ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πώς η Γαλλία εξελίχθηκε στο προβληματικό παιδί της Ευρώπης

Υψηλές δαπάνες, ασθενής ανάπτυξη, αδυναμία συναίνεσης για μεταρρυθμίσεις

Γράφει η Ελευθερία Κούρταλη

Η Γαλλία βυθίζεται όλο και περισσότερο σε ένα τέλμα αδύναμης ανάπτυξης, υψηλού κόστους δανεισμού και ενός «βουνού» χρέους, που πλέον είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης έχει γίνει «το προβληματικό παιδί» ολόκληρης της Ευρώπης για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, παίρνοντας τη θέση της Ιταλίας, που πριν από λίγα χρόνια είχε «διαδεχθεί» την Ελλάδα, και έτσι πλέον δανείζεται ακριβότερα από ό,τι το ελληνικό Δημόσιο και με «ίσους όρους» σε σχέση με το ιταλικό.

Δανείζεται πλέον ακριβότερα από την Ελλάδα – Η χώρα παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα πρωτογενή ελλείμματα μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών

Η Γαλλία ετοιμάζεται για τον πέμπτο πρωθυπουργό της σε διάστημα μόλις δύο ετών, εν μέσω πολιτικής κρίσης που ταλανίζει καιρό τη χώρα, με βαθύτερα αίτια να είναι τα δημοσιονομικά της. Η κύρια οικονομική πρόκληση είναι η αντιμετώπιση του υψηλού δημοσίου χρέους, το οποίο έχει «ρίζες» στο μεγάλο δημόσιο έλλειμμα και στις επί χρόνια πολύ υψηλές δαπάνες. Αν και η Γαλλία δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα δανεισμού από τις αγορές, για το πού θα καταλήξει η κατάσταση με το «γαλλικό χάος» υπάρχουν πολλά σενάρια. Ακόμη και το –λιγότερο πιθανό προς το παρόν– σενάριο ενός déjà vu της «επίθεσης» των «τιμωρών» των αγορών στην Ελλάδα κατά την περίοδο Τσίπρα το 2015.

Η επόμενη μέρα

Η κατάρρευση της κυβέρνησης του Φρανσουά Μπαϊρού έπειτα από την ψήφο εμπιστοσύνης, μειώνει σοβαρά τις πιθανότητες για σημαντική πρόοδο στο δημόσιο έλλειμμα της Γαλλίας – το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, επισημαίνουν οι αναλυτές. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανέτρεψαν τον Μπαϊρού εξαιτίας των σχεδίων του για περικοπές δαπανών ύψους 43,8 δισ. ευρώ, τα οποία αναπόφευκτα θα αποδυναμωθούν σε μεγάλο βαθμό από όποιον κι αν ορίσει ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διάδοχό του.

Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρντ παραδέχθηκε ότι η επόμενη κυβέρνηση, η οποία πρέπει να συντάξει προϋπολογισμό για το 2026 έως τις 7 Οκτωβρίου, θα είναι λιγότερο φιλόδοξη από τον Μπαϊρού. Ο διάδοχος του Μπαϊρού είναι επίσης πιθανό να βασιστεί περισσότερο στους φόρους παρά στις περικοπές δαπανών για να μειώσει το έλλειμμα, με τους Σοσιαλιστές –από τις τάξεις των οποίων θα μπορούσε να προέλθει ο επόμενος πρωθυπουργός– να ζητούν αύξηση φόρων κατά 15 δισ. ευρώ για τους υπερπλούσιους. Ωστόσο, οι αγορές ενδέχεται να αποδοκιμάσουν τις αυξήσεις φόρων, ιδίως τα ευρύτερα μέτρα, φοβούμενες ότι μπορεί να «πνίξουν» την ανάπτυξη.

Η οικονομία της Γαλλίας υποαποδίδει έναντι όλης της υπόλοιπης Ευρώπης, με σωρευτική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μόλις 0,35% τα τελευταία τρία τρίμηνα. Η αργή ανάπτυξη είναι ιδιαίτερα προβληματική για μια χώρα με υψηλό χρέος όπως η Γαλλία, το οποίο έφτασε στα 3,3 τρισ. ευρώ τον Ιούνιο.

Η αύξηση του χρέους

Η κύρια οικονομική πρόκληση της Γαλλίας, επομένως, είναι η σταθεροποίηση του δημοσίου χρέους. Ο γαλλικός δείκτης χρέους έχει αυξηθεί σταθερά από τη δεκαετία του 1970, φτάνοντας το 114% του ΑΕΠ στις αρχές του 2025, με οικονομολόγους να προβλέπουν περαιτέρω αύξηση στο 128% έως το 2030, και πλέον είναι ο τρίτος υψηλότερος στην Ευρωζώνη, μετά το 153% της Ελλάδας (2024) και το 138% της Ιταλίας. Οπως επισημαίνει το Reuters, το ελεγκτικό συνέδριο της χώρας έχει προειδοποιήσει πως οι πληρωμές τόκων αναμένεται να φτάσουν τα 100 δισ. ευρώ έως το 2029 –από 59 δισ. ευρώ το 2024– και να γίνουν η μεγαλύτερη δαπάνη του προϋπολογισμού, εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί ή η μείωση του ελλείμματος χαλαρώσει.

Ο λόγος πίσω από την αύξηση του χρέους είναι το μεγάλο δημόσιο έλλειμμα της Γαλλίας. Σε αντίθεση με την Ιταλία ή την Ελλάδα, οι οποίες έχουν σημαντικά πλεονάσματα στον προϋπολογισμό (πριν ληφθούν υπόψη οι πληρωμές τόκων), η Γαλλία παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα πρωτογενή ελλείμματα μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, όπως σχολιάζει η Goldman Sachs.

Η Γαλλία έχει ιστορικό μεγάλων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Εκτός του ότι πέρυσι κατέγραψε το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη –στο 5,4% του ΑΕΠ–, μαζί με την Ιταλία και τη Σλοβακία είναι οι μόνες που καταγράφουν επίμονα ελλείμματα από το 1999. Μάλιστα, το τελευταίο πλεόνασμα προϋπολογισμού στη Γαλλία ήταν το 1974. Επίσης, σε έντονη αντίθεση με την Ιταλία, η οποία μέχρι το 2019 (με εξαίρεση το 2009) και ξανά το 2024 κατέγραψε πρωτογενή πλεονάσματα, η Γαλλία κατέγραψε το τελευταίο πρωτογενές πλεόνασμα το 2001.

Η ασθενέστερη δημοσιονομική θέση της Γαλλίας, η οποία δεν είναι πλέον βιώσιμη, αντανακλά τις πολύ υψηλές δαπάνες, οι οποίες –στο 57,1% του ΑΕΠ το 2024– ήταν οι δεύτερες υψηλότερες στην Ευρωζώνη μετά τη Φινλανδία, ενώ τα έσοδα –στο 51,3%– ήταν τα τρίτα υψηλότερα μετά τη Φινλανδία και την Αυστρία.

Εξετάζοντας πιο προσεκτικά την ανάλυση των δαπανών, στη Γαλλία είναι ιδιαίτερα υψηλές στην κοινωνική προστασία και την υγεία σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπως παρατηρεί η UBS. Και στις κοινωνικές δαπάνες, ιδίως για τις συντάξεις οι δαπάνες είναι αισθητά υψηλότερες και σε μικρότερο βαθμό για τα επιδόματα ανεργίας και τη στεγαστική στήριξη. Το ΔΝΤ έχει επισημάνει ότι οι υψηλότερες δαπάνες δεν συνοδεύονται από καλύτερα αποτελέσματα στη Γαλλία και συνιστά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δαπανών σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, την καλύτερη στόχευση των κοινωνικών παροχών και την ενίσχυση της δημοσιονομικής εποπτείας. Εκτιμά ότι χωρίς περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό, το έλλειμμα θα παραμείνει περίπου στο 6% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.

Το σχέδιο που απορρίφθηκε

Ο στόχος της κυβέρνησης ήταν η μείωση του ελλείμματος από το εκτιμώμενο 5,4% του ΑΕΠ φέτος στο 4,6% το 2026 (και στο 2,8% έως το 2029). Για να επιτευχθεί η προβλεπόμενη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού, ο Μπαϊρού ανακοίνωσε τον Ιούλιο μέτρα ύψους 43,8 δισ. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ) το 2026. Στόχος ήταν η αυστηροποίηση του προϋπολογισμού για το 2026 μέσω ενός συνδυασμού διαφόρων μέτρων.

Από την πλευρά των δαπανών, οι περικοπές στον δημόσιο τομέα και στην υγειονομική περίθαλψη θα έφταναν στα 20,8 δισ. ευρώ. Από την πλευρά των εσόδων, τα μέτρα που περιλάμβαναν την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και μια «εισφορά αλληλεγγύης» από τα πλούσια νοικοκυριά και τις μεγάλες επιχειρήσεις, ανέρχονταν σε 9,9 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, οι πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας και οι κλίμακες φόρου εισοδήματος δεν θα προσαρμόζονταν στον πληθωρισμό, γεγονός που θα οδηγούσε σε χαμηλότερες δαπάνες και υψηλότερα έσοδα συνολικού ύψους 7,1 δισ. ευρώ. Τέλος, στο σχέδιο Μπαϊρού ήταν και η κατάργηση δύο αργιών (4,2 δισ. ευρώ), ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εκτιμώνταν ότι θα αποφέρουν 1,8 δισ. ευρώ.

Τι «βλέπει» η UBS

Οπως πάντως εκτιμά η UBS, η επόμενη κυβέρνηση, όποια κόμματα κι αν περιλαμβάνει, θα καταλήξει σε μια λιγότερο επώδυνη δημοσιονομική εξυγίανση, με τον στόχο για το έλλειμμα του 2026 να μετριάζεται στο 5% και την Κομισιόν να αποδέχεται μια πιο σταδιακή πορεία δημοσιονομικής σύσφιγξης στη συνέχεια.

Ανησυχίες για επιδείνωση της κρίσης και ενίσχυση των άκρων

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στην επιλογή του πέμπτου πρωθυπουργού στη χώρα σε λιγότερο από δύο χρόνια αποκαλύπτει το βάθος μιας πολιτικής κρίσης που από πολλές απόψεις οφείλεται στον ίδιο και δεν έχει σαφή διέξοδο, σχολιάζουν αναλυτές, με δύο πρωθυπουργούς μάλιστα να «πέφτουν» μέσα σε ένα χρόνο λόγω της έλλειψης πολιτικής συναίνεσης ως προς τον προϋπολογισμό.

Η Γαλλία σπάνια έχει βιώσει τόσο βαθιά πολιτική κρίση από την ίδρυση της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958, του σημερινού συστήματος διακυβέρνησης, αναφέρει το Reuters. Το σύνταγμα του 1958 σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει σταθερή διακυβέρνηση δημιουργώντας έναν ισχυρό και εξαιρετικά συγκεντρωτικό πρόεδρο με ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και για να αποφύγει την αστάθεια των περιόδων αμέσως πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρντ παραδέχτηκε ότι η επόμενη κυβέρνηση, η οποία πρέπει να συντάξει προϋπολογισμό για το 2026 έως τις 7 Οκτωβρίου, θα είναι λιγότερο φιλόδοξη από τον Μπαϊρού. [REUTERS]

Αντιθέτως, ο Μακρόν –ο οποίος κατά την άνοδό του στην εξουσία το 2017 αναδιαμόρφωσε το πολιτικό τοπίο»– βρέθηκε να παλεύει με ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο, όπου το Κέντρο δεν κρατάει πλέον την ισορροπία και η Ακροδεξιά και η Ακροαριστερά έχουν την κυριαρχία. Η Γαλλία δεν έχει συνηθίσει να χτίζει συνασπισμούς και να επιτυγχάνει συναίνεση.

Αναλύοντας το «φαινόμενο Μακρόν» στη Γαλλία (αρκετοί θυμούνται το πόσο «γοήτευσε» τον γαλλικό λαό όσο και τη διεθνή κοινότητα όταν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 2017 και αποτέλεσε τον νεότερο ηλικιακά πρόεδρο της Γαλλίας από την εποχή του Ναπολέοντα) η Berenberg περιγράφει πώς ο ίδιος έδωσε πρόωρο τέλος σε μια χρυσή δεκαετία της χώρας.

Ως υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ολάντ από το 2014 έως το 2016, ο Μακρόν είχε ήδη συμβάλει στη διαμόρφωση του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, οι οποίες τερμάτισαν την περίοδο της υποαπόδοσης της Γαλλίας σε σχέση με τη Γερμανία. Κυρίως χάρη στις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στις οποίες πρωτοστάτησε ως πρόεδρος κατά την πρώτη του θητεία από το 2017 έως το 2022, η Γαλλία δημιούργησε σημαντικά περισσότερες θέσεις εργασίας από τη Γερμανία μέχρι το φθινόπωρο του 2024. Ωστόσο, όλα… στράβωσαν αφότου ο Μακρόν προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του περασμένου έτους, σε απάντηση στη συντριπτική ήττα του κόμματός του στις ευρωεκλογές. Η γαλλική ψήφος είχε αποτέλεσμα ένα βαθιά διχασμένο κοινοβούλιο, χωρίς πλειοψηφία για κανένα από τα τρία στρατόπεδα (Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά).

Σύμφωνα με την Berenberg, το βασικό σενάριο για τη συνέχεια στη Γαλλία το οποίο αποτιμούν οι αγορές, είναι ο Μακρόν να διορίσει νέο πρωθυπουργό εντός ημερών, όμως η χώρα θα συνεχίσει να ταλανίζεται με πενιχρή ανάπτυξη, αυξημένα spreads, με μόνο μια μικρή δημοσιονομική βελτίωση και, ενδεχομένως, κάποια χαλάρωση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του Μακρόν.

Εάν δεν υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ των κεντρώων του Μακρόν και της Κεντροαριστεράς, πάντως, ο νέος πρωθυπουργός δεν θα μείνει για πολύ, με αποτέλεσμα ο Μακρόν να προκηρύξει νέες εκλογές, οι οποίες δεν θα επιλύσουν τίποτα, αλλά θα ενισχύσουν λίγο περισσότερο τη δεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν. Σε αυτό το σενάριο η οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της Γαλλίας θα επιδεινωθούν λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας γύρω από τις νέες εκλογές.

Τέλος, το δυσμενές σενάριο αναφέρει ότι όταν τα ριζοσπαστικά κόμματα, όπως η Εθνική Συσπείρωση, κερδίσουν τις πρόωρες εκλογές και δεν ακολουθήσουν τον δρόμο της δημοσιονομικής σύνεσης, οι επενδυτές θα κλείσουν την πόρτα των αγορών για τη Γαλλία. Αυτό, κατά τον οίκο, θα οδηγήσει την κυβέρνηση σε «κωλοτούμπα» τύπου Τσίπρα 2015, όταν οι αγορές τον ανάγκασαν να εφαρμόσει τη λιτότητα που είχε καταδικάσει στην προεκλογική του εκστρατεία.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση