ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Πού πάεις γιε μου, πού πάεις, έλα πίσω…»

Ο Νίκος Μιχαήλ από το Νέο Χωρίο Κυθρέας, αιχμάλωτος πολέμου σε ηλικία μόλις 17 χρονών, αφηγείται την περιπέτειά του

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Συνάντησα τον Νίκο Μιχαήλ στο σπίτι του, λίγο έξω από τη Λευκωσία, για σκοπούς ιστορικής καταγραφής των όσων έζησε το καλοκαίρι του 1974, όταν σε ηλικία 17 ετών κατέστη αιχμάλωτος πολέμου, για λογαριασμό του περιοδικού «Νιοχωρίτικη Φωνή», το οποίο εκδίδει η κατεχόμενη κοινότητα του Νέου Χωρίου Κυθρέας, τη φροντίδι του κοινοτάρχη Χρίστου Λαμπρία. Η οικογένεια του κ. Νίκου κατέφυγε στο γειτονικό από το Νέο Χωρίο, Παλαίκυθρο, όπου και συνελήφθη. Έμεινε αιχμάλωτος για μερικούς μήνες, και όσα έζησε έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη του... Ξεκινήσαμε από την ημέρα του πραξικοπήματος, γιατί τρόπον τινά οι περιπέτειές του, όπως και πολλών άλλων, ξεκινάνε από εκείνη την ημέρα.

–Την ημέρα του πραξικοπήματος που ήσουν;

–Ήμουνα στο ξυλουργείο του μάστρου μου, του μάστρε Πετρή, στον Τακτακαλά.

–Εσύ ήσουν πολιτικοποιημένος…

–Προέρχομαι από δεξιά οικογένεια, πήγαινα στον σύλλογο και παίζαμε δράματα, αλλά ώς εδώ, ούτε να πάω να γράψω συνθήματα ούτε τίποτε, ούτε ήμουν φανατικός. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ νεκατωμένος μέσα στα πράγματα. Την ημέρα του πραξικοπήματος πήγα στη δουλειά μου. Στις 8:15 π.μ. είδα ένα τανκ να πηγαίνει προς την Αρχιεπισκοπή. «Μάστρε Πετρή, είδα ένα άρμα να πηγαίνει προς την Αρχιεπισκοπή», του είπα. «Εμάς εν μας κόφτει, μπορεί να κάμνουν άσκηση», μου απαντά. «Δκειέ Πετρή εν γίνεται να κάμνουν άσκηση, θωρώ τζιαι άλλο άρμα» του είπα και τότε ακούσαμε από το τρανζιστοράκι που είχαμε ότι έγινε πραξικόπημα. Στο μεταξύ άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί, βάλαμε τα πράματα στο μαγαζί και έφυγα. Στον κυκλικό κόμβο του ΜΠΑΤΑ είχε στρατιώτες, οι οποίοι δεν μας επέτρεψαν να πάμε στο χωριό μας. Έμεινα εκεί στου ΜΠΑΤΑ. Περιπλανιόμουνα, αλλά δεν κυκλοφορούσαν οχήματα, δεν ήξερα τι να κάνω. Κάποια στιγμή είδα καταδρομείς να έρχονται προς την πολυκατοικία του «Λαϊκού Καφεκοπτείου», όπου ήταν οι Λυσσαριδικοί. Εκεί έγινε μάχη, είχα τύχη που γλύτωσα… (βαθιά συγκινημένος ο κ. Νίκος, χρειάστηκε να διακόψουμε για λίγα λεπτά).

Την παραμονή της δεύτερης εισβολής το βράδυ μου τηλεφώνησε στο κοινοτικό τηλέφωνο ο γαμπρός μου ότι μου στέλλει άνθρωπο να μας πάρει, με τους γονείς μου, στην Αγία Βαρβάρα, όπου ήταν οι αδελφές μου. Εγώ του είπα ότι δεν θα φύγουμε, γιατί ζύμωνε η μάνα μου και θα φούρνιζε ψωμιά.

Σύντομα, με τη διήγηση του κ. Νίκου περάσαμε στις πρώτες ημέρες της εισβολής...

–Ξεκίνησε η εισβολή, εμείς ήμασταν στο χωριό, μετά τις πρώτες μέρες εγκαταστάθηκε στο μιναρέ (σ.σ. στο τζαμί του Νέου Χωρίου) παρατηρητήριο της 197 Μοίρας Πυροβολικού και πηγαίναμε εκεί στο παρατηρητήριο, γίναμε φίλοι με τους φαντάρους, ήταν ένας φίλος μου Σωτήρης από τα Γέναγρα, της 1955 σειράς, ο οποίος μου είπε να μη φοβάμαι και ότι δεν θα σπάσει η γραμμή της Μια Μηλιάς... Την παραμονή της δεύτερης εισβολής το βράδυ μου τηλεφώνησε στο κοινοτικό τηλέφωνο ο γαμπρός μου ότι μου στέλλει άνθρωπο να μας πάρει, με τους γονείς μου, στην Αγία Βαρβάρα, όπου ήταν οι αδελφές μου. Εγώ του είπα ότι δεν θα φύγουμε, γιατί ζύμωνε η μάνα μου και θα φούρνιζε ψωμιά. Η μάνα μου το πρωί ξύπνησε πολύ νωρίς, άναψε το φούρνο και στις 4:30 π.μ. είδαμε το πρώτο τουρκικό αεροπλάνο, που βομβάρδιζε τη Μια Μηλιά. Στο μεταξύ ήλθε ένα στρατιωτικό Land Rover, ο στρατιώτης που επέβαινε μας είπε να φύγουμε γρήγορα, γιατί έσπασε η γραμμή της Μια Μηλιάς και έρχονται τα τουρκικά άρματα. Εμείς επαλαβώσαμε, μάνι μάνι έσπασε η γραμμή της Μια Μηλιάς; διερωτηθήκαμε, ξηλώσαμε το πενηντάρι και φύγαμε. Απού φύγει φύγει, ο σώσων εαυτόν σωθείτω, έχασα και τον Σωτήρη, ο οποίος απ’ ό,τι έμαθα μετά είναι αγνοούμενος.

–Όταν σας είπε ο στρατιώτης ότι έσπασε η γραμμή της Μια Μηλιάς τι κάνατε;

–Εγώ έφυγα, πήγα σπίτι μου, πήρα τη μάνα μου, τον πατέρα μου και άλλους συγγενείς και φύγαμε περπατητοί προς το Τραχώνι. Σκοπός μας ήταν να φτάσουμε στο Παλαίκυθρο, και από χωματόδρομο να βγούμε στην Αγλαντζιά. Αυτό σκέφτηκα, ο πατέρας μου από το σιοκ επαλάβωσε σε μερικές ώρες άσπρισαν τα μαλλιά του. Διασταυρώσαμε τον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Αμμοχώστου, τη γραμμή, και κατευθυνθήκαμε μέσω των χωραφιών προς το Παλαίκυθρο. Βλέπουμε απέναντι μας τρία τανκ, ο πατέρας μου νόμισε ότι ήταν δικά μας, βλέπω τον στρατιώτη να γυρίζει τον πυργίσκο και τότε είδα μια σημαία με το μισοφέγγαρο. Έριξε μια οβίδα, κόπηκαν τα σύρματα της ηλεκτρικής και πήρε φωτιά το χωράφι με τις ποκαλάμες, όπου ήμασταν. Η μάνα μου άρχισε να προσεύχεται στην Παναγία να μας γλυτώσει και η φωτιά γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση προς τα άρματα. Οι Τούρκοι μας είδαν, και μας πυροβολούσαν. Τελικά γύρω στις 2 με 3 το μεσημέρι, καταφέραμε και μπήκαμε στο πρώτο σπίτι του Παλαικύθρου, όπου ήταν ένας γέρος και μας έβαλε στο σπίτι του. Από την κούραση, τις φωνές και τις σκηνές που είδαμε έπαθα σαν το σοκ. Είδαμε σκοτωμένους μέσα στα χωράφια, άλλοι τραυματίες με κομμένα τα χέρια ή τα πόδια, άλλοι στρατιώτες νεκροί κάτω από τις ελιές, ήταν ένα πανδαιμόνιο, όλμοι, πυροβολισμοί από τα τανκ και τα αεροπλάνα. Δεν έβγαινε η φωνή μου και ξάπλωσα για καμιά ώρα. Ήλθε η μάνα μου γύρω στις 5 το απόγευμα και μου είπε να πάω με τον πατέρα μου στο χωριό να δούμε τι γίνεται. Τελικά μας μάζεψαν όλους στο δημοτικό σχολείο του Παλαικύθρου. Ένας αξιωματικός είπε όσοι άντρες είναι από 15 ως 50 ετών να βγουν έξω από τη γραμμή. Λέω στη μάνα μου θα βγω, η μάνα μου με προέτρεψε να μη βγω, αφού ήμουν μιτσής. Της λέω: «Αφού είμαι πάνω από 15 χρονών, αν με καταλάβει ο Τούρκος δεν θα με σκοτώσει, γιατί τον περίπαιξα; Η μάνα μου κλαίοντας φώναζε: «Πού πάεις γιε μου, πού πάεις γιε μου, έλα πίσω…». Σταθήκαμε στη γραμμή 150 άτομα. Δεν ήξερα αν πίσω μου ήταν ο πατέρας μου. Ήμουν μαζί με τον πατέρα μου, όταν μας επήραν, έξω από τα καμίνια του Παλαικύθρου είχε 5-6 στρατιώτες τους οποίους σκότωσαν εν ψυχρώ. Σκεφτήκαμε ότι ήλθε η σειρά μας, μας έριξαν την πρώτη ριπή, δίπλα μου ήταν ένας Τραχωνίτης, το παρατσούκλι του ήταν «Τταζέτικο». «Επαίξαν μας, επαίξαν μας», εφώναζε. Εγώ διαπίστωσα ότι δεν έφαγα καμιά σφαίρα, και τον ρώτησα αφού δεν έχεις τίποτε, γιατί φωνάζεις. «Επαίξαν μας ρε, επαίξαν μας, αλλά εν τζιαι σκοτώσαν μας» του λέω. Ο αξιωματικός ξαναδίνει παράγγελμα για να μας καθαρίσουν. Για καλή μας τύχη ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα ένα τζιπ από το χωριό μας προς τον κάμπο. Κατεβαίνει ένας Τούρκος αξιωματικός από το τζιπ, έβαλε τις φωνές σε εκείνους που θα μας σκότωναν, τους χτύπησε, τους πήρε τα όπλα και τους έδιωξε. Έδωσε οδηγίες στον οδηγό να φέρει άλλους δικούς του στρατιώτες για να μας προσέχουν. «Είναι αιχμάλωτοι πολέμου». Εκείνοι που θα μας σκότωναν ήταν Τουρκοκύπριοι. Η αλήθεια είναι ότι οι Τούρκοι αξιωματικοί ήταν διαφορετικοί από τους Τουρκοκύπριους, τους πιο πολλούς σκοτωμούς τους έκαμαν Τουρκοκύπριοι.

Εκείνοι που μας συνέλαβαν ήταν Τουρκοκύπριοι, γιατί ο πατέρας μου κατάλαβε έναν, ο οποίος μάλιστα του πήρε και 400 λίρες που κρατούσε. Ο αξιωματικός αυτός πήγε στο Παλαίκυθρο και ήλθε πίσω με ένα φορτηγό με ψωμιά βραστά –έβαλε τις γυναίκες και φούρνισαν– γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες και κουβέρτες. Έδωσαν στον καθένα μισό ψωμί και μαρμελάδα και μια κουβέρτα. Το βράδυ το κρύο στον κάμπο, αν και Αύγουστος, ήταν τσουχτερό.

Η διήγηση του κ. Νίκου πραγματικά είναι καθηλωτική... δεν θέλω να τον διακόψω...

–Μείναμε τρεις μέρες στο Παλαίκυθρο και μετά μας μετέφεραν με λεωφορεία στο Γκαράζ Παυλίδη. Όμως, ήμασταν όλοι άγραφοι. Οι Τούρκοι μάς είπαν ότι θα μας πάρουν στην Τουρκία. Μας είπαν ότι θα έλθει κάποιος του Ερυθρού Σταυρού και να μη βγάλει κανένας τσιμουδιά, γιατί αλίμονό του. Ωστόσο, εμείς πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο φτάσαμε μέχρι ψηλά στο παραθυράκι (αρσέρα) και χτυπούσαμε τα τζάμια. Μας εντόπισε ο Ερυθρός Σταυρός και ευτυχώς ήλθαν και μας έγραψαν. Μας πήραν στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, στις 15 Αυγούστου πιάστηκα αιχμάλωτος, έξι μέρες στο Γκαράζ Παυλίδη, 21 με 22 Αυγούστου μας πήραν Άγιο Γεώργιο Κερύνειας. Όταν ξημέρωσε και είδαμε τη θάλασσα της Κερύνειας με πολλά πολεμικά πλοία, είδα τους Τούρκους να φορτώνουν αυτοκίνητα, τράκτορ, ηλεκτρικά είδη, ό,τι φανταστείς, κοπάδια με ζώα. Στην παραλία κάποιος Τουρκοκύπριος μάς ρωτούσε με ποιον είσαστε με τον Γρίβαν ή με τον Μακάριο, και μας χτυπούσε. Αυτός που μας ρωτούσε αν είμαστε με ο Γρίβα ή τον Μακάριο, ρώτησε το διπλανό μου από πού είναι. Αυτός του απάντησε από την Περιστερωνοπηγή. «Περιστερωνοπηγή», του λέει, βγάζει το κράνος του και τον χτύπησε στη μύτη και του έκοψε ένα κομμάτι. Δυστυχώς, δεν τον ξανάδα. Μετά την απελευθέρωση μάθαμε ότι και οι δικοί μας σκότωσαν Τουρκοκύπριους σε χωριά κοντά στην Περιστερωνοπηγή. (σ.σ. πρόκειται για τα χωριά Αλόα, Μάραθα και Σανταλάρης, όπου βρέθηκαν ομαδικοί τάφοι Τ/κ δολοφονηθέντων).

Ο κόσμος όλος ξαναγεννήθηκε

...Φεύγουμε τελικά από τον Άγιο Γεώργιο και μας πήραν στο Σεράι, στη Λευκωσία. Οι Τούρκοι ήθελαν να μας λιντσάρουν, τελικά μας έβαλαν σε μια γωνιά και μας έριχναν με μάνικα της Πυροσβεστικής πιεσμένο νερό, που μας εξακόντιζε μέτρα μακριά. Μετά μας έβαλαν σε κελιά, σε κάθε κελί εφτά άτομα, ο ένας πάνω στον άλλο.

Μετά από μερικές μέρες μας πήραν στην παλαίστρα, μείναμε εκεί γύρω στις 10 μέρες και μετά μας μετέφεραν στις αποθήκες της ΚΕΟ, στον Τράχωνα, που ήταν φτιαγμένες από τσίγγο με αποτέλεσμα να ήταν πολύ ψηλές θερμοκρασίες, κυριολεκτικά φούρνος. Την τελευταία μέρα που θα μας απέλυαν, μας έφεραν καζάνια με ρύζι βρασμένο και χαμ, ήταν πολύ καλό αλλά με πολύ αλάτι, λύσσα. Εγώ το κατάλαβα ότι θα μας απέλυαν και είπα στο φίλο μου τον Στέλιο. «Ρε Στέλιο, φάε ρε, τζιαι τούτο εν τω σικτίρ πιλάφι» του λέω. Μας έβαλαν σε λεωφορεία και κατευθυνθήκαμε προς το Λήδρα Πάλας, νόμισα ότι ο κόσμος όλος ξαναγεννήθηκε, ήταν Οκτώβρης. Εκεί στο Λήδρα Πάλας βλέπουμε γυναίκες, μανάδες να γυρεύουν τους γιους τους, γυναίκες να ψάχνουν τον άντρα τους, να κρατούν μια φωτογραφία και να ρωτούν αν τον είδαμε. Μας πήραν στο «Φιλοξένια», κάναμε μπάνιο, φάγαμε και μας έδωσαν και δυο λίρες. Κατεβαίνω από το λεωφορείο κι εκείνη τη στιγμή έδινε συνέντευξη στο ΡΙΚ ένας αιχμάλωτος από την Άσσια, με είδε ο γαμπρός μου ο Στέλιος που έτρεξε προς εμένα και δυστυχώς τον χτύπησε ένας αστυνομικός γιατί υπήρχε κίνδυνος για αρρώστιες. Στο «Φιλοξένια» ξανάσμιξα με την οικογένειά μου και τον πρώτο καιρό μέναμε στο Κολόσσι. Ηλθε και η μάνα μου που ήταν εγκλωβισμένη στη Βώνη.

–Θέλω να μου πείτε ένα πράγμα, κύριε Νίκο, αν θέλετε μου απαντάτε, μίσος νιώθετε;

–Φίλε μου δεν νιώθω μίσος για κανένα, ο κόσμος ο απλός δεν φταίει σε τίποτε. Δεν χρειάζεται το μίσος, το μίσος δεν είναι καλό πράμα. Ευχαριστίες στο περιοδικό «Νιοχωρίτικη Φωνή» για την άδεια αναδημοσίευσης.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

X