ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Χάνει το στοίχημα των εθνικών πρωταθλητών ο Βλαντιμίρ Πούτιν

Το υπουργείο Οικονομικών στράφηκε στην εξοικονόμηση πόρων περικόπτοντας τις δαπάνες

Kathimerini.gr

Οι επιπτώσεις που προκάλεσε στην οικονομία της Ρωσίας το εμπάργκο της Δύσης εναντίον βιομηχανιών και επιχειρήσεών της προκάλεσαν μια διπλή στροφή στον οικονομικό προσανατολισμό του Κρεμλίνου. Υπό τις οδηγίες του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, το υπουργείο Οικονομικών στράφηκε στην εξοικονόμηση πόρων περικόπτοντας τις δαπάνες. Παράλληλα, όμως, ο Ρώσος πρόεδρος επιχείρησε να εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά τις οικονομικές κυρώσεις που υφίσταται η χώρα του μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Στόχος του η ενίσχυση των εγχώριων επιχειρήσεων και η ανάδειξή τους σε «εθνικούς πρωταθλητές». Ενώ όμως οι περικοπές δαπανών οδήγησαν σε μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα τα τελευταία δύο χρόνια, το φιλόδοξο εγχείρημα της δημιουργίας ρωσικών επιχειρήσεων ικανών να ανταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται μάλλον να έχει ναυαγήσει. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον έχει προσκρούσει στη δυσπιστία των καταναλωτών άλλων χωρών όσον αφορά την ποιότητα των ρωσικών προϊόντων.

Σύμφωνα με το κέντρο Carnegie της Μόσχας, το περασμένο έτος  το Κρεμλίνο κυριολεκτικά παρουσίασε δημοσιονομικό πλεόνασμα 4,4 φορές μεγαλύτερο από τον επίσημο στόχο του και συγκεκριμένα 15 δισ. δολάρια. Και οι εκτιμήσεις κατατείνουν σε ανάλογη επιτυχία και για το τρέχον έτος. Παρόμοια βελτίωση εμφανίζουν οι άλλοι, εξίσου ζωτικής σημασίας δείκτες της ρωσικής οικονομίας, με τον πληθωρισμό και την ανεργία σε ιστορικά χαμηλά και το δημόσιο χρέος να προβλέπεται πως φέτος δεν θα υπερβεί το 15%. Στο μεταξύ, όμως, η Ρωσία αδυνατεί να προσελκύσει το ξένο κεφάλαιο, καθώς οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί απέναντι στις πιθανές επιπτώσεις του εμπάργκο ή ενός νέου κύματος οικονομικών κυρώσεων. Και η κυβέρνηση δεν επενδύει χρήματα στην εγχώρια οικονομία, αλλά εναποθέτει τα έξοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κρατικό επενδυτικό ταμείο της Ρωσίας, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία υπολογίζεται πως θα φτάσουν φέτος στο 7% του ρωσικού ΑΕΠ.

Την ίδια στιγμή, όμως, το Κρεμλίνο αποτυγχάνει στο σχέδιό του να ενισχύσει τους Ρώσους παραγωγούς και τις ρωσικές επιχειρήσεις, ώστε να αντικαταστήσει με τα προϊόντα τους τις δαπανηρές εισαγωγές. Το φάσμα της παραγωγής που θέλησε να ενισχύσει το Κρεμλίνο ήταν ευρύτατο και κάλυπτε από τα τρόφιμα μέχρι το λογισμικό και τη βαριά βιομηχανία μηχανών και μηχανολογικού εξοπλισμού. Με στόχο τη δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών», όπως είθισται να αποκαλούνται οι μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, το Κρεμλίνο δαπάνησε στη διάρκεια του περασμένου έτους 637,5 δισ. ρούβλια, ποσό αντίστοιχο 8,84 δισ. ευρώ. Προκύπτει, όμως, πως ήταν μάταιη η προσπάθειά του να υποκαταστήσει με την εγχώρια παραγωγή τα είδη που εδώ και αρκετά χρόνια εισάγει η Ρωσία.

Οπως αναφέρει μάλιστα σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, στην προσπάθειά του να προωθήσει το φιλόδοξο σχέδιό του το Κρεμλίνο έφθασε στο σημείο να απαγορεύσει τις εισαγωγές προϊόντων από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε., την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Μολονότι η ιδέα θα μπορούσε να αποδειχθεί εποικοδομητική, στα τέλη του περασμένου έτους το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών διαπίστωσε πως το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εξαγωγών αποτελείτο από ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Και ο λόγος είναι βέβαια η καχυποψία των καταναλωτών άλλων χωρών για το «Made in Russia» και την ποιότητα της ρωσικής παραγωγής. Οπως τονίζουν οι FT, ο Ρώσος υπουργός Οικονομικών Μαξίμ Ορέσκιν δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ανακαλέσει την πολιτική αντικατάστασης των εισαγόμενων προϊόντων με ρωσικά και να στηρίξει τις εξαγωγές υδρογονανθράκων.

Εμπόδια η σοβιετική νοοτροπία και ο ελλιπής ανταγωνισμός

Ακαδημαϊκοί και οικονομολόγοι θεωρούν πως η Ρωσία δεν κατορθώνει να δημιουργήσει εταιρείες εθνικούς πρωταθλητές, εξαιτίας της προσήλωσής της στα κατάλοιπα της σοβιετικής νοοτροπίας. Μιλώντας στους Financial Times, ο Αντρέι Μοβτσάν, ακαδημαϊκός στο κέντρο Carnegie της Μόσχας, τονίζει πως η ρωσική κυβέρνηση μερίμνησε για να «τονώσει τη ζήτηση αλλά όχι τον ανταγωνισμό». Σύμφωνα με τον εν λόγω οικονομολόγο, πρόκειται για μια αντίληψη σοβιετικού τύπου, καθώς «οι Αρχές δεν θέλουν καλούς παραγωγούς με χαμηλές τιμές, αλλά ανεβάζουν τεχνητά τις τιμές στον μέγιστο βαθμό ώστε να αγοράζει ο κόσμος κακά και ακριβά προϊόντα». Δεν φαίνεται να συμμερίζεται την άποψή του, όμως, ο Σεργκέι Γκουρίεφ, οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Ο κ. Γκουρίεφ αποδίδει το πρόβλημα στο περιορισμένο μέγεθος της ρωσικής οικονομίας και επομένως της ρωσικής αγοράς, που δεν έχει το δυναμικό να αναπτύξει πρωταθλητές ικανούς να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά.

Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, το ΑΕΠ της Ρωσίας ανέρχεται μόλις σε 1,57 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1/10 του ΑΕΠ των ΗΠΑ ή της Ε.Ε. Εν ολίγοις, ο κ. Γκουρίεφ εκτιμά πως η ρωσική οικονομία δεν δίνει στο Κρεμλίνο τη δυνατότητα να ωθήσει αρκετά την εγχώρια ζήτηση, ώστε να ενισχυθούν οι ρωσικές βιομηχανίες. Μετά το πρώτο κύμα οικονομικών κυρώσεων το 2014, το οποίο συνέπεσε με την υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου, το ρούβλι έχασε τη μισή αξία του έναντι του δολαρίου και οι εισαγωγές της Ρωσίας μειώθηκαν ακολουθώντας τη χαμηλή ισοτιμία και τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των Ρώσων. Κατά τη διάρκεια του 2018 όμως η εικόνα άλλαξε, καθώς η αξία των εισαγωγών παρέμεινε σταθερή στα 238 δισ. δολάρια, μολονότι το ρούβλι υποτιμήθηκε και πάλι κατά 14%. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ισοτιμία του νομίσματος και στις εισαγωγές υποδηλώνει πως οι εταιρείες της Ρωσίας αναγκάζονται να εισάγουν ακριβότερα αγαθά ελλείψει εναλλακτικής από την εγχώρια αγορά. Αυτό εκτιμά τουλάχιστον ο Αλεξάντερ Κνομπέλ, επικεφαλής του τμήματος Διεθνών Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών στην Εμπορική Ακαδημία της Ρωσίας. Το εμπάργκο ουσιαστικά απέκλεισε ορισμένους τομείς της οικονομίας από τις ξένες αγορές, ενώ ταυτοχρόνως υποβάθμισε την ανταγωνιστικότητά τους καθιστώντας αναγκαίες τις εισαγωγές. Οι τομείς που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η τεχνολογία και η εξερεύνηση του Διαστήματος. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης, το 96% των εταιρειών εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μη εγκεκριμένα ξένα προγράμματα. Την ίδια στιγμή τα υπουργεία και οι κρατικές εταιρείες της Ρωσίας δαπάνησαν πέρυσι 45,65 εκατ. ευρώ για την αγορά λογισμικού από το εξωτερικό, παραβιάζοντας τους κανόνες και τους περιορισμούς που έχει θέσει η κυβέρνηση.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X