
Kathimerini.gr
Η Τουρκία υποδαυλίζει και πάλι την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτή τη φορά υπονομεύοντας ευθέως την κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου και ποντάροντας στο ότι Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες θα επιλέξουν να κάνουν τα στραβά μάτια. Η κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δρα μέσω Λιβύης, ελπίζοντας να εξασφαλίσει τη στήριξη τόσο της Τρίπολης όσο και της Βεγγάζης, προκειμένου να επιβάλει τη συμφωνία του 2019, η οποία διευρύνει τις τουρκικές διεκδικήσεις στα διαφιλονικούμενα ύδατα της Μεσογείου.
Η συμφωνία αυτή, που υπογράφηκε με την κυβέρνηση του Φαγιέζ αλ Σάρατζ στην Τρίπολη στο αποκορύφωμα του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη, δεν ήταν μια τυπική συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα. Η Αγκυρα παρείχε όπλα, συμβούλους και ανέπτυξε ακόμη και στρατεύματα για να στηρίξει το σαθρό καθεστώς του Σάρατζ. Σε αντάλλαγμα εξασφάλισε μια συμφωνία που της αναγνώριζε δικαιώματα έρευνας πολύ πέρα από τα διεθνώς αναγνωρισμένα θαλάσσια σύνορά της. Η συμφωνία προκάλεσε την οργή της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, οι οποίες εύλογα τη θεώρησαν ευθεία επίθεση στην κυριαρχία τους.
Τώρα ο Ερντογάν εντείνει την πίεση, προσεγγίζοντας τον μέχρι πρότινος αντίπαλό του, στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, και τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό της Ανατολικής Λιβύης. Η Αγκυρα τον υποδέχθηκε τον Ιούλιο, ενώ στις 25 Αυγούστου ο επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, Ιμπραήμ Καλίν, πραγματοποίησε αιφνίδια επίσκεψη στη Βεγγάζη, όπου συνάντησε ακόμη και τον γιο του Χαφτάρ, Σαντάμ. Σύμφωνα με αναφορές, η Τουρκία εξετάζει το ενδεχόμενο να τον ενισχύσει με στρατιωτικούς εκπαιδευτές και συμβούλους. Τον περασμένο μήνα τουρκικό πολεμικό πλοίο αγκυροβόλησε τόσο στην Τρίπολη όσο και στη Βεγγάζη, φιλοξενώντας ανώτερους αξιωματούχους και των δύο κυβερνήσεων. Παράλληλα, η Turkish Airlines επανέλαβε τις εμπορικές πτήσεις προς τη Βεγγάζη – ένδειξη ότι η Αγκυρα επιδιώκει να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με όλη τη Λιβύη.
Ο Ερντογάν θα υποστηρίξει ότι αυτές οι κινήσεις εξυπηρετούν τη σταθερότητα, παρέχοντας διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δύο αντιπάλων λιβυκών αρχών, τις οποίες τα Ηνωμένα Εθνη δεν κατάφεραν να ενώσουν. Η Τουρκία βλέπει και οικονομικό όφελος: οι τουρκικές εταιρείες προετοιμάζονται να διεκδικήσουν συμβόλαια ανοικοδόμησης στις λιβυκές πόλεις μετά τον πόλεμο. Ομως, ας μη γελιόμαστε: ο πραγματικός στόχος είναι η εδραίωση της παράνομης συμφωνίας της Αγκυρας για τα θαλάσσια σύνορα και η εξασφάλιση αναγνώρισης των αξιώσεών της από τις δύο πλευρές μιας διχασμένης Λιβύης.
Εάν το σχέδιο αυτό ευοδωθεί, η Τουρκία θα έχει εξασφαλίσει μια νομική κάλυψη για έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περιοχές της Μεσογείου που συμπίπτουν με τμήματα των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) Ελλάδας και Κύπρου. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο άμεσης σύγκρουσης, όχι μόνο μεταξύ της Τουρκίας και των γειτόνων της, αλλά και μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ σε διαφιλονικούμενα ύδατα. Η Ε.Ε. καταδίκασε τη συμφωνία του 2019, αλλά η αντίδρασή της δεν μετουσιώθηκε σε ουσιαστικές συνέπειες. Η Ουάσιγκτον, απορροφημένη από την Ουκρανία και την Κίνα, έχει επίσης σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει τους ελιγμούς της Αγκυρας.
Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Από το 2019 έως το 2022 ο Ερντογάν έχει επανειλημμένως απειλήσει με στρατιωτική δράση εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Τουρκικά γεωτρύπανα, συνοδευόμενα από πολεμικά πλοία, έχουν κινηθεί προκλητικά σε κυπριακά και ελληνικά ύδατα. Ο ίδιος έχει καυχηθεί ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα μπορούσαν να «έρθουν στη μέση της νύχτας» και να καταλάβουν ελληνικά νησιά – εδάφη από τα οποία η Τουρκία έχει επισήμως παραιτηθεί το 1923. Ωστόσο, στα τέλη του 2022 η Αγκυρα έκανε πίσω. Η οικονομία της βρισκόταν σε δυσχερή πορεία, ενώ η επιθετική της στάση είχε ωθήσει τους γείτονες να συγκροτήσουν το Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, εδραιώνοντας την αναγνώριση των υφιστάμενων συνόρων και να στηρίξουν τον Διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης, μια φιλόδοξη εμπορική πρωτοβουλία που λειτουργεί ως αντίβαρο στην κινεζική επιρροή.
Σήμερα ο Ερντογάν εκτιμά ότι η ισορροπία έχει μετατοπιστεί υπέρ του. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Δαμασκό τον περασμένο Δεκέμβριο, η Τουρκία θεωρεί ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να επιβάλει την ισχύ της. Η Αγκυρα έχει καλλιεργήσει στενούς δεσμούς με τη νέα ηγεσία της Συρίας υπό τον Αχμέντ αλ Σάρα και οραματίζεται την εκμετάλλευση των υπεράκτιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας. Μαζί με εταίρους όπως το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία, ο Ερντογάν επιδιώκει την υλοποίηση ενός σχεδίου για αγωγό που θα μεταφέρει φυσικό αέριο της περιοχής στην Ευρώπη, μετατρέποντας την Τουρκία σε απαραίτητο ενεργειακό κόμβο για τη Δύση.
Η Ελλάδα και η Κύπρος υποστηρίζουν ότι οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για κυριαρχία στη Μεσόγειο ανάγονται στο μακρινό παρελθόν. Και τα δύο κράτη-μέλη της Ε.Ε. παραπέμπουν στο ναυτικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», με το οποίο η Αγκυρα επιδιώκει την αναθεώρηση των θαλασσίων συνόρων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο κατά τρόπο που θα περιόριζε δραστικά τα χωρικά τους ύδατα. Εδώ και χρόνια η Τουρκία ακολουθεί μια ναυτική στρατηγική που αρνείται να αναγνωρίσει τα χωρικά ύδατα και τις ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο. Στο πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας» η Αγκυρα έχει καταρτίσει έναν χάρτη που επιχειρεί να ανατρέψει τα καθιερωμένα και διεθνώς αναγνωρισμένα θαλάσσια σύνορα, αποδίδοντας σε εκείνη έναν εκτεταμένο θαλάσσιο χώρο που ουδέποτε της αναγνωρίστηκε. Η εθνικιστική αυτή αντίληψη, που σχεδιάστηκε αρχικά από πρώην ανώτερους αξιωματικούς του τουρκικού ναυτικού και πολιτικούς συμμάχους, έχει έκτοτε αναχθεί σε επίσημη πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν. Η σημασία της αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι το θέμα του «Teknofest» του 2025 –της ετήσιας έκθεσης της Τουρκίας για την αμυντική βιομηχανία– είναι αφιερωμένο ρητά στη «Γαλάζια Πατρίδα».
Οι κινήσεις της Τουρκίας στη Λιβύη δεν πρέπει να θεωρούνται μεμονωμένες – αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης φιλοδοξίας για κυριαρχία στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Τον Ιούλιο του 2025 ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε την εμβάθυνση των σχέσεων με τη Σομαλία, όπου η Τουρκία έχει επενδύσει σε υποδομές, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη. Ακόμη πιο σημαντική, ωστόσο, είναι η στρατιωτική παρουσία: η Αγκυρα λειτουργεί τη μεγαλύτερη υπερπόντια βάση της στο Μογκαντίσου, εκπαιδεύοντας τις σομαλικές δυνάμεις και ταυτόχρονα εξασφαλίζοντας μια στρατηγική πλατφόρμα στο Κέρας της Αφρικής.
Για το Ισραήλ, αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Οι τουρκικές δυνάμεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το έδαφος της Σομαλίας ως εφαλτήριο για επιχειρήσεις κατά του εβραϊκού κράτους, αναπτύσσοντας βαλλιστικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς και άλλα όπλα ακριβείας, ικανά να πλήξουν τα μεγάλα αστικά του κέντρα του Ισραήλ. Η εχθρότητα της Αγκυρας προς το Ισραήλ, οξυμένη από τον πόλεμο στη Γάζα, συνοδεύεται από την ευρύτερη φιλοδοξία της να καλύψει το κενό που άφησαν η παρακμή του Ιράν και η πτώση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία. Στα μάτια των Ισραηλινών αξιωματούχων η Τουρκία εμφανίζεται πλέον ως η νέα περιφερειακή ηγεμονική δύναμη – προστάτιδα της Συρίας και άμεσος αντίπαλος του Ισραήλ.
Η Κύπρος βρίσκεται επίσης στο στόχαστρο της Αγκυρας. Η Τουρκία έχει καταλάβει το βόρειο τμήμα του νησιού από το 1974, αλλά αυτό που κάποτε ήταν «κυπριακό ζήτημα» έχει μετατραπεί σε ευρύτερο δίλημμα ασφαλείας. Από το 2021 η Τουρκία έχει εγκαταστήσει στη βόρεια Κύπρο οπλισμένα drones τύπου Bayraktar και Akinci, ικανά να πλήξουν ισραηλινές πλατφόρμες φυσικού αερίου, ναυτικά μέσα και κρίσιμες υποδομές. Στην απειλή προστίθεται και η ανάπτυξη αντιπλοϊκών πυραύλων ATMACA, με εμβέλεια 200 χιλιομέτρων, που καλύπτει τα υπεράκτια ενεργειακά πεδία του Ισραήλ.
Ο ρυθμός ανάπτυξης των τουρκικών όπλων εντείνει αυτές τις ανησυχίες. Στη Διεθνή Εκθεση Αμυντικής Βιομηχανίας του 2025 η Αγκυρα παρουσίασε τον πύραυλο Tayfun 4 –που προβάλλεται ως ικανός να πλήξει το Ισραήλ– και τη βόμβα Gazap, το ισχυρότερο αεροπορικό της όπλο, με δυνατότητα προσβολής ενισχυμένων καταφυγίων και ρίψης από τουρκικά F-16. Κάθε παρουσίαση καταδεικνύει την πρόθεση της Αγκυρας να στηρίξει τη ρητορική της με στρατιωτική ισχύ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια της Τουρκίας να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Λιβύης για την αναδιαμόρφωση των θαλασσίων συνόρων στη Μεσόγειο μοιάζει λιγότερο με διπλωματικό ελιγμό και περισσότερο με προοίμιο επιβολής. Με βάσεις στη Σομαλία, drones και πυραύλους στην Κύπρο και την επέκταση των βαλλιστικών δυνατοτήτων της στο εσωτερικό, η Αγκυρα οικοδομεί σταθερά τη στρατιωτική της διάταξη ώστε να επιβάλει τις αναθεωρητικές της αξιώσεις. Για το Ισραήλ, την Ελλάδα και την Κύπρο το μήνυμα της Τουρκίας είναι σαφές: η Αγκυρα σκοπεύει να επιβάλει τη νέα ισορροπία δυνάμεων στη Μεσόγειο και πέραν αυτής.
Ο κίνδυνος είναι ότι οι φιλοδοξίες του Ερντογάν δεν στηρίζονται στη συνεργασία, αλλά στον εξαναγκασμό. Με τη μονομερή αναδιαμόρφωση θαλασσίων συνόρων και την ταυτόχρονη προσέγγιση και των δύο πλευρών της διαιρεμένης Λιβύης, η Τουρκία δείχνει ότι δεν αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο όταν αυτό αντιστρατεύεται τα γεωπολιτικά της σχέδια. Με την Ευρώπη απασχολημένη και την Ουάσιγκτον διεσπαρμένη σε πολλά μέτωπα, η Αγκυρα εκμεταλλεύεται αυτή την έλλειψη προσοχής για να νομιμοποιήσει συμπεριφορές που αυξάνουν τον κίνδυνο ένοπλης σύγκρουσης στη Μεσόγειο.
Η ακροσφαλής πολιτική του Ερντογάν δεν αφορά μόνο τους ενεργειακούς πόρους. Είναι μια επιδίωξη περιφερειακής κυριαρχίας εις βάρος των συμμάχων του ΝΑΤΟ, του διεθνούς δικαίου και της σταθερότητας στη Μεσόγειο. Η αδιαφορία απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις –την οποία φαίνεται να επιδεικνύουν οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον– θα οδηγήσει μόνο σε περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης.