ασφάλεια αποτελούν πλέον περίπου το 40% των συνολικών κυβερνητικών δαπανών της Ρωσίας, άσχετα από το αν οδηγούν σε πληθωρισμό, δυσθεώρητα επιτόκια και δυσοίωνες προοπτικές από ένα μονοδιάστατο μιλιταριστικό οικονομικό μοντέλο.
Η αντίδραση των ΗΠΑ
Πρόκειται για βασικά σημεία της πραγματικότητας που πιθανώς αρχίζει να αντιλαμβάνεται ο Ντόναλντ Τραμπ – ούτως ή άλλως, δεν του αρέσει να μην ικανοποιούν την ατζέντα του και μέχρι στιγμής ο Πούτιν δεν του δίνει αυτό που θέλει, δηλαδή μια κατάπαυση πυρός, αν όχι μια ειρηνευτική συμφωνία. Εξ ου και οι ΗΠΑ αρχίζουν ξανά τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία, δηλώνοντας «παρών» σε ένα μέτωπο που δείχνει να έχει ακόμη δρόμο.