ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Κάνω να σηκωθώ, το σπίτι γέρνει»

Ο Αμερικανός διηγηματογράφος και ποιητής Ρέιμοντ Κάρβερ κατέχει μιαν ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αμερικανική γραμματολογία

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ 

Ο Αμερικανός διηγηματογράφος και ποιητής Ρέιμοντ Κάρβερ κατέχει μιαν ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αμερικανική γραμματολογία. Διάσημος για τα σύντομα πεζά του, στην παράδοση των μεγάλων Αμερικανών διηγηματογράφων, ο Κάρβερ θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή. Και δίκαια: το ποιητικό του έργο δεν υπολείπεται του πεζογραφικού. Εξάλλου, από πολλές πλευρές, τα πεζά και τα ποιήματά του συνδέουν πολλά στοιχεία. Ο ελλειπτικός, υπαινικτικός, πλάγιος ρεαλισμός του Κάρβερ, με νύξεις και στροφές που φορτίζουν συναισθηματικά τον κόσμο του, όλα αυτά τα στοιχεία είναι παρόντα, τηρουμένων των αναλογιών, τόσο στα διηγήματα όσο και στα ποιήματά του. Κάτι πολύ σημαντικό είναι ότι τόσο το ένα όσο και το άλλο είδος συνδέει μια βασική, αλλά ευδιάκριτη, αφηγηματικότητα, την οποία επιδίωκε ο Κάρβερ. Στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει πολλές συλλογές με διηγήματά του, παλαιότερα από τις εκδόσεις Οδυσσέας, πιο πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί το 2018 από τον ποιητή Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο («Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο», εκδ. Γαβριηλίδης – εξαντλημένο). Τώρα, ένας πεζογράφος (με έντονα όμως ποιητικά στοιχεία στη γραφή του), ο Ακης Παπαντώνης, αναλαμβάνει να γυρίσει στα ελληνικά την ποίηση του Κάρβερ, με τον τόμο «Εκεί που είχαν ζήσει», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.

Ο Κάρβερ γεννήθηκε στις 25 Μαΐου του 1938 στην πόλη Κλατσκάνι του Ορεγκον και μεγάλωσε στη Γιακίμα της Ουάσιγκτον. Το 1976 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, «Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;», ενόσω ο πρώτος του γάμος κατέρρεε και η μάχη του με τον αλκοολισμό μαινόταν.

Την οριστική αποκοπή του από το αλκοόλ το 1977 ακολούθησαν οι διάσημες συλλογές του «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη» (1981) και «Καθεδρικός ναός» (1983). Ενδιαμέσως κυκλοφόρησαν συλλογές ποιημάτων του, με την τελευταία, το «A New Path to the Waterfall», να δημοσιεύεται το 1989, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του από καρκίνο στις 2 Αυγούστου του 1988.

Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει τρία ποιήματα από τον τόμο που θα κυκλοφορήσει, καθώς και σημείωμα γραμμένο ειδικά για την «Κ» από τον Ακη Παπαντώνη.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Από τα διηγήματα της πρώτης του συλλογής “Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;” (Will You Please Be Quiet, Please?, 1976) σε εκείνα των “Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη” (What We Talk About When We Talk About Love, 1981) και “Καθεδρικός ναός” (Cathedral, 1983) και ώς τα “ανεπιμέλητα” γραπτά του (όπως δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του από καρκίνο – “Αρχάριοι” [Beginners, 2009]), ο Ρέυμοντ Κάρβερ (1938-1988) φρόντιζε να μας παρουσιάζει τον κόσμο μέσα από τη διεισδυτική και κοφτερή πρόζα του. Οταν λοιπόν, σχεδόν από σύμπτωση, έπεσε στα χέρια μου ο συγκεντρωτικός τόμος όλων των ποιημάτων του (All of Us, 1983), ανακάλυψα τον ποιητή πίσω από τον διηγηματογράφο: πύκνωση των νοημάτων παρά τη λιτή εικονογραφία, μινιμαλιστική αποτύπωση χώρων και καταστάσεων, εσωτερικός ρυθμός των στίχων – όλα όσα θυμίζουν Κάρβερ.

Εχοντας ολοκληρώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές αλλά και έναν ικανό αριθμό αθησαύριστων ποιημάτων, ο Αμερικανός συγγραφέας έδειχνε στην ποίηση την ίδια αφοσίωση με την πεζογραφία. Σε αντίθεση με προηγούμενες μεταφράσεις μου, όπου χρειάστηκαν αρκετές αναγνώσεις προτού χωνέψω το κείμενο και αρχίσω να σκέφτομαι την απόδοσή του στα ελληνικά, εδώ ο ενθουσιασμός ήταν ακαριαίος. Εκανα προφορικές δοκιμές όσο διάβαζα ή κρατούσα ένα πρόχειρο αρχείο στον υπολογιστή και πολύ γρήγορα πρότεινα στη Γιώτα Κριτσέλη την ιδέα μιας ανθολογίας. Καταλήξαμε σε 57 ποιήματα, δημοσιευμένα σε συλλογές ή αθησαύριστα, στα οποία αντικατοπτρίζεται ο κόσμος των διηγημάτων του Κάρβερ και τα μείζονα θέματά του: η αναμέτρηση με τον αλκοολισμό, η συντροφικότητα (ή η έλλειψή της), το βάρος των αποφάσεων του παρελθόντος, η δίψα για ζωή μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος. Και όλα αυτά με έναν τρόπο που –έχω πια πειστεί– πρέπει να γνωρίσει ο αναγνώστης πριν προσεγγίσει εκ νέου την πεζογραφία του Κάρβερ. Με άλλα λόγια, όπως με ακρίβεια το θέτει η δεύτερη σύζυγός του, Τες Γκάλαχερ, στην εισαγωγή της τελευταίας του συλλογής: “[…] ο Ρέη χρησιμοποιούσε την ποίησή του για να τραβήξει την τίγρη έξω από την κρυψώνα της”.»

«Καλύτερα λίγο ποιητής παρά καθόλου»

Το 1981-82, δύο συνεργάτες του ιστορικού αμερικανικού λογοτεχνικού εντύπου The Paris Review, οι Μόνα Σίμπσον και Λιούις Μπάζμπι, συναντούσαν κάθε τόσο τον Ρέιμοντ Κάρβερ, κυρίως στο σπίτι του στο Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης. Παράλληλα, αντάλλαζαν συστηματικά επιστολές όπου οι δύο συντάκτες απηύθυναν γραπτές ερωτήσεις προς τον Κάρβερ κι εκείνος απαντούσε ανάλογα. Ολο αυτό γινόταν για τις ανάγκες της μεγάλης, καθιερωμένης συνέντευξης «Η τέχνη της μυθοπλασίας» (The Art of Fiction) που περιλαμβάνει σε κάθε τεύχος του το The Paris Review (η συνέντευξη του Κάρβερ δημοσιεύθηκε το 1983).

Την περίοδο κατά την οποία γίνονται αυτές οι ζωντανές και γραπτές συνομιλίες, ο Κάρβερ είναι «καθαρός» από το αλκοόλ εδώ και περίπου μία πενταετία (αλλά δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του: το 1988, θα πεθάνει από καρκίνο).

«Ο Κάρβερ είναι ένας μεγαλόσωμος άνδρας που ντύνεται απλά – φοράει φανελένια παντελόνια, χακί ή τζιν», γράφουν οι συνεργάτες του περιοδικού. «Μοιάζει να ζει και να ντύνεται όπως οι χαρακτήρες στις ιστορίες του. Για έναν τόσο μεγαλόσωμο άνδρα, έχει μια απίστευτα σιγανή, αθόρυβη φωνή. Κάθε τόσο αναγκαζόμασταν να σκύβουμε για να τον ακούσουμε και να ρωτάμε αυτό το εκνευριστικό “Τι; Τι;”».

Κάποια στιγμή, η συζήτηση γυρίζει στην ποίηση. «Γράφετε ακόμα ποίηση;», ρωτούν τον Κάρβερ. «Λίγο», αποκρίνεται, «όχι όσο θα ήθελα. Θέλω να γράψω περισσότερη ποίηση. Εάν περάσει πολύς καιρός, έξι μήνες ή κάτι τέτοιο, χωρίς να έχω γράψει καθόλου ποίηση, αγχώνομαι πολύ. Ενίοτε διερωτώμαι αν έπαψα να είμαι ποιητής ή αν θα μπορέσω ποτέ ξανά να γράψω μερικά ποιήματα ακόμη».

Οταν τον ρωτούν με ποιο τρόπο η πεζογραφία επιδρά πάνω στην ποίηση, και το αντίστροφο, ο Κάρβερ αποκρίνεται ότι αυτό έχει σταματήσει πια. «Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, με ενδιέφερε εξίσου να γράφω ποιήματα και πεζά. Οταν διαβάζω λογοτεχνικά περιοδικά, πάντοτε αρχίζω από τα ποιήματα και μετά πιάνω τα διηγήματα. Εν τέλει, χρειάστηκε να κάνω μια επιλογή και κατέληξα στην πεζογραφία. Ηταν η σωστή επιλογή για μένα.

Δεν είμαι “γεννημένος” ποιητής. Δεν ξέρω αν είμαι “γεννημένος” για τίποτε άλλο πέρα από το να είμαι ένα λευκό αμερικανικό αρσενικό. Ισως γίνω περιστασιακός ποιητής. Δεν πειράζει όμως. Είναι καλύτερο από το να μην είμαι καθόλου ποιητής».

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ [1]

Πάντα ήθελα ποταμίσια πέστροφα
για πρωινό.

Ξαφνικά, ανακαλύπτω καινούργιο μονοπάτι
μέχρι τον καταρράκτη.

Αρχίζω να βιάζομαι.
Ξύπνα,

λέει η γυναίκα μου,
ονειρεύεσαι.

Ομως, όταν κάνω να σηκωθώ,
το σπίτι γέρνει.

Ποιος ονειρεύεται;
Είναι μεσημέρι, λέει εκείνη.

Τα καινούργια μου παπούτσια περιμένουν δίπλα στην πόρτα.
Αστράφτουν.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΖΗΣΕΙ

Οπου κι αν πήγαινε εκείνη τη μέρα βάδιζε
μέσα στο ίδιο του το παρελθόν. Περνούσε κλοτσώντας
μέσα από σωρούς
αναμνήσεων. Κοιτούσε μέσα από παράθυρα
που δεν του ανήκαν πια.
Δουλειά και φτώχεια και να τους κλέβουν και τα ρέστα.
Εκείνες τις μέρες ζούσαν χάρη στη θέλησή τους,
αποφασισμένοι να είναι ανίκητοι.
Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Οχι
για πολύ.

Στο δωμάτιο του μοτέλ
την ίδια νύχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας,
τράβηξε μια κουρτίνα. Είδε σύννεφα
να στριμώχνονται μπροστά απ’ το φεγγάρι. Πλησίασε
πιο κοντά στο τζάμι. Αέρας παγωμένος πέρασε
κι έβαλε το χέρι στην καρδιά του.
Σε αγαπούσα, σκέφτηκε.
Σε αγαπούσα πολύ.
Πριν σταματήσω πια να σ’ αγαπώ.

ΤΟ ΣΤΙΛΟ

Το στιλό που έλεγε την αλήθεια
κατέληξε στο πλυντήριο
για τον κόπο του. Βγήκε
μια ώρα αργότερα, και ρίχτηκε
στο στεγνωτήριο μαζί με παντελόνια τζην
κι ένα πουκάμισο καρό. Πέρασε μέρες
ήσυχο στο γραφείο
κάτω απ’ το παράθυρο. Εστεκε εκεί
και σκεφτόταν πως είχε ξοφλήσει.
Χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα
στ’ όνομά του. Δεν είχε
τη θέληση να συνεχίσει, ακόμα κι αν το επιθυμούσε.
Μα ένα πρωί, περίπου μια ώρα
πριν χαράξει, ζωντάνεψε
κι έγραψε:
«Τα νοτισμένα λιβάδια κοιμισμένα στο φεγγαρόφως».
Υστερα έμεινε ακίνητο ξανά.
Η χρησιμότητά του σε αυτή τη ζωή
σαφώς στο τέλος της.

Εκείνος το κούνησε και το χτύπησε
στο γραφείο. Υστερα το παράτησε σχεδόν.
Ομως ακόμα μια φορά, με τεράστια
προσπάθεια, επιστράτευσε τα τελευταία του
αποθέματα. Να τι έγραψε:
«Ελαφρύ αεράκι, και πέρα απ’ το παράθυρο
δέντρα να κολυμπάνε στον χρυσαφένιο πρωινό αέρα».

Προσπάθησε να γράψει λίγο ακόμα
μα αυτό ήταν όλο. Το στιλό
σταμάτησε για πάντα να δουλεύει.
Κατέληξε τελικά
στην πυρά μαζί με
άλλα σκουπίδια. Ωσπου πολύ αργότερα
ένα άλλο στιλό,
ένα κοινό στιλό
που δεν είχε αποδείξει πως αξίζει
ακόμα, έγραψε με ευκολία:
«Σκοτάδι μαζεύεται στα κλαδιά.
Μείνε μέσα. Μείνε ακίνητος».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση