

Του Απόστολου Κουρουπάκη
Πέρασε μισός αιώνας και ένα έτος από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974, πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Μακαρίου, οργανωμένο από τη Χούντα των Αθηνών, τη συνεργεία της ΕΟΚΑ Β΄, ακολούθησε η τουρκική εισβολή και η διαίρεση της Κύπρου. Τα χρόνια πέρναγαν, το «Δεν Ξεχνώ» παρόν ως σύνθημα, ως υπενθύμιση, ως χρέος και ως υποχρέωση. Η παρέλευση όμως των δεκαετιών, η αλλαγή των δεδομένων, γεωπολιτικών και οικονομικών, αλλά το κυριότερο, έφευγαν και φεύγουν οι γενιές που θέλοντας και μη δεν ξεχνούσαν… ίσως να έχει ξεθωριάσει το «Δεν Ξεχνώ», ή να έχει μεταλλαχθεί και οι νέες γενιές να μην μπορούν να ταυτιστούν με αυτό ουσιαστικά, και σε αυτό ο ρόλος της παιδείας είναι σημαντικός. Για τον ρόλο της παιδείας ο εκπαιδευτικός και ερευνητής Ιστορικής Παιδείας, Λούκας Περικλέους, ερωτώμενος αν 51 χρόνια μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, η διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου ικανοποιεί τις σύγχρονες μαθησιακές μεθόδους και σε τι βαθμό διδάσκονται οι μαθητές τα γεγονότα αυτά, λέει: «Αν και τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας μας, βασισμένα στις προσωπικές τους εμπειρίες, φαίνεται να έχουν άποψη για τον βαθμό στον οποίο τα παιδιά μας διδάσκονται τα γεγονότα του 1974, καθώς και άποψη για το αν αυτά διδάσκονται με σωστό ή λάθος τρόπο, στην πραγματικότητα δεν έχουμε αξιόπιστα δεδομένα που να μας δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του τι συμβαίνει ακριβώς στις τάξεις. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή τα Αναλυτικά Προγράμματα Ιστορίας, που δίνουν έμφαση στην καλλιέργεια ικανοτήτων και δεξιοτήτων ιστορικής διερεύνησης και την αναγνώριση της ύπαρξης πολλαπλών προοπτικών και ερμηνειών για το παρελθόν, βρίσκονται σε διάσταση με τα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία ακολουθούν μια παραδοσιακή προσέγγιση, η οποία περιορίζεται στην παρουσίαση μιας επίσημης αφήγησης, κάνουν την εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων για το τι διδάσκεται στις τάξεις ακόμα πιο δύσκολη». Ο κ. Περικλέους επισημαίνει πιο συγκεκριμένα: «Όπως προκύπτει και από τη βιβλιογραφία, τα σχολικά εγχειρίδια έχουν συνήθως μεγαλύτερη επιρροή από τα Αναλυτικά Προγράμματα, το γεγονός ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών μας που διδάσκουν Ιστορία δεν έχουν λάβει ουσιαστική εκπαίδευση στην παιδαγωγική της Ιστορίας κατά τις βασικές τους σπουδές και τον τρόπο που τα γεγονότα αυτά προσεγγίζονται σε μια σειρά από δημόσιες δραστηριότητες των σχολείων (π.χ. επετειακές εκδηλώσεις), κάποιος/κάποια θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι κατά πάσα πιθανότητα η παραδοσιακή προσέγγιση παρουσίασης της επίσημης αφήγησης είναι αυτή που κυριαρχεί».
«Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια εκπαίδευση στην Ιστορία που θα δίνει την ευκαιρία στα παιδιά μας να μελετήσουν τις διάφορες αφηγήσεις και τα επιχειρήματα στα οποία βασίζονται»
Δύσκολη η υπέρβαση
Σχετικά με το πόσο εύκολο είναι να γίνει υπέρβαση από την κυρίαρχη/επίσημη θέση για όσα συνέβησαν τα χρόνια πριν από το 1974 και μετά, ο κ. Περικλέους λέει πως αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο και αυτό τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι καμιά κυβέρνηση, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, δεν επιχείρησε ουσιαστικές αλλαγές σε αυτή μέχρι τώρα. «Προσωπικά, θεωρώ ότι αν θέλουμε μια εκπαίδευση στην Ιστορία που θα προετοιμάζει τα παιδιά μας για το μέλλον, που είναι πάντα απρόβλεπτο, ο στόχος μας δεν πρέπει να είναι η αντικατάσταση της σημερινής επίσημης αφήγησης με μια άλλη. Άλλωστε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να συμφωνήσουμε σε μια κοινή αφήγηση την οποία θα αποδεχτούν όλες/όλοι» και τονίζει πως αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια εκπαίδευση στην Ιστορία που θα δίνει την ευκαιρία στα παιδιά μας να μελετήσουν τις διάφορες αφηγήσεις και τα επιχειρήματα στα οποία βασίζονται και προσθέτει: «Ταυτόχρονα θα πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη εννοιολογικής κατανόησης και ικανοτήτων/δεξιοτήτων που σχετίζονται με την Ιστορία ως διαδικασία διερεύνησης, οι οποίες θα τα βοηθήσουν να αξιολογήσουν αυτές τις διαφορετικές ερμηνείες του παρελθόντος και να οικοδομήσουν τις δικές τους. Αν και είμαστε μακριά ακόμα από αυτό το σημείο, είναι θετικό το γεγονός ότι η νυν υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας αναγνωρίζει δημόσια την ανάγκη για καλλιέργεια κριτικής ιστορικής σκέψης, δεξιοτήτων και ικανοτήτων στην Ιστορία καθώς και αλλαγών οι οποίες να βασίζονται σε καθαρά παιδαγωγικά κριτήρια». Σχετικά με τις αλλαγές και αν το εκπαιδευτικό προσωπικό του δημόσιου σχολείου είναι έτοιμο να δεχθεί αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας αλλά και στην ύλη, ο κ. Περικλέους λέει: «Όπως και στην περίπτωση του πώς διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί μας, έτσι και στην περίπτωση της ετοιμότητάς τους να δεχτούν αλλαγές δεν έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα. Αυτό που ξέρουμε όμως από τη διεθνή εμπειρία είναι ότι ο βαθμός αποδοχής τέτοιων αλλαγών αυξάνεται με την παροχή ευκαιριών επαγγελματικής ανάπτυξης στις/στους εκπαιδευτικούς. Δυστυχώς, η εκπαίδευση των μελλοντικών εκπαιδευτικών στην παιδαγωγική της Ιστορίας δεν αποτελεί προτεραιότητα των πανεπιστημίων από τα οποία προέρχεται η πλειονότητα των εκπαιδευτικών που διδάσκουν Ιστορία σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης. Θα πρέπει, όμως, να αναγνωρίσουμε ότι τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρούμε μια αύξηση των ευκαιριών, που προσφέρει το υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, για επαγγελματική ανάπτυξη των εν ενεργεία εκπαιδευτικών που διδάσκουν Ιστορία».
O εκπαιδευτικός και ερευνητής Ιστορικής Παιδείας, κ. Λούκας Περικλέους.
Διεθνή παραδείγματα
Ρωτάμε τον κ. Περικλέους αν υπάρχουν διεθνή παραδείγματα παρόμοια με την ιστορική εμπειρία της χώρας μας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την περίπτωσή μας στα σχολεία και απαντάει πως καμιά περίπτωση δεν είναι τόσο παρόμοια με μια άλλη, ώστε να δικαιολογείται η αντιγραφή προσεγγίσεων και αναφέρει την περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας. «Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που έχουν κοινά αλλά και σημαντικές διαφορές με τη δική μας. Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να μας δώσουν ιδέες, αλλά όχι αναλυτικούς οδηγούς. Μια τέτοια περίπτωση είναι εκείνη της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου το κράτος αποφάσισε την εισαγωγή μιας προσέγγισης, όπως αυτή που περιέγραψα πιο πάνω, με στόχο να βοηθήσει τα παιδιά να δουν πιο κριτικά τις αφηγήσεις της δικής τους κοινότητας αλλά και να κατανοήσουν την οπτική της άλλης κοινότητας. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η απόφαση αυτή λήφθηκε ενώ οι δύο κοινότητες της χώρας βρίσκονταν σε σύγκρουση. Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι αν και μέχρι και σήμερα η εκπαίδευση στη Βόρεια Ιρλανδία παραμένει σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένη, οι δύο κοινότητες λειτουργούν εντός μιας κοινής κρατικής δομής, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της Κύπρου. Η προσπάθεια αυτή είχε ουσιαστικά αποτελέσματα αλλά, όπως αναγνωρίζουν ερευνητές/ερευνήτριες που μελετούν την περίπτωση, υπάρχει απόσταση ακόμα από το επιθυμητό αποτέλεσμα».
Πολυπλοκότητα των εξελίξεων
Από την εμπειρία του στις σχολικές αίθουσες, τον ρωτώ αν το σύνθημα «Δεν Ξεχνώ» είναι ακόμα ζωντανό στις νεότερες γενιές ή επιζεί ως κατάλοιπο αλλοτινών εποχών. Έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ως μήνυμα; «Διαφορετικοί άνθρωποι αποδίδουν διαφορετικό περιεχόμενο στο “Δεν Ξεχνώ”, και αυτό ισχύει και για τις διαφορετικές γενιές ανθρώπων στην Κύπρο. Κάπου είχα διαβάσει πρόσφατα ότι το σύνθημα “Δεν Ξεχνώ” είναι εθνικιστικό, κάτι που αποτελεί μέρος μιας προβληματικής αντίληψης, η οποία “απαγορεύει” την αναγνώριση του τραύματος που έφερε η εισβολή του 1974 στη δική μας κοινότητα. Φυσικά και δεν είναι εθνικιστικό να θυμόμαστε τον πόνο και τις απώλειες που προκάλεσε η εισβολή, όπως δεν είναι εθνικιστικό να θέλουμε να επιστρέψουμε με κάποιο τρόπο πίσω στους τόπους μας» και προσθέτει πως το «Δεν Ξεχνώ» γίνεται προβληματικό, όταν αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τον πόνο και το τραύμα των Άλλων και γίνεται εργαλείο καλλιέργειας μίσους και τονίζει πως αυτό είναι κάτι που, δυστυχώς, βλέπουμε να είναι έντονο ανάμεσα σε κάποιες ομάδες νέων και σχετίζεται με τη γενικότερη άνοδο της Ακροδεξιάς. «Το “Δεν Ξεχνώ” είναι επίσης αντιπαραγωγικό» προσθέτει, «όταν περιορίζεται στην αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης αφήγησης (της επίσημης ή άλλης), αποτυγχάνοντας να λάβει υπόψη την πολλαπλότητα των ερμηνειών και την πολυπλοκότητα των εξελίξεων πριν και μετά τα γεγονότα του 1974».
Η δημόσια εκπαίδευση
Ο Δημήτρης Ταλιαδώρος πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, ερωτώμενος ποια η δυναμική του «Δεν Ξεχνώ» στη σχολική κοινότητα, λέει στην «Κ» πως, ενώ το «Δεν Ξεχνώ» αποτελεί διαχρονικό στόχο του υπουργείου Παιδείας, με αφορμή τα πενηντάχρονα το 2024 και ακόμα και φέτος, οι μαθητές/τριες ήλθαν πιο κοντά με την κατεχόμενη γη, το κυπριακό πρόβλημα και τα σχετικά γεγονότα, με εκδηλώσεις που διαλάμβαναν όλες τις πτυχές της κυπριακής τραγωδίας, σε πολύ υψηλό επίπεδο. Ο κ. Ταλιαδώρος βέβαια λέει πως το «Δεν Ξεχνώ» σίγουρα δεν πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο του, επισημαίνοντας πως η παρέλευση μισού αιώνα σίγουρα δεν βοηθάει στη διατήρηση της μνήμης της κατεχόμενης γης, και υπάρχει ανάγκη για μία διαφορετική προσέγγιση, που θα βοηθήσει τις νέες γενιές να κατανοήσουν και να διατηρήσουν τις μνήμες των προγόνων τους. Φυσικά, ανέφερε ο κ. Ταλιαδώρος, χρειάζεται διαρκώς να τονίζεται η κατοχή, η κατεχόμενη γη και φυσικά η σύνδεση με αυτή. Σχετικά με τα πολυπολιτισμικά σχολεία του 2025 ο κ. Ταλιαδώρος λέει πως αυτοί οι μαθητές μπορούν να γίνουν κοινωνοί με ό,τι κουβαλάει το «Δεν Ξεχνώ» μέσα από το αναλυτικό πρόγραμμα του υπουργείου Παιδείας. Για το αν είναι κενό νοήματος το «Δεν Ξεχνώ», ο κ. Ταλιαδώρος λέει πως και αυτό συμπληρώνει πενήντα χρόνια, και ορθώς θεωρεί πως το υπουργείο Παιδείας επανατονίζει κάθε χρόνο ότι το «Δεν Ξεχνώ» είναι από τους βασικούς στόχους που πρέπει τα σχολεία, ιδιωτικά και δημόσια να υπηρετούν.
Σύμφωνα με άλλους εκπαιδευτικούς κύκλους, σχετικά με το αν το «Δεν Ξεχνώ» αφορά σήμερα τους μαθητές, μάς επισημαίνεται πως η μαθητική κοινότητα δεν είναι μια ομοιογενής κοινωνική ομάδα και πως το βασικό πρόβλημα δεν έγκειται στον βαθμό που αυτό το θέμα ενδιαφέρει τα παιδιά, αλλά περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο αυτό προωθείται σήμερα στη δημόσια εκπαίδευση της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Για παράδειγμα, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τα γεγονότα του 1974 σχολεία διοργάνωσαν ποικίλες εκδηλώσεις και δράσεις που υπηρετούν τους στόχους της διατήρησης της μνήμης, την ανάγκη για ειρήνη και επανένωση, αλλά είδαμε και εκδηλώσεις οι οποίες μέσα από μια εντελώς συναισθηματική οπτική προωθούσαν εκφάνσεις της εθνικής μνήμης, οι οποίες οδηγούσαν αλλού. Για το αν πετυχαίνει τον στόχο του το «Δεν Ξεχνώ» σήμερα ή είναι κενό νοήματος για τη νέα γενιά, και πώς αυτό εκφράζεται στο δημόσιο σχολείο, αναφέρεται στην «Κ» πως τo «Δεν Ξεχνώ», αποτελούσε για δεκαετίες διαχρονικό στόχο του ΥΠΑΝ και πως το 2024 ήταν η χρονιά που το μαθητικό κοινό μέσα από δράσεις και εκδηλώσεις διατήρησε τη μνήμη για τα ιστορικά γεγονότα και τις τραυματικές τους συνέπειες και συνέβαλαν κατά τη δύναμή τους στις προσπάθειες για ειρήνη και επανένωση. Ωστόσο, όπως τονίστηκε, αν κρίνουμε από το επίπεδο της γνώσης των μαθητών/τριών μας για τη σύγχρονη τουλάχιστον ιστορία της Κύπρου, τα στερεότυπα που αυτοί/αυτές κουβαλούν και τα οποία εκδηλώνονται σε επετειακές εκδηλώσεις στα σχολεία, στο μάθημα της ιστορίας αλλά και σε άλλες σχολικές ευκαιρίες, οι στόχοι αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν επιτυγχάνονται σε ικανοποιητικό βαθμό. Για το πώς μπορεί να γίνει κοινωνός στο «Δεν Ξεχνώ» και εν γένει στην ιστορία του τόπου ο μαθητής με μεταναστευτική βιογραφία ή και παιδιά γεννημένα στην Κύπρο από μη Κύπριους γονείς στο πολυπολιτισμικό δημόσιο σχολείο του 2025, μάς επισημαίνεται πως αυτό θα μπορεί να γίνει μόνο όταν οι στόχοι τού «Δεν Ξεχνώ» ενταχθούν στα Αναλυτικά Προγράμματα διαφόρων μαθημάτων αυτών των παιδιών, προκειμένου να αποκτήσουν ένα στέρεο σώμα ιστορικής γνώσης και να διαμορφώσουν ιστορική σκέψη και συνείδηση.