
Kathimerini.gr
Το γεωπολιτικό παιχνίδι που παίζει η Κίνα με τις σπάνιες γαίες πλήττει καίρια τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς παρά τις υποσχέσεις του Πεκίνου οι περιορισμοί στις εξαγωγές των κρίσιμων αυτών μετάλλων παραμένουν, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα της Ε.Ε. Από τον Απρίλιο, μετά την ανακοίνωση δασμών από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη λεγόμενη «ημέρα απελευθέρωσης», η Κίνα επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών. Αυτοί οι περιορισμοί, παρά το γεγονός ότι η Κίνα τους χαρακτήρισε «μη μεροληπτικούς», δημιούργησαν τεράστια γραφειοκρατικά εμπόδια για τις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Το Ευρωπαϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο της Κίνας έχει δεχθεί πάνω από 140 αιτήματα για βοήθεια από επιχειρήσεις που δεν κατορθώνουν να αποσπάσουν άδεια για την εισαγωγή των μετάλλων. Λιγότερο από το ένα τέταρτο αυτών των αιτήσεων έχει εγκριθεί από τις κινεζικές αρχές. Η κατάσταση αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στις δραστηριότητες των εταιρειών, με αποτέλεσμα κάποιες να υφίστανται ήδη σοβαρές οικονομικές απώλειες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μία από τις εταιρείες που είναι μέλος του επιμελητηρίου –και δεν κατονομάζεται– «χάνει εκατομμύρια ευρώ» λόγω της έλλειψης σπάνιων γαιών, ενώ τα χειρότερα έπονται, προειδοποιούν οι αναλυτές.
Το 2024 η «Χώρα του Κόκκινου Δράκου» ήλεγχε πάνω από το 69% της παραγωγής ορυχείων σπάνιων γαιών και σχεδόν το ήμισυ των παγκόσμιων αποθεμάτων
Η Κίνα, σημειωτέον, διυλίζει και επεξεργάζεται τη συντριπτική πλειονότητα των σπάνιων γαιών, οι οποίες έχουν τεράστια ζήτηση στις αυτοκινητοβιομηχανίες, στην αμυντική βιομηχανία και αλλού. Το 2024 η «Χώρα του Κόκκινου Δράκου» ήλεγχε πάνω από το 69% της παραγωγής ορυχείων σπάνιων γαιών και σχεδόν το ήμισυ των παγκόσμιων αποθεμάτων, σύμφωνα με τη Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ. Και όπως είναι αναμενόμενο, οι κινεζικές αρχές αξιοποιούν αυτόν τον έλεγχο για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στις εμπορικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ και άλλους εταίρους. Από το τέλος του περασμένου έτους έχουν εντείνει τους περιορισμούς τους στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, απαιτώντας μάλιστα απόδειξη ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς.
Στα μέσα Μαΐου άρχισαν να εκδίδουν άδειες εξαγωγής μιας χρήσης μετά από εμπορική εκεχειρία με τις ΗΠΑ. Και δύο μήνες μετά, στη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου μεταξύ της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, η Κίνα συμφώνησε να επιταχύνει την έκδοση αδειών για κρίσιμες πρώτες ύλες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, αν και δεν ανταποκρίθηκε στην επιθυμία της Ε.Ε. να χορηγήσει άδειες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή να τις καταργήσει για εξαγωγές προς το μπλοκ. Η πραγματικότητα όμως απέχει πολύ. Οπως δήλωσε ο Γενς Εσκελουντ, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ε.Ε. στην Κίνα (EUCCC), «δεν έχουμε δει ουσιαστική μεταβολή μετά τη σύνοδο κορυφής».
Οι σπάνιες γαίες αποτελούν κρίσιμες πρώτες ύλες για πληθώρα βιομηχανιών, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η αμυντική βιομηχανία και ο κλάδος της τεχνολογίας. Η έλλειψή τους επηρεάζει την παραγωγή και θέτει σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων που βασίζονται σε αυτές. Παρά τα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων που δείχνουν αύξηση στις εξαγωγές μαγνητών σπάνιων γαιών μετά τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., η πραγματικότητα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες παραμένει ανησυχητική. Η επιβράδυνση στις εγκρίσεις των αδειών συνεχίζεται, δημιουργώντας σημεία συμφόρησης που κοστίζουν ακριβά. Το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο, καθώς το επιμελητήριο αναμένει ότι περισσότερες εταιρείες θα αναγκαστούν να διακόψουν τις εργασίες τους εξαιτίας αυτού του ασφυκτικού κλοιού. Πέρυσι, σχεδόν οι μισές από τις εισαγωγές σπάνιων γαιών της Ε.Ε. προήλθαν από την Κίνα, ακολουθούμενες από τη Ρωσία και τη Μαλαισία, σύμφωνα με την Ε.Ε.
Οι ηγέτες της Κίνας έχουν προγραμματίσει να συναντηθούν τον Οκτώβριο για να συζητήσουν τους αναπτυξιακούς στόχους για το 2026 έως το 2030. Το Πεκίνο καταρτίζει παρόμοια σχέδια κάθε πέντε χρόνια.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα παρακολουθούν στενά αυτή τη συνάντηση, καθώς η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εταίρος αγαθών της Ε.Ε., με το εμπόριο να ανέρχεται σε 732 δισ. δολάρια ευρώ το 2024.