
Του Γιώργου Σκαφιδά
Εχει σημασία τελικά εάν ένας ηθοποιός, ο οποίος υποδύεται ένα ιστορικό πρόσωπο, είναι λευκός, μαύρος ή Ασιάτης; Εάν κρίνουμε από τις «κόντρες» που ξέσπασαν τα τελευταία χρόνια για τον «μαύρο Αννίβα», τη «μαύρη Κλεοπάτρα», τον «γαλανομάτη Ιησού» και, μεταξύ πολλών άλλων, τους «μαύρους Βίκινγκς» των σύγχρονων τηλεοπτικών σειρών, τότε προφανώς τα χρώματα έχουν τη σημασία τους, όχι μόνο στα μάτια εκείνων που αντιδρούν αλλά και, ως επιλογές που στέλνουν συγκεκριμένα μηνύματα, στα χέρια όσων έκαναν το κάθε casting.
«Σύγχρονες πολιτικές εμμονές, είτε αυτές είναι δικαιολογημένες είτε όχι, στην πραγματικότητα διαστρεβλώνουν την ιστορία. Κοιτάζουν όσα έχουν προηγηθεί μέσα από ένα είδος διαστρεβλωτικού καθρέφτη, πράγμα το οποίο υπονομεύει την κατανόησή μας για το παρελθόν», δηλώνει στην «Κ» ο Ντέιβιντ Αμπουλαφία, ομότιμος καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ.
Ο Ντέιβιντ Αμπουλάφια, καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ (φωτ. Marit Hommedal / SCANPIX / Holbergprisen)
– Αναφέρατε σε πρόσφατο άρθρο σας τις ερμηνείες περί «ύπαρξης» μουσουλμάνων Βίκινγκς που ενθαρρύνουν κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις στη Βρετανία. Υπήρξαν -ιστορικά- μαύροι ή μουσουλμάνοι Βίκινγκς;
Δεν αποκλείεται ένας πολύ μικρός αριθμός μαύρων σκλάβων να έφτασε στη Σκανδιναβία. Υπήρχε, άλλωστε, δουλεία στη Σκανδιναβία εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, οι πιθανότητες να γίνουν κάποιοι από αυτούς πραγματικά Βίκινγκς πολεμιστές θα ήταν πολύ μικρές, επειδή οι ομάδες των πολεμιστών έτειναν να απαρτίζονται από τους φυλάρχους και τον κύκλο τους. Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα είναι άλλο: Υπάρχουν ιστορικά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο; Και η απάντηση είναι αρνητική. Οχι, δεν υπάρχουν στοιχεία για τέτοιους ανθρώπους. Ακόμη και αν αυτοί υπήρξαν, ο αριθμός θα ήταν τόσο μικρός που δεν υπάρχει καμία ιστορία να ειπωθεί.
– Λέτε, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, ωστόσο έχουμε δει τέτοια πρόσωπα σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές τελευταία. Εχει σημασία, τελικά, αν ένας ηθοποιός είναι μαύρος ή λευκός σε μια ταινία; Πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την απεικόνιση ιστορικών προσώπων;
Η ερώτηση σχετικά με την απεικόνιση είναι ενδιαφέρουσα επειδή σε κάποιες περιπτώσεις αυτές οι διαφορετικές απεικονίσεις μπορεί να λειτουργήσουν εξαιρετικά καλά. Θυμάμαι πριν από χρόνια σε ένα από τα έργα του Σαίξπηρ, το «Πολύ κακό για το τίποτα», είχαν έναν μαύρο ηθοποιό στον ρόλο του Δον Πέδρο, και το χρώμα του δέρματός του ήταν ένας τρόπος, κατά μία έννοια, να αναδειχθεί το γεγονός ότι ήταν ξεχωριστός. Από εκεί και πέρα ωστόσο, υπάρχουν απεικονίσεις που θέλουν να στείλουν άλλου τύπου μηνύματα και καταλήγουν να λειτουργούν ως παραποιήσεις του ιστορικού παρελθόντος. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι υπήρχαν μαύροι στο Λονδίνο τον 16ο αιώνα, και έτσι πλέον ακούμε πολλά για τους μαύρους Τυδώρ (σ.σ. black Tudors). Ωστόσο, ο αριθμός τους ήταν αρκετά μικρός. Νομίζω ότι δεν είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο σε κανέναν να κάνει τους κατοίκους της Μεγάλης Βρετανίας να φαντάζονται ότι επειδή οι ίδιοι είναι μαύροι ή μελαχρινοί ή οτιδήποτε άλλο, άνθρωποι σαν αυτούς ζούσαν σε σημαντικούς αριθμούς σε αυτήν τη χώρα πριν από εκατοντάδες χρόνια. Αυτή είναι μια παραποίηση της ιστορίας.
– Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτό που περιγράφετε είναι μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία με τρόπο που να ταιριάζει σε νέα αφηγήματα περί διαφορετικότητας και συμπερίληψης.
Ναι, για αυτό ακριβώς πρόκειται σε μεγάλο βαθμό. Και αυτό είναι αναπόφευκτο να ανησυχεί, νομίζω, κάθε σοβαρό ιστορικό, επειδή η ιστορία έχει να κάνει με την προσπάθεια ανάκτησης της αλήθειας για το παρελθόν. Σύγχρονες πολιτικές εμμονές, είτε αυτές είναι δικαιολογημένες είτε όχι, στην πραγματικότητα διαστρεβλώνουν την ιστορία. Στην πραγματικότητα, κοιτάζουν το παρελθόν μέσα από ένα είδος διαστρεβλωτικού καθρέφτη, πράγμα το οποίο όμως υπονομεύει την κατανόησή μας για το παρελθόν.
– Πιστεύετε, όμως, ότι συμβάλλουν στην προώθηση της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης;
Προφανώς και θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι θα έχουν ίσες ευκαιρίες. Ωστόσο, όλο αυτό έχει πια προχωρήσει πολύ παραπέρα. Eτσι, τώρα έχουμε την απαίτηση όχι μόνο για ισότητα, αλλά για την αμερικανική χρήση του όρου «ισότητα» (σ.σ. equity) που δεν περιλαμβάνει απλώς την παροχή ίσων ευκαιριών στους ανθρώπους αλλά σημαίνει στην πραγματικότητα το να ευνοείς εκείνους που θεωρείς μειονεκτούντες. Ωστόσο, ποιος αποφασίζει ποιοι είναι μειονεκτούντες και ποιοι όχι; Αυτό από μόνο του είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Και αυτό περιλαμβάνει θετικές διακρίσεις (σ.σ. positive discrimination), οι οποίες όμως στη χώρα μου θεωρούνταν κάτι το παράνομο. Είχαμε μια τέτοια υπόθεση στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου διαφημίζονταν θέσεις εργασίας ακαδημαϊκού προσωπικού και μία από τις απαιτήσεις ήταν οι υποψήφιοι να υποβάλουν μια δήλωση δύο σελίδων σχετικά με το τι σημαίνει για αυτούς το τρίπτυχο EDI («Equity, Diversity, and Inclusion», «Ισότητα, Διαφορετικότητα και Συμπερίληψη»). Εγώ και κάποιοι άλλοι καταφέραμε να πείσουμε το πανεπιστήμιο ότι αυτό ήταν παράνομο, ότι στην πραγματικότητα δεν μπορείς να το απαιτείς στο πλαίσιο μιας αίτησης για πρόσληψη. Νομίζω λοιπόν ότι είναι μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι απλώς προχωρούν ολοένα πιο πέρα, με αποτέλεσμα όμως στην πραγματικότητα να δυσφημούν μια έννοια που θα μπορούσε να είναι αρκετά χρήσιμη αν εφαρμοζόταν με συνετό τρόπο, όχι ως εργαλείο διακρίσεων, αλλά ως μέσο ενίσχυσης των ευκαιριών για τον πληθυσμό γενικότερα.
– Μπορείτε να ανακαλέσετε άλλες προσπάθειες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόπειρες να ξαναγραφτεί η ιστορία;
Αυτό που έχουμε αυτήν τη στιγμή στη Βρετανία είναι, για παράδειγμα, το επιχείρημα ότι το Στόουνχεντζ χτίστηκε από μαύρους. Και πάλι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλα αυτά παρουσιάζονται με τις πιο αγαθές προθέσεις, ως ένας τρόπος ώστε άτομα από εθνοτικές μειονότητες να συνδεθούν με το παρελθόν. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις μιλάμε για ευσεβείς πόθους που δεν στέκουν ιστορικά. Ο κρίσιμος κανόνας που πρέπει να ακολουθεί κανείς όταν γράφει ιστορία είναι όχι να προσπαθεί να εισαγάγει ηθικές αξίες του 21ου αιώνα σε αυτό που εξετάζει, αλλά να προσπαθεί να κατανοήσει τη στάση των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Σε σχέση με τη δουλεία για παράδειγμα, η ιδέα ότι ένα άτομο μπορεί να κατέχει ένα άλλο άτομο είναι για εμάς σήμερα αδιανόητη. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι θα μπορούσε να κατέχει ως ιδιοκτησία του ένα άλλο άτομο. Ωστόσο, ιστορικά πρέπει να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι το έκαναν αυτό, ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι ήταν μέρος ενός νορμάλ τρόπου σκέψης. Δεν το αποδεχόμαστε, λοιπόν, αλλά αυτό που κάνουμε είναι να το περιγράφουμε. Προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι σήμαινε στην πραγματικότητα αυτό. Τι σήμαινε για τους σκλάβους; Τι σήμαινε για τους ιδιοκτήτες τους; Για την οικονομία; Ωστόσο, υπάρχει η ανησυχία ότι η συγγραφή της ιστορίας έχει πια κυριαρχηθεί τόσο πολύ από μοντέρνες ιδεολογίες που χάνουμε την επαφή με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούσαμε το παρελθόν προσπαθώντας να εισέλθουμε στον κόσμο όσων έζησαν τους προηγούμενους αιώνες.