ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το σοκ του Brexit επαναφέρει την αβεβαιότητα

Αυξημένες διακυμάνσεις στις αγορές

Kathimerini.gr

Παρά τις ενδείξεις σταθεροποίησης των αγορών στα μέσα της εβδομάδας, η διεθνής επενδυτική κοινότητα εξακολουθεί να περιμένει αυξημένη αβεβαιότητα και διακυμάνσεις, τουλάχιστον έως ότου αναδειχθεί νέα πολιτική ηγεσία στη Βρετανία και διαφανεί ο οδικός χάρτης που θα ακολουθήσει η χώρα στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό μεταφράζεται σε τουλάχιστον τρεις μήνες χωρίς σαφή κατεύθυνση και συνεπακόλουθα αναβολή ή και ματαίωση μιας σειράς επενδυτικών αποφάσεων.

Η αντίδραση των επενδυτικών κεφαλαίων, όπως ήδη έχει διαφανεί, είναι ο δραστικός περιορισμός στο ρίσκο των χαρτοφυλακίων τους. Πρόκειται για μια τακτική που ασφαλώς περιλαμβάνει και την ευρωπαϊκή περιφέρεια και βέβαια την Ελλάδα, που αντιμετωπίζεται, ούτως ή άλλως εδώ και καιρό, ως αναδυόμενη αγορά.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στον πολιτικό κίνδυνο από τυχόν δημοψηφίσματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο οποίος προσθέτει ένα risk premium: την επιπλέον απόδοση, δηλαδή, που αναζητεί ο επενδυτής για να αναλάβει το σχετικό ρίσκο, που πρέπει να τιμολογηθεί στους ευρωπαϊκούς τίτλους.

Με την Ελλάδα να έχει περάσει από μια ανάλογη διαδικασία πριν από ένα χρόνο χωρίς θετικά, με βάση τα ζητούμενα των αγορών, αποτελέσματα, η επιφυλακτικότητα αυτονόητα κλιμακώνεται.

Επίσης, οι συζητήσεις που θα ξεκινήσουν μεταξύ Ε.Ε. και Βρετανίας σε συνδυασμό με τις πιθανές πιέσεις και συζητήσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης για κοινή οικονομική ευθύνη –δηλαδή κοινό προϋπολογισμό, έκδοση ευρωομολόγων, κοινή ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων κ.λπ.– αναμένεται να αυξήσουν τη νευρικότητα μεταξύ των επενδυτών και έτσι και τη μεταβλητότητα στην αγορά.
Ιδιομορφίες

«Το ιδιόμορφο με τις αγορές είναι ότι πρώτα πωλούν και μετά περιμένουν να δουν εάν είχαν δίκιο ή εάν φαίνονται στον ορίζοντα σημάδια αλλαγής της τάσης. Αρα το επιχείρημα ότι η αποχώρηση θα γίνει σε δύο έτη και τα αποτελέσματα θα φανούν σε τρία με πέντε ισχύει για τους οικονομικούς δείκτες, αλλά όχι για τις αγορές που είναι επιρρεπείς στη μεταβλητότητα», σημειώνει στην «Κ» fund manager που διακρατεί στο χαρτοφυλάκιό του και ελληνικούς τίτλους. Και τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δέχτηκαν μεγάλες πιέσεις, οι οποίες παραμένει αμφίβολο εάν θα μπορέσουν να αναστραφούν μετά και τη συμπερίληψή τους στο πρόγραμμα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αργότερα φέτος.

Οπως εξηγούν αναλυτές μεγάλων ξένων οίκων, τους μήνες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος έλαβαν χώρα δύο σημαντικές κινήσεις στις αγορές:

α) Η υποχώρηση της βρετανικής λίρας και

β) η ενδυνάμωση των γερμανικών ομολόγων τα οποία μάλιστα προσφέρουν αρνητικές αποδόσεις για τη λήξη των 10 ετών.

Η κίνηση αυτή ήταν ουσιαστικά το αποτέλεσμα της αποεπένδυσης από βρετανικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως μετοχές και ομόλογα, και της τοποθέτησης των χρημάτων σε ευρωπαϊκά στοιχεία, κυρίως σε ομόλογα γερμανικού Δημοσίου. Οι κινήσεις αυτές αύξησαν τα spreads των χρεογράφων της ευρωπαϊκής περιφέρειας και βέβαια της Ελλάδας, τάση η οποία μεγεθύνθηκε μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Το κατά πόσον αυτή η δυναμική θα ανακοπεί παραμένει προς εξακρίβωση. Σε κάθε περίπτωση, οι πολύ μεγάλοι παίκτες της αγοράς, δηλαδή οι κεντρικές τράπεζες, δεν θα μείνουν ασφαλώς άπραγες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Fed δεν επιθυμούν να δουν σημαντική ανατίμηση των νομισμάτων τους, ενώ η ΕΚΤ πασχίζει να χαμηλώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει ήδη εγκρίνει προληπτική γραμμή ρευστότητας 250 δισ. στερλινών και εάν στο μέλλον χρειαστεί να στηρίξει το νόμισμά της και κρίνει ότι δεν βλάπτει την οικονομία της, μπορεί να ανεβάσει τα επιτόκια.

Ομως η Βρετανία, που έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έως τώρα το κάλυπτε με τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Η χώρα αποτελούσε μέχρι τις 22 Ιουνίου του 2016 το ιδανικό σημείο εισόδου μη ευρωπαϊκών εταιρειών στην Ε.Ε. Η απώλεια αυτού του πλεονεκτήματος θα πιέσει την ανάπτυξή της.

Οι τράπεζες αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή

Το μεγαλύτερο πρόβλημα από το σύνδρομο του Brexit φαίνεται να το έχει η Ευρώπη, όχι όμως λόγω των εξαγωγών προς τη Βρετανία, γιατί αυτές αντιπροσωπεύουν περίπου το 5% του συνόλου. H μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη προέρχεται από τις τράπεζές της και ιδιαίτερα τις ιταλικές, εκτιμούν οι αγορές. Στις ΗΠΑ μετά την κρίση του 2008-2009 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και οι μοχλευμένοι ισολογισμοί τους περιορίστηκαν μέσα σε 18 μήνες.

Στην Ευρώπη 8 χρόνια μετά, οι τράπεζες έχουν διπλάσια μόχλευση από ό,τι στην Αμερική σήμερα, ενώ στην Ιταλία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι περίπου 350 δισ. ευρώ και αυξάνονται. Οι επόμενες εβδομάδες είναι πολύ επικίνδυνες, γιατί η απότομη πτώση των αγορών προκαλεί margin calls και «κόκκινους επενδυτικούς λογαριασμούς» που λειτουργούν ως αλυσιδωτή αντίδραση περαιτέρω πίεσης.

Εάν αυτά λάβουν μεγάλη έκταση σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, τότε μπορεί να καταστεί αναγκαία η ανακεφαλαιοποίησή τους, σημειώνουν ήδη ορισμένοι κύκλοι. Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση της αμερικανικής Lehman, η ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση χρέους και η απότομη μεταβολή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου το 2015, έχουν λειτουργήσει ως πολύτιμα μαθήματα στα τμήματα επεξεργασίας κινδύνου των χρηματοοικονομικών οργανισμών και των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών
τραπεζών.

Η ανάκαμψη θα καθυστερήσει στην Ελλάδα

Η ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου αναμένεται ότι θα υποστεί τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από την απόφαση για Brexit. Κι αυτό γιατί τα αποτελέσματα δεν θα φανούν μόνον στην ισοτιμία του νομίσματος αλλά και στην πραγματική οικονομία που ένα μεγάλο μέρος της «παράγεται» στη βρετανική πρωτεύουσα.

Οι περισσότεροι οίκοι περιμένουν πως η Βρετανία σύντομα θα εισέλθει σε ύφεση, ενώ περιορίζουν και τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ. Σε αυτό το περιβάλλον η ελληνική οικονομία, που υπό το βέλτιστο σενάριο επρόκειτο να σταθεροποιηθεί στα τέλη του 2016, πιθανότατα θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο για να εξέλθει από την ύφεση.

«Η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα θα είναι μαζί μας για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα βαρύνει τις αγορές και την ανάπτυξη», εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη Huw Pill. Ομως η αποτίμηση αυτής της αβεβαιότητας για τα χρηματιστήρια μπορεί να εκτιμηθεί για την ώρα μόνον με βάση άλλα αρνητικά περιστατικά που έπληξαν τις διεθνείς αγορές. Η Goldman Sachs εκτιμά πως εάν πάρει κανείς ως μοντέλο το πόσο αυξήθηκε το equity risk premium για την Ευρώπη κατά την κρίση χρέους της περιόδου Ιουλίου 2011 - Μαΐου 2012, τότε είναι λογικό να αναμένει έως και 200 μονάδες βάσης αύξησή του και πτώση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων 25% σε ορίζοντα 10 μηνών.

Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, τότε η αύξηση του risk premium μπορεί να είναι 290 μονάδες βάσης και η πτώση των μετοχών έως και 47% και να συντελεσθεί μόλις σε έξι μήνες.

Ο μέσος όρος

Κατά μέσον όρο η επιπλέον απόδοση που ζητεί η αγορά, με βάση περιστατικά σαν τα παραπάνω, αλλά και άλλα, όπως η έξοδος της Βρετανίας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1992 ή η κατάρρευση του hedge fund LTCM και της ρωσικής οικονομίας το 1998, είναι 144 μονάδες βάσης και η πίεση στην αγορά διαρκεί 6 μήνες. Αυτό στην Ευρώπη μεταφράζεται σε απώλειες 25% για τα χρηματιστήρια.

Τις βίαιες αυτές δυνητικά κινήσεις μεσοπρόθεσμα πιθανολογεί και η Morgan Stanley αλλά και άλλοι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι. Οι πιθανότητες διολίσθησης της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση υπολογίζονται από την T. Rowe Price Group Inc, διαχειριστή κεφαλαίων 765 δισ. δολ., ότι έχουν πλέον ξεπεράσει το 50%. Οι τράπεζες είναι αυτές που θα δεχθούν αρχικά τις μεγαλύτερες πιέσεις, σημειώνει η Bankhaus Lampe, προσθέτοντας πως άμεσα θα αρχίσει η έξοδος κεφαλαίων από όσες μετοχές αλλά και οικονομίες εμφανίζονται ως οι πιο αδύναμοι κρίκοι.

«Μειώσαμε την πρόβλεψή μας για την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ κατά μισό τοις εκατό για τα επόμενα δύο χρόνια και τις προβλέψεις για το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 0,25% για το δεύτερο εξάμηνο του 2016», σημειώνει η Goldman Sachs.

Τα νέα δεδομένα, ή καλύτερα η απουσία τους, έχουν επιβάλει σε πολλούς επενδυτές τη στροφή σε ασφαλή επενδυτικά καταφύγια. Ομως οι ιδιαίτερα χαμηλές αποδόσεις που επικρατούσαν πριν από τα αποτελέσματα του βρετανικού δημοψηφίσματος για ασφαλή χρεόγραφα, όπως τα γερμανικά, σημαίνει πως οι αποτιμήσεις τους οδηγούνται σε ιδιαίτερα απαιτητικά επίπεδα.

Ετσι οι επενδυτές, ακόμα και αν θέλουν να αναλάβουν το ρίσκο τοποθέτησης σε πιο επισφαλή περιουσιακά στοιχεία, δεν έχουν διαθέσιμες επιλογές διαφοροποίησης ή hedging. Με απλά λόγια πολλοί πιστεύουν ότι τα ομόλογα παραμένουν ακριβά μαζί με τις μετοχές. Μια κατάσταση που επιτείνει τη νευρικότητα των επενδυτικών κεφαλαίων.

Ομως η νευρικότητα αυτή προσλαμβάνει για κάποιους και υπαρξιακές διαστάσεις. «Εκτιμάμε πως η ψήφος του Brexit αποτελεί απόδειξη ότι οι ψηφοφόροι στον δυτικό κόσμο είναι δυσαρεστημένοι από την παγκοσμιοποίηση», έγραφε η Credit Suisse στους πελάτες της πριν από λίγες μέρες. Ο κίνδυνος να αρχίσουν να διευρύνονται οι ευρωσκεπτικιστικές κραυγές και να δυναμώνουν οι τάσεις επιστροφής στον προστατευτισμό και κατά του ελεύθερου εμπορίου και της κίνησης των κεφαλαίων είναι, δυστυχώς, υπαρκτός.

Σε περίπτωση που το φθινόπωρο οι αμερικανικές εκλογές προσθέσουν επιπλέον νευρικότητα, οι εξελίξεις μπορεί να είναι ακόμα πιο αρνητικές, προειδοποιούν πολλοί. H Barclays εκτιμά ότι η τάση κατά της παγκοσμιοποίησης ισχυροποιείται και προειδοποιεί ότι η έξοδος από τις επενδύσεις υψηλού ρίσκου θα διαρκέσει πολύ, καθώς σημαντικός αριθμός συμμετεχόντων στις αγορές δεν είναι επαρκώς τοποθετημένος για τη νέα πραγματικότητα που έχει ανατείλει. Η συμβουλή της; Τοποθετήσεις μόνο σε βέλτιστης ποιότητας μετοχές και ομόλογα, όπως αμερικανικά, γερμανικά και ιαπωνικά, και διακράτηση δολαρίων και γιεν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση