ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

H βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία «φρενάρει» λόγω του Brexit

Η Ford σχεδιάζει να κλείσει το εργοστάσιό της στην περιοχή Μπρίτζεντ της Βρετανίας το 2020 και θα χαθούν 1.700 θέσεις εργασίας

Kathimerini.gr

Οι προκλήσεις του μέλλοντος αποτελούν σήμερα τον μεγαλύτερο, ίσως, πονοκέφαλο που καλείται να αντιμετωπίσει η διεθνής αυτoκινητοβιομηχανία. Οι βρετανικές εταιρείες δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά έχουν έναν επιπλέον λόγο για να ανησυχούν. Το Brexit και τα νέα δεδομένα που θα διαμορφώσει η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Οπως αναφέρει το BBC, η Ford σχεδιάζει να κλείσει το εργοστάσιό της στην περιοχή  Μπρίτζεντ της Βρετανίας το 2020 και θα χαθούν 1.700 θέσεις εργασίας, ενώ η Honda δήλωσε ότι θα κλείσει στο Σουίντον το εκεί εργοστάσιο έως το 2021, θέτοντας εν κινδύνω 3.500 θέσεις εργασίας.

Οι σοβαροί λόγοι που ωθούν σε αυτές τις κινήσεις τις διοικήσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών είναι η μείωση της ζήτησης, οι αυστηρότερες ρυθμίσεις για τα όρια εκπομπών ρύπων, το μέγα ζήτημα της στροφής του κοινού στην ηλεκτροκίνηση, η μειωμένη διάθεση για κατοχή ιδιόκτητου αμαξιού, όταν υπάρχει η εναλλακτική της συνοδήγησης ή της πλατφόρμας διασύνδεσης οδηγών και πελατών, και ως κατακλείδα η αβεβαιότητα περί της εξόδου. Ενόψει του θολού τοπίου του Brexit, οι επενδύσεις στη βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία τα τελευταία δύο χρόνια ελαττώθηκαν δραστικά και μόνο το 2017 η πτώση ήταν 46,5%. Αναλυτές επισημαίνουν ότι τα βρετανικά εργοστάσια εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές εξαρτημάτων από την Ε.Ε., ενώ και τα περισσότερα από τα ολοκληρωμένα οχήματα της Βρετανίας διατίθενται εκεί.

Πτώση ζήτησης

Αρκεί να σκεφθεί κανείς, όπως επισημαίνει στο ρεπορτάζ του το BBC, ότι την περασμένη χρονιά οι πωλήσεις αυτοκινήτων σε όλον τον πλανήτη δεν είχαν μεταβολή σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του 2017 – και αυτό είναι καλή εξέλιξη για το περιβάλλον λόγω περιορισμού των ρύπων, αλλά μάλλον κακή για τον κλάδο. Η στασιμότητα οφείλεται στη μειωμένη ζήτηση από την Κίνα, τη μεγαλύτερη αγορά. Κατά τον Ντέιβ Λέγετ, αρχισυντάκτη της ιστοσελίδας αυτοκινήτου just-auto, «η εμπορική διένεξη μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου έχει γενικευμένα πλήξει την εμπιστοσύνη στην Κίνα. Η οικονομία της χώρας έχει επιβραδυνθεί, ούτως ή άλλως, αλλά η διένεξη την επισπεύδει». Αποδυνάμωση της ζήτησης παρατηρείται και στις άλλες δύο σημαντικές αγορές, των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ενα αίτιο προβληματισμού, επίσης, είναι και το θέμα των ρύπων. Η ανησυχία για την ποιότητα του αέρα στις πόλεις και μια αλλαγή στη φορολογία των πετρελαιοκίνητων έχει οδηγήσει σε πτώση των πωλήσεών τους και ειδικά στη Βρετανία αυτή ήταν της τάξεως του 7% το 2018. Ετι περαιτέρω δυσκολίες για τον κλάδο δημιουργεί και η εισαγωγή πιο σκληρών ορίων για τα επιτρεπόμενα επίπεδα εκπομπών, ώστε να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου – αυτό απλά σημαίνει πως η κατασκευή πιο πράσινων αμαξιών θα είναι ακριβότερη.

Αρχής γενομένης από το 2021, οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα στην Ε.Ε., εάν τα αμάξια τους εκπέμπουν περισσότερο από το επιτρεπόμενο και, συν τω χρόνω, τα όρια θα γίνονται αυστηρότερα. «Κατά μέσον όρο θα πρέπει να προσθέτουν στα οχήματά τους οι κατασκευάστριες εταιρείες εξαρτήματα 1.000 ευρώ, ώστε να συμμορφώνονται με τα όρια. Αρα και οι καταναλωτές δεν θα θέλουν τόσο πολύ να αγοράσουν ένα πιο ακριβό αυτοκίνητο», παρατηρεί ο αναλυτής Αρντ Ελινγκχορστ της Evercore. Συν τοις άλλοις, προσθέτει ο κ. Λέγετ, εάν στα επόμενα 15 χρόνια επεκταθεί η αυτόνομη οδήγηση, θα είναι προτιμότερο να μοιράζεται κανείς ένα τέτοιο όχημα ή να το ενοικιάζει παρά να το κατέχει.

Για να μπορέσουν οι εταιρείες να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων χρειάζεται να πουλάνε περισσότερα ηλεκτρικά αμάξια. «Ομως, πολλές από αυτές δεν είναι έτοιμες να διοχετεύσουν τέτοιες ποσότητες αυτοκινήτων», παρατηρεί ο κ. Λέγετ. Αυτό προϋποθέτει αλλαγές και επενδύσεις, ενώ την ίδια στιγμή η αγορά δεν είναι έτοιμη, εφόσον δεν διαθέτει επαρκείς σταθμούς φόρτισης. Λόγου χάριν, το Ρουσελχάιμ στη Γερμανία, όπου η έδρα της Opel, αναλαμβάνει την κατασκευή 1.300 σταθμών φόρτισης. Και η πόλη αυτή βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι άλλων στην Ε.Ε., μιας και εξασφάλισε κρατική στήριξη 12,8 εκατ. ευρώ για το έργο, αλλά θα πρέπει να λύσει και άλλα προβλήματα, όπως οι ελλείψεις ειδικευμένου προσωπικού και υλικών, καθώς και η γραφειοκρατία, παρατηρεί, τέλος, το Ρόιτερς.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση