Τη στιγμή που όλες οι μεγάλες οικονομίες μειώνουν τα επιτόκια· πάνω που πήραμε και εμείς εδώ στην Ευρώπη μια μικρή «ανάσα» και αναμέναμε μια ακόμα μεγαλύτερη, το κόστος του χρήματος ενδέχεται να ανέβει ξανά το επόμενο διάστημα. Επειτα από οκτώ μειώσεις επιτοκίων από τον Ιούνιο του 2024 και μετά, που μείωσαν στο μισό (2%) το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, φούντωσε μια φημολογία ότι όχι απλώς τελειώσαμε με τις μειώσεις, αλλά είναι πιθανό μέσα στο 2026 να δούμε αυξήσεις. Δηλαδή, νέες επιβαρύνσεις στα δάνεια. Νέο χτύπημα στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και οικονομιών.
Ο θόρυβος προήλθε από μια δήλωση πριν από μερικές μέρες της Γερμανίδας, μέλους του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ιζαμπέλ Σνάμπελ, ότι βλέπει την οικονομία να ανακάμπτει και μαζί να ανεβαίνει και ο πληθωρισμός. Δεν πρόκειται για οποιοδήποτε πρόσωπο. Θεωρείται, όχι τυχαία, η πιθανότερη διάδοχος της Κριστίν Λαγκάρντ και ως εκ τούτου η γνώμη της μετράει.
Η ίδια επικαλέστηκε μια σειρά από στοιχεία που δείχνουν ανάκαμψη. Η ευρωπαϊκή οικονομία, είπε, ανεβαίνει, η δημοσιονομική πολιτική είναι χαλαρή, η τεχνητή νοημοσύνη φέρνει επενδύσεις και το κενό παραγωγής κλείνει. Ολα αυτά, κατέληξε, είναι πληθωριστικά.
Από τη στιγμή που έκανε τη δήλωση «προάγγελο γεγονότων» η Σνάμπελ, όλοι αναμένουν την τριμηνιαία ανασκόπηση της ΕΚΤ στις 18 Δεκεμβρίου για να δουν αν η άποψή της βασίζεται και σε στοιχεία.
Γιατί όσα γνωρίζουμε συνηγορούν στην αντίθετη πορεία από αυτά που ισχυρίζεται η Γερμανίδα οικονομολόγος. Η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί για διάφορους λόγους να έχει γλιτώσει την ύφεση, αλλά η εικόνα της στασιμότητας, στα όρια σε πολλές περιπτώσεις του στασιμοπληθωρισμού, λόγω του εξαιρετικά χαμηλού πληθωρισμού σε κάποιες χώρες, δεν έχει ακόμα αλλάξει.
Με το ευρωπαϊκό ΑΕΠ να προβλέπεται να ανακάμψει λίγο πάνω από 1% το 2026 και με έναν προβλεπόμενο πληθωρισμό λίγο πάνω από το «ιδανικό» κατά την ΕΚΤ επίπεδο του 2%, δεν είναι σαφές πώς θα υποστηριχθεί μια ανοδική κίνηση των επιτοκίων.
Εκτός και αν ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε. Μόνο τυχαία δεν είναι σε αυτό το κλίμα η έκκληση του Γάλλου προέδρου Μακρόν, για να συμπεριλάβει η ΕΚΤ στους παράγοντες λήψης των αποφάσεών της όχι μόνο τις τιμές καταναλωτή, αλλά και την ανάπτυξη και την απασχόληση στην Ευρωζώνη.
Αν υποθέσουμε ότι η άποψη Σνάμπελ απηχεί τις απόψεις της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, της Γερμανίας, το ερώτημα είναι ποιον ευνοεί σε αυτή τη φάση μια αύξηση των επιτοκίων. Εκτός και αν πρόκειται για μια ακόμα απόπειρα αυτοχειρίας από αυτές στις οποίες έχει μάθει να επιδίδεται τα τελευταία χρόνια το ευρωπαϊκό οικοδόμημα…



























