
Kathimerini.gr
H απότομη αύξηση της αβεβαιότητας σχετικά με τις κυβερνητικές πολιτικές, από το εμπόριο έως την άμυνα, έχει θέσει σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στην εξαμηνιαία έκθεσή της για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης, προειδοποιεί επίσης ότι οι επενδυτές ενδέχεται να εφησυχάζουν υπερβολικά σχετικά με τις απειλές που θέτουν οι πρόσφατες αυξήσεις των δασμών, ενώ υπογραμμίζει τις μεγάλες δημοσιονομικές προκλήσεις που θέτουν για πολλές χώρες της Ευρωζώνης οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και οι διαρθρωτικές αδυναμίες.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η έκθεση της ΕΚΤ, οι συχνές μετατοπίσεις και ανατροπές στη δασμολογική πολιτική, παράλληλα με τις σημαντικές αλλαγές στο γεωπολιτικό περιβάλλον, θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, δοκιμάζοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ενώ οι παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες παραμένουν ένα μακροχρόνιο ζήτημα στη συζήτηση πολιτικής, δεν είναι σαφές ότι οι δασμοί αποτελούν το καταλληλότερο πολιτικό μέσο για την αντιμετώπισή τους, επισημαίνει. «Οι αυξανόμενες εμπορικές εντάσεις και οι σχετικοί κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», όπως δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, κατά την παρουσίαση της έκθεσης.
Η σημαντική αύξηση της αβεβαιότητας στην εμπορική πολιτική και οι εμπορικές τριβές εκτόξευσαν τη μεταβλητότητα στις αγορές και αύξησαν τον κίνδυνο οικονομικής επιβράδυνσης. Οπως αναφέρουν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ, οι χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλο τον κόσμο σημείωσαν sell-off το οποίο έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις στις αρχές Απριλίου και οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες έγιναν αισθητά πιο «σφιχτές». Ενώ ανέκτησαν πλήρως τις αρχικές τους απώλειες μέχρι τα μέσα Μαΐου, οι αγορές εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε κάθε νέο που αφορά τους δασμούς. Οι αγορές μετοχών, ειδικότερα, παραμένουν ευάλωτες σε ξαφνικές και απότομες προσαρμογές, καθώς οι αποτιμήσεις εξακολουθούν να είναι υψηλές και οι ανησυχίες επιμένουν, τονίζουν χαρακτηριστικά. «Σε ένα περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας, θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν αδυναμίες ρευστότητας και μόχλευσης των εταιρειών, μεγεθύνοντας τα σοκ της αγοράς», όπως προειδοποιούν.
Οσον αφορά τις εταιρείες και τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ επισημαίνει πως έχουν δει τους ισολογισμούς τους να βελτιώνονται τα τελευταία χρόνια, αλλά οι εμπορικές εντάσεις και οι ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης υποδηλώνουν μελλοντικούς κινδύνους.
Οι εμπορικές τριβές θα επηρεάσουν τις εταιρείες που βασίζονται στο εξωτερικό εμπόριο, με πιθανές αλυσιδωτές επιπτώσεις για τα νοικοκυριά, εάν αποκαλυφθούν οι ευπάθειες των εταιρειών που σχετίζονται με το εμπόριο και οδηγήσουν σε απολύσεις εργαζομένων.
Η ΕΚΤ αναφέρεται παράλληλα στους κινδύνους για τις ήδη πολύ εύθραυστες δημοσιονομικές θέσεις πολλών χωρών. Οπως επισημαίνει, ενώ οι δείκτες χρέους έχουν μειωθεί σημαντικά μετά την εκτόξευση που σημείωσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα θεμελιώδη δημοσιονομικά μεγέθη παραμένουν αδύναμα σε ορισμένες χώρες. Τα σχέδια για την αύξηση των αμυντικών δαπανών έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη εάν επικεντρωθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, ωστόσο θα μπορούσαν επίσης να ενέχουν κινδύνους, δεδομένων των υψηλότερων αναγκών έκδοσης χρέους σε μια περίοδο ήδη αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης, όπως προειδοποιεί. Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, σε συνδυασμό με την ασθενέστερη ανάπτυξη και άλλες διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως αυτές που θέτουν η κλιματική αλλαγή, η ψηφιοποίηση και η γήρανση του πληθυσμού, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις ήδη τεταμένες δημοσιονομικές θέσεις ορισμένων χωρών, ενώ μπορεί να οδηγήσουν επενδυτές και οίκους αξιολόγησης να επαναξιολογήσουν την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Η ΕΚΤ τονίζει, επίσης, ότι υπάρχουν ενδείξεις πως η αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής κάνει τους επενδυτές να ανησυχούν για τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία. «Η απρόβλεπτη φύση των αμερικανικών πολιτικών φαίνεται να έχει οδηγήσει τους επενδυτές να απαιτούν υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου για τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία», σημειώνει. «Ταυτόχρονα, μπορεί επίσης να έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη στο δολάριο ΗΠΑ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και στα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ ως ασφαλή περιουσιακά στοιχεία».