ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο «Λαγός» ξημερώματα στο κρεβάτι με τη Ρουθ

Το «Λαγέ, τρέξε» είναι ένα από τα σύγχρονα κλασικά αμερικανικά μυθιστορήματα

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ

Το «Λαγέ, τρέξε» είναι ένα από τα σύγχρονα κλασικά αμερικανικά μυθιστορήματα. Ο διάσημος Τζον Απνταϊκ το έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1960.

Το μυθιστόρημα αποτυπώνει μία περίοδο στη ζωή του Χάρι «Λαγού» Ανγκστρομ. Στα 26 του, ο «Λαγός», πρώην σταρ του μπάσκετ στο σχολείο του, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν αδιέξοδο γάμο, μια πληκτική δουλειά, έχει ήδη ένα γιο και ένα ακόμα παιδί στα σκαριά οπότε... «αρχίζει να τρέχει»: το σκάει με το αυτοκίνητο και ξεκινά μια περιπλάνηση στην αμερικανική ενδοχώρα όπου συναντά διάφορους τύπους – και γυναίκες. Ο «Λαγός» καταλήγει στο κρεβάτι με μία από αυτές, δίχως όμως αυτή η συνεύρεση να έχει κάτι το αληθινά ερωτικό ή συναισθηματικό.

Το απόσπασμα που ακολουθεί ως προδημοσίευση από το μυθιστόρημα το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Οξύ (μτφρ.: Πάνος Τομαράς, επίμετρο: Σώτη Τριανταφύλλου) προέρχεται από αυτό ακριβώς το επεισόδιο. Ο «Λαγός» βρίσκεται ξημερώματα στο κρεβάτι με τη Ρουθ.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Ο Τζον Απνταϊκ έγραψε το «Λαγέ, τρέξε», που κυκλοφορεί στα ελληνικά αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Οξύ, στα τέλη της δεκαετίας του’50. 

«Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούν δυνατά. Πηγαίνει στη δική της πλευρά του κρεβατιού για να δει τους καλοντυμένους ανθρώπους στην απέναντι μεριά του δρόμου να μπαίνουν στην εκκλησία από ασβεστόλιθο, που το αναμμένο φως της απ’ το παράθυρο τον είχε αποκοιμίσει το προηγούμενο βράδυ. Απλώνει το χέρι και ανοίγει το πατζούρι μερικά εκατοστά. Το ροζ παράθυρο τώρα είναι σκοτεινό.

Πάνω από την εκκλησία, πάνω από το Μάουντ Τζατζ, ο ήλιος λάμπει με φόντο το γαλάζιο. Η σκιά του καμπαναριού πέφτει στο έδαφος – ένα δροσερό, κοντό αρνητικό που μέσα του στέκονται και κουτσομπολεύουν μερικοί άντρες με λουλούδι στο πέτο, ενώ τα κοινά πρόβατα του ποιμνίου εισέρχονται με το κεφάλι σκυφτό. Ο Λαγός αισθάνεται ικανοποιημένος και καθησυχασμένος στη σκέψη πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν την τολμηρή ιδέα να φύγουν απ’ το σπίτι τους και να πάνε εκεί για να προσευχηθούν. Κλείνει τα μάτια και κατεβάζει το κεφάλι συγκινημένος, με μια ανεπαίσθητη κίνηση για να μην το παρατηρήσει η Ρουθ.

Βοήθησέ με, Χριστέ μου. Συγχώρεσέ με. Φέρε με στον σωστό δρόμο. Ευλόγησε τη Ρουθ, την Τζάνις, τον Νέλσον, τη μητέρα και τον πατέρα μου, τον κύριο και την κυρία Σπρίνγκερ και το αγέννητο μωρό. Συγχώρεσε τον Τούδερο και όλους τους άλλους. Αμήν. Ανοίγει τα μάτια του, αντικρίζει την ημέρα και λέει: «Μαζεύτηκαν πολλοί πιστοί». «Είναι Κυριακή πρωί», λέει εκείνη. «Κάθε Κυριακή πρωί θέλω να ξεράσω». «Γιατί;».

Εκείνη αποκρίνεται μ’ ένα «πφφφ», λες και ο Λαγός γνωρίζει ήδη την απάντηση. Αφού το σκέφτεται για λίγο και τον βλέπει να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο ξαπλωμένος με σοβαρό ύφος, λέει: «Μια φορά είχα έρθει εδώ μ’ έναν τύπο και με ξύπνησε από τις οκτώ γιατί ήταν δάσκαλος στο κατηχητικό και είχε μάθημα στις 09.30». «Εσύ δεν πιστεύεις σε τίποτα;» «Οχι. Γιατί, εσύ πιστεύεις;» «Ε, ναι, έτσι νομίζω». Η βραχνή φωνή και η βεβαιότητά της τον κάνουν να μορφάσει. Αναρωτιέται μήπως λέει ψέματα. Αν τελικά λέει ψέματα, τότε βρίσκεται στη μέση του πουθενά· αισθάνεται κενός σ’ αυτή τη σκέψη. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου μερικοί άνθρωποι ντυμένοι με τα καλά τους περπατούν στο πεζοδρόμιο, μπροστά από μια σειρά ξεθωριασμένα τούβλινα σπίτια. Μήπως είναι αιθεροβάμονες; Τα ρούχα τους… φορούν τα καλά τους. Η σκέψη τριγυρίζει στο μυαλό του ευχάριστα· του φαίνεται σαν μια οπτική απόδειξη ενός αθέατου κόσμου. «Τότε, εφόσον πιστεύεις, τι δουλειά έχεις εδώ;» τον ρωτάει. «Γιατί, τι σχέση έχει; Μήπως νομίζεις ότι είσαι ο Σατανάς;» Αυτό την κάνει να σταματήσει για μια στιγμή. Στέκεται ακίνητη κρατώντας μια χτένα κι ύστερα βάζει τα γέλια. «Εντάξει τότε, αφού σ’ ευχαριστεί…». Εκείνος επιμένει. «Γιατί δεν πιστεύεις σε τίποτα;» «Με δουλεύεις;» «Οχι. Δεν υπάρχουν στιγμές, έστω ένα δευτερόλεπτο, που να σου φαίνεται λογικό;» «Η ύπαρξη του Θεού εννοείς; Οχι. Το αντίθετο μου φαίνεται λογικό. Πάντα».

«Ε, τότε, αφού δεν υπάρχει Θεός, για ποιο λόγο υπάρχει οτιδήποτε άλλο;» «Τι πάει να πει για ποιο λόγο; Δεν υπάρχει λόγος. Απλώς έτσι έχουν τα πράγματα». Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και ανασηκώνει το πάνω χείλος της χτενίζοντας τα μαλλιά της· τέτοια στάση παίρνουν πάντα οι γυναίκες στο σινεμά. «Εγώ δεν αισθάνομαι έτσι για σένα», της λέει, «ότι απλώς υπάρχεις χωρίς λόγο». «Τι θα ’λεγες να ντυθείς, αντί να κάθεσαι εκεί και να μου κάνεις κήρυγμα;». Τα λόγια της και ο τρόπος που γυρίζει προς το μέρος του τινάζοντας τα μαλλιά της για να του μιλήσει τον ανάβουν. «Ελα εδώ», της λέει. Ερεθίζεται στην ιδέα να κάνουν έρωτα ενώ ο κόσμος είναι στην εκκλησία. «Οχι», λέει η Ρουθ. Είναι λίγο χολωμένη. Την ενοχλεί το ότι πιστεύει στον Θεό. «Τι έγινε; Δεν με συμπαθείς πια;» «Τι σε νοιάζει;» «Με νοιάζει και το ξέρεις» «Σήκω απ’ το κρεβάτι μου». «Θα σου χρωστάω άλλα δεκαπέντε δολάρια». «Το μόνο που μου χρωστάς είναι να τσακιστείς και να φύγεις».

«Τι; Και να σ’ αφήσω ολομόναχη;». Το λέει γρήγορα, για πλάκα, ενώ εκείνη στέκεται σαστισμένη· ύστερα σηκώνεται μ’ έναν πήδο από το κρεβάτι, μαζεύει από κάτω μερικά ρούχα του, χώνεται στο μπάνιο και κλείνει την πόρτα. Οταν βγαίνει απ’ το μπάνιο μόνο με τα εσώρουχά του, συνεχίζει την πλάκα: «Δεν με συμπαθείς πια». Σουφρώνει τα χείλη του και πηγαίνει στην καρέκλα όπου έχει αφήσει προσεκτικά διπλωμένο το παντελόνι του. Οσο ήταν στο μπάνιο, εκείνη έστρωνε το κρεβάτι. «Σε συμπαθώ αρκετά», του λέει μηχανικά, ισιώνοντας το κλινοσκέπασμα. «Αρκετά για τι πράγμα;» «Απλώς αρκετά». «Και γιατί με συμπαθείς;» «Γιατί είσαι πιο μεγαλόσωμος από μένα». Πηγαίνει στην άλλη γωνία και τραβάει κι εκεί τα σκεπάσματα. «Αυτό μου την έδινε αφάνταστα· ότι οι μικροκαμωμένες γυναίκες, που όλοι τις βρίσκουν τόσο χαριτωμένες, αρπάζουν όλους τους μεγαλόσωμους άντρες». «Εχουν ένα πλεονέκτημα», της λέει. «Φαίνονται πιο εύκολες στο κρεβάτι». Εκείνη βάζει τα γέλια και λέει: «Στο κρεβάτι ή στο πήδημα;». Φοράει το παντελόνι του και δένει τη ζώνη του. «Και για ποιον άλλο λόγο με συμπαθείς;». Τον κοιτάζει καλά καλά. «Θέλεις να σου πω;» «Πες μου». «Επειδή δεν έχεις παραιτηθεί. Με τον ηλίθιο τρόπο σου, συνεχίζεις να παλεύεις».

Τα λόγια της του αρέσουν πολύ. Η ευχαρίστηση μεταδίδεται στους νευρώνες του, τον κάνει να νιώθει πελώριος. Ωστόσο, του έχουν ενσταλάξει μέσα του την αμερικανική αρχή της μετριοφροσύνης, και «η θέληση να πετύχεις κάτι» ξεφεύγει από τα χείλη του, που προσπαθεί να τα κάνει να δείχνουν στραβ».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X