ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κλείσαμε τροχόσπιτο στο «Κάμπινγκ»

Όλοι οι ηθοποιοί της σειράς παίζουν κατά το υποκριτικό τους μπόι

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Με νέα επεισόδια συνεχίζει η τηλεοπτική σειρά «Κάμπινγκ» στον Alpha Κύπρου, η οποία ομολογώ ότι μου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή προβολής της. Να πω αρχικά πως δεν είμαι φίλος οποιασδήποτε ψηφιακής τηλεοπτικής πλατφόρμας, ακόμα είμαι αρκετά αναλογικός και στην περίοδο της καραντίνας, που με κρατάει παραπάνω ώρες στο σπίτι, παρακολουθώ αρκετή τηλεόραση, όπως φαντάζομαι κάνει και πολύς ακόμα κόσμος. Επειδή, όμως, λεφτά πολλά δεν υπάρχουν στα κανάλια, άρα και οι τηλεοπτικές καλές επιλογές είναι ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, πασχίζω να μείνω κάπου. Οι λόγοι δεν είναι, κατά την εκτίμησή μου, μόνο οικονομικοί, είναι και δομικοί ή ιδεολογικοί, όπως η έλλειψη οράματος και ιδεών, η ισχυρή άποψη ότι μόνο οι ηλικίες 50+ βλέπουν τηλεόραση και κυρίως στην ύπαιθρο, οπότε ό,τι τους σερβίρεις θα φάνε. Δεν είναι όμως έτσι και θα πρέπει στα κανάλια να το θυμούνται.

Η τηλεόραση δεν πέθανε ακόμα και αυτός ο white noise που πολλοί θέλουμε να έχουμε στο βάθος είναι ένα καλό εργαλείο και τροφή για σκέψης για τα κανάλια. Η κυπριακή τηλεόραση δεν έχει μεγάλες στιγμές κατά τη γνώμη μου, περπατάει σε μια γραμμική και μονότονη πορεία εδώ και πολλά χρόνια και φαίνεται πως τίποτε δεν την κάνει να αλλάξει ρότα.

Η «Αίγια φούξια» στην εποχή της ήταν κάτι τόσο διαφορετικό, που προσωπικά την παρακολουθούσα από το διαδίκτυο, οι παραγωγοί όμως έμειναν εκεί. Οι «Πατάτες αντιναχτές» ήταν μια σατιρική εκπομπή που δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από αντίστοιχες του εξωτερικού, δεν εξελίχθηκε ωστόσο, απλώς ανακατεύτηκε η τράπουλα και ξεφύτρωσαν τηλεοπτικά της παραπούλια, που λίγο έμοιαζαν με την αρχική εκπομπή. Για να αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα. Η κρίση έφερε το τελειωτικό χτύπημα ώσπου με ένα σενάριο φτιάχτηκαν σαράντα δύο σειρές, με το ΡΙΚ να επιμένει στις σειρές εποχής και να σώζει την παρτίδα κατά κάποιο τρόπο, ώσπου και αυτό έγινε συνήθεια. Και ξαφνικά έρχεται μία σειρά όπως το «Κάρμα» και δείχνει έναν άλλο δρόμο στις δραματικές σειρές και μετά από λίγο έρχεται και το «Κάμπινγκ» και δείχνει μια άλλη οδό για τις κωμικές σειρές, για να μπω στο κυρίως θέμα μου.

Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα καμία αμφιβολία για την υποκριτική ποιότητά της, μιας και στο καστ συμμετέχουν πολλοί και καλοί ηθοποιοί. Ήμουν, ωστόσο, επιφυλακτικός για την ιδέα και πώς ο Φώτης Γεωργίδης θα έδινε τηλεοπτικά έναν μικρόκοσμο ενός κάμπινγκ, το οποίο βρίσκεται σε λειτουργία ολόχρονα. Το «Κάμπινγκ» αλιεύει –νομίζω– από τη δεξαμενή της ελληνικής σειράς «Εγκλήματα», ωστόσο δεν αντιγράφει τίποτε, δεν μιμείται τίποτε και προχωράει σε ένα εντελώς διαφορετικό και πιο σύγχρονο τρόπο μυθοπλασίας. Δεν χωράνε συγκρίσεις μεταξύ των σειρών, άλλο ψάρι η μία, άλλο η άλλη, για να εξηγούμαστε.

Έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία η σειρά, που κρατάνε το ενδιαφέρον του τηλεθεατή, δεν είναι αργή, και κυρίως είναι καλοστημένη, η πλοκή είναι ζωηρή και ευχάριστα «σκοτεινή». Το ζοφερό, αν μου επιτρέπεται η λέξη, κλίμα που επικρατεί στο «Κάμπινγκ» δεν φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού, ωστόσο, αυτό είναι διάχυτο. Δεν περιμένει κανείς δεύτερο και τρίτο επίπεδο από μία τηλεοπτική σειρά, και στο «Κάμπινγκ» οι διαμένοντες εκεί είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που κρύβουν και από ένα μυστικό, που είναι απλοί και καθημερινοί, νοικοκυραίοι κατά μία έννοια, που κρύβουν σκελετούς, όπως και πολλοί από εμάς, στις ντουλάπες τους. Είναι μία γνήσια κοινωνία ανθρώπων, που ποτέ δεν φεύγει από το «Κάμπινγκ», ή σχεδόν ποτέ.

Ενδιαφέρουν έχουν και τα επαγγέλματα, τα ονοματεπώνυμα, ο λογιστάκος, ο Μιλήσιος, ο Αθάνατος και η πόρνη, και στη βάση ή στην επίστεψη το λευκό κολλάρο και το βρώμικο χρήμα. Η σειρά καυτηριάζει ζητήματα κυρίως κοινωνικής υποκρισίας χωρίς τυμπανοκρουσίες, δείχνει αδύναμους χαρακτήρες της διπλανής πόρτας που είναι ικανοί για όλα, πάντα με το ανάλογο κίνητρο και όλα αυτά σε έναν περιχαρακωμένο χώρο. Σαφώς και δεν μιλάμε για κοινωνιολογική ανάλυσης της μέσης κυπριακής οικογένειας από αέρος, μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τηλεοπτική σειρά, ωστόσο καμιά φορά το χαστούκι μας το παίρνουμε από εκεί που δεν το περιμένουμε, στην προκειμένη από μία σειρά τύπου «μαύρη κωμωδία». Η σκηνοθετική δουλειά είναι καλά προσεγμένη, και υπάρχουν πλάνα του δευτερολέπτου που δείχνουν ότι οι σκηνές δουλεύτηκαν πολύ, δεν είναι κινήσεις που απλώς πέτυχαν.

Όλοι οι ηθοποιοί της σειράς παίζουν κατά το υποκριτικό μπόι τους και αυτό είναι τόσο όμορφο και συνάμα έντιμο. Η Σοφία Καλλή, η Άννα Γιαγκιώζη, η Μαργαρίτα Ζαχαρίου, η Αντρούλλα Ηρακλέους, η Ιωάννα Λαμπροπούλου και η Χριστίνα Μαρούχου, από τους βασικούς γυναικείους ρόλους και ο Γιώργος Ζένιος, ο Ανδρέας Τσέλεπος, ο Φώτης Γεωργίδης, ο Μάριος Δημητρίου και ο Βασίλης Χαραλάμπους, από τους ανδρικούς και οι «μικροί» Χριστίνα Παπαδοπούλου και Σάββας Παΐσιος, γίνονται μια ευχάριστη τηλεοπτική συντροφιά σε μια περίοδο που πολύς κόσμος δεν έχει άλλη.

Ιδιαίτερη εντύπωση μού έκανε ο Μάριος Δημητρίου, ο οποίος ενσαρκώνει έναν ρόλο εντελώς αντίθετο από άλλους πρόσφατους τηλεοπτικούς ρόλους, αλλά και θεατρικούς. Ο Δημητρίου καταφέρνει να μην τυποποιείται και δείχνει ότι μπορεί να υποδυθεί πολλά και διαφορετικά πρόσωπα (από τους «Χωραΐτες» μέχρι και το «Κάρμα»). Επίσης, νιώθω ότι παρόλο που η ερμηνεία του Βασίλη Χαραλάμπους, ένας ηθοποιός με πολλές δυνατότητες, έρχεται κουτί, που λέμε, στην ιδέα στον χαρακτήρα που δημιούργησε ο Γεωργίδης και ο ηθοποιός υπηρετεί τον ρόλο του εξαιρετικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι ο Χαραλάμπους αφήνεται να τυποποιείται και αυτό μακροπρόθεσμα ίσως να μην είναι υπέρ του. Ξεχωρίζω επίσης τις ερμηνείες των Άννας Γιαγκιώζη, Ανδρέα Τσέλεπου και Γιώργου Ζένιου, για την καθαρότητα που δίνουν στους ρόλους τους.

Στα αρνητικά σημειώνω την επιλογή του Γεωργίδη για την επιλογή καταγωγής της τηλεοπτικής του συζύγου, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να σταματήσουν κάποτε τα στερεότυπα που δεν προσφέρουν τίποτε σε κανένα επίπεδο και ιδίως όταν η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη να τα επεξεργαστεί.

Κλείνοντας, το «Κάμπινγκ» είναι μία πολύ καλή τηλεοπτική σειρά, από αυτές που χρειάζεται η κυπριακή τηλεόραση για να μπορεί, όχι να ανταγωνιστεί εκείνες του εξωτερικού ή εκείνες που έχουν μπάτζετ εκατομμυρίων, αλλά να επιτελεί έναν από τους στόχους της, να ψυχαγωγεί το κοινό, να διασκεδάζει, αν προτιμάτε, τους θεατές, χωρίς να τους θεωρεί θεατές κατώτερου επιπέδου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Media: Τελευταία Ενημέρωση

X