ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κ. Ηροδότου: Πέραν του μέσου όρου της Ευρωζώνης η ανάπτυξη το 2023

Ο Διοικητής της ΚΤΚ τόνισε πως η οικονομία, όπως και ο κυπριακός τραπεζικός τομέας το 2022 έχουν επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα στους εξωτερικούς κλυδωνισμούς των τελευταίων χρόνων

ΚΥΠΕ

Με ρυθμό υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης θα αναπτυχθεί η κυπριακή οικονομία το 2023, δήλωσε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Κωνσταντίνος Ηροδότου, τονίζοντας πως η οικονομία, όπως και ο κυπριακός τραπεζικός τομέας το 2022 έχουν επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα στους εξωτερικούς κλυδωνισμούς των τελευταίων χρόνων, όπως η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία.

Μιλώντας στο 13ο Economic Congress, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία, ο κ. Ηροδότου είπε πως έπειτα από επτά συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, τα βασικά επιτόκια αναμένονται περί τα τέλη του 2024 ή το δεύτερο μισό του 2024 να επιστρέψουν σε ουδέτερο επίπεδο (neutral rate δηλαδή που θα διατηρεί σταθερό τον πληθωρισμό χωρίς να παρακωλύει την οικονομική δραστηριότητα) εφόσον ο πληθωρισμός υποχωρήσει στον στόχο της ΕΚΤ του 2% με βιώσιμο τρόπο.

Κατέστησε ωστόσο σαφές ότι τα ουδέτερα επιτόκια θα είναι μεν χαμηλότερα από το υφιστάμενο επίπεδο αλλά δεν θα προσομοιάζουν με τα μηδενικά επίπεδα που ίσχυαν πριν.

Όσον αφορά την κυπριακή οικονομία, ο Διοικητής τη ΚΤΚ ανέφερε πως με βάση τις τελευταίες μακροοικονομικές προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που είναι του Μαρτίου 2023, αναμένεται επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 2,6% το 2023.

«Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης συγκρίνεται θετικά με το μέσο όρο στη ζώνη του εύρω που προβλέπεται στο 1%», είπε, προσθέτοντας ότι η επιβράδυνση του ΑΕΠ στην Κύπρο (από 5,6% του ΑΕΠ το 2022) αναμένεται να προέλθει  κυρίως από τη μειωμένη ζήτηση δανείων λόγω ψηλότερων επιτοκίων και τη μείωση στην ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις.

Σε σχέση με τον πληθωρισμό, ο Διοικητής της ΚΤΚ είπε πως, έπειτα από τη εκτόξευσή του στο 8,1% το 2022, προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά στο 3,3% το 2023, ενώ περαιτέρω εκτόνωση των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται τα έτη 2024 και 2025, στο 2,3% και 1,9%, αντίστοιχα, κυρίως λόγω της ομαλοποίησης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, καθώς και λόγω του αναμενόμενου αντικτύπου στη ζήτηση από την άνοδο των επιτοκίων δηλαδή ως αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ωστόσο, επισημαίνοντας πως ο ψηλός πληθωρισμός σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα επιτόκια ενδέχεται να μειώσουν το καθαρό εισόδημα των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση να περιορίσουν την ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών, ο κ. Ηροδότου τόνισε πως ως εκ τούτου, οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν να είναι προσεκτικές στις εγκρίσεις νέων χορηγήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη.

Ταυτόχρονα, συνέχισε, «οι τράπεζες θα πρέπει να παρακολουθούν στενά την ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, ώστε τυχόν επιδείνωση να εντοπίζεται εγκαίρως μέσω συναινετικών αναδιαρθρώσεων με βιώσιμους δανειολήπτες».

Ο κ. Ηροδότου τόνισε εκ νέου την αναγκαιότητα οι τράπεζες να ακολουθούν ταχύτερες διαδικασίες αναδιάρθρωσης, με μειωμένες χρεώσεις ή πρόσθετα κόστη, δίνοντας προτεραιότητα σε δυνητικά ευάλωτους πελάτες.    

Επίσης, χαρακτήρισε σημαντικό ο τραπεζικός τομέας να εντείνει τις προσπάθειες του για την αντιμετώπιση των δομικών του αδυναμιών, ούτως ώστε το επιχειρηματικό του μοντέλο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της νέας εποχής.

Ενισχυμένη ανθεκτικότητα στις τράπεζες

Αναφερόμενος στις διεθνείς τραπεζικές εξελίξεις στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη με την Credit Swisse, o κ. Ηροδότου τόνισε πως ο τραπεζικός μας τομέας αντιμετώπισε με επιτυχία τους κραδασμούς από αυτές τις μέχρι τώρα εξελίξεις, καθώς, όπως είπε, η εποπτική υποχρέωση, για την από μέρους των τραπεζών συνεχή διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης της έκθεσης (exposure) σε στοιχεία ενεργητικού, αλλά και σε πηγές χρηματοδότησης, έχει αποδειχθεί για άλλη μια φορά ως βέλτιστη πρακτική διαχείρισης κινδύνων.

Επεσήμανε την πλεονάζουσα ρευστότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια του κυπριακού τραπεζικού συστήματος η οποία βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, με τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας να ανέρχεται στο 310% κατά το Δεκέμβριο του 2022, σχεδόν διπλάσιο του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών (CET1) να ανέρχεται στο 17,7%.

«Τα εν λόγω ποσοστά αποτελούν σημαντικές ενδείξεις της ενισχυμένης ανθεκτικότητας των κυπριακών τραπεζών», τόνισε.

Σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο κ. Ηροδότου είπε πως ο τραπεζικός τομέας στο σύνολο του παρουσιάζει σημαντική μείωση των ΜΕΧ, από 44% το 2017 σε 9,5% στο τέλος του 2022, ποσοστό, το οποίο ωστόσο εξακολουθεί να είναι ψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται στο 1,8%. 

«Όσον αφορά δε τις μικρομεσαίες τράπεζες, το ποσοστό των ΜΕΧ στο τέλος του 2022 ήταν 25.4%.  Συνεπώς η πρόοδος είναι συγκεντρωμένη στις μεγάλες τράπεζες», είπε.

Εξάλλου, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου, Τάκης Κληρίδης αναφέρθηκε στην μακροχρόνια στρατηγική που κατήρτισε το Συμβούλιο, σημειώνοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές στις οποίες στοχεύει ην νέα στρατηγική θα καταστήσουν την κυπριακή οικονομία πιο ανταγωνιστική, πιο ανθεκτική. «Θα βοηθήσει όλους να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες που παρουσιάζονται στο δρόμο μας», είπε.

Σε σχέση με τα άλλους τομείς επικέντρωσης του Συμβουλίου, ο κ. Κληρίδης είπε πως ετοιμάζονται νέες μελέτες για υποβολή εισηγήσεων σε θέματα όμως την ενδυνάμωση του συνταξιοδοτικού και την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας, ένα πρόβλημα που, όπως είπε, ταλανίζει τα τελευταία χρόνια ολόκληρη την Ευρώπη και την Κύπρο.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση