ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο Ναύαρχος ξανανοίγεται στον Ατλαντικό

Το μυθιστόρημά του «Οι ναυαγοί της Πασιφάης» τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω»

Kathimerini.gr

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το εν εξελίξει ανέκδοτο μυθιστόρημα «Το τελευταίο ποστάλι» (εναλλακτικός τίτλος «Προσάναμμα») του Φαίδωνα Ταμβακάκη (Αλεξάνδρεια, 1960), το οποίο, όπως και πολλά άλλα πεζογραφικά έργα του δεινού ιστιοπλόου Φ. Ταμβακάκη, διαδραματίζεται εν πλω. Το μυθιστόρημά του «Οι ναυαγοί της Πασιφάης» (1997) τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Η νουβέλα του «Αναπαλαίωση» τιμήθηκε με το Βραβείο Νουβέλας της Ακαδημίας Αθηνών - Ιδρυμα Πέτρου Χάρη το 2015. Στο υπό έκδοση μυθιστόρημα, ο Αντώνης Μάρκελλος, γνωστός ως Ναύαρχος, κορυφαίος βιομήχανος της χώρας, έχει μόλις καταστραφεί και αποφασίζει να πάει στο νησί της Αγίας Ελένης με το τελευταίο ταχυδρομικό πλοίο (ποστάλι) προτού παροπλιστεί, κι ενώ ετοιμάζονται τα εγκαίνια αεροδρομίου στο νησί. Μαζί του η κειμενογράφος που έχει αναλάβει τη σύνταξη του χρονικού της εταιρείας. Βρισκόμαστε λίγο μετά τον απόπλου από το Κέιπ Τάουν.

Το πλοίο ανοίγεται στον Ατλαντικό και αρκετοί εγκαταλείπουν το κατάστρωμα για να προλάβουν ένα ποτό πριν το πρώτο σερβίρισμα του δείπνου στις 18.45, εμείς έχουμε δηλώσει των 20.00. Ο Ναύαρχος έχει ξαναδιασχίσει αυτά τα νερά πολύ πριν τον αγώνα Κέιπ - Ρίο. Τον Μάρτιο του 1941, ο πατέρας του φοβούμενος την επέλαση των Γερμανών, έστειλε στην Αλεξάνδρεια την Αυγούστα, έγκυο στον τρίτο μήνα, τα δύο παιδιά Λιβία και Αντώνη, τη Γαλλίδα γκουβερνάντα Σαντρά, και τον Σουά, (Soie), τον σκύλο ράτσας παγκ, που όφειλε το όνομα, όχι στο απαλό τρίχωμα, αλλά στην ομοιότητα με τον Ιωάννη Μεταξά. Δεν ήξερε πότε θα τους ξανανταμώσει γιατί τα τσιμεντάδικα δεν σταματούν να δουλεύουν στον πόλεμο, εκτός και βομβαρδιστούν. Δούλευαν με φοβερές ελλείψεις σε πρώτες ύλες και δυναμικό, καθώς το ένα τρίτο του προσωπικού, μαζί και ο αδελφός του και δύο εξαδέλφοι, είχαν επιστρατευθεί, όλα δε τα μεταφορικά μέσα της «Αντωνύμου Βιομηχανικής & Εμπορικής Εταιρείας Ηφαιστος - Αφοί Μαρκέλλου», και το τσιμέντο, είχαν επιταχθεί.

Ομως και η Αλεξάνδρεια δεν του φάνηκε, σε λίγο, ασφαλής, ο Ρόμελ προέλαυνε στη Λιβύη και κάθε βράδυ οι σειρήνες προειδοποιούσουν για βομβαρδισμούς.

– Τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε κίνδυνο, θεωρούσαμε όλη αυτή τη φασαρία παιχνίδι. Το πράγμα σοβάρεψε όταν χτυπήθηκε το εργαστήριο του Παστρούδη, και το αγαπημένο ζαχαροπλαστείο, που μας πήγαινε καθημερινά η μητέρα, έκλεισε προσωρινά. Για χρόνια είχα την εντύπωση ότι η πάστα όφειλε το όνομά της στον Παστρούδη, τον Λημνιό ζαχαροπλάστη, κι ότι οι Γερμανοί ήταν τόσο κακοί που ήθελαν να στερήσουν τον κόσμο από τα γλυκά. Ωριμάζοντας αντιλήφθηκα ότι δεν είναι όλοι οι Γερμανοί που μισούν τα γλυκά, αλλά βεβαιώθηκα ότι τα επώνυμα των ανθρώπων δεν βγαίνουν τυχαία.

Τον Μάιο, μετά την ολοκληρωτική επικράτηση των Γερμανών στην Ελλάδα, βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια ο βασιλιάς και μεγάλο τμήμα της ελληνικής κυβέρνησης, μαζί και ο οικογενειακός φίλος, Γιώργος Μαντζαβίνος, υποδιοικητής της Τράπεζας Ελλάδος. Υστερα από συνεννόηση με τον Μαντζαβίνο, ο Μιχελής κανόνισε να φύγει για τη Νότιο Αφρική η έγκυος μητέρα, με τα δύο παιδιά, την Σαντρά και τον Σουά, με επιταγμένο πλοίο και συνοδεία διευθυντή της τράπεζας. Θα μπορούσε να πάει ένα μήνα αργότερα, με υπερωκεάνιο, αλλά η Αυγούστα προτίμησε την ταχύτητα έναντι της άνεσης.

– Δε μας άρεσε που φεύγαμε από την Αλεξάνδρεια, περνούσαμε υπέροχα, είχαμε συγγενείς που μας φρόντιζαν, είδαμε και τον βασιλιά από κοντά, μια απογοήτευση, δίχως άλογο και με χακί στολή αντί του ναυτικού. Η πόλη, παρασάγγας πιο ενδιαφέρουσα από την Αθήνα, εντυπωσιακά μαγαζιά, οι δρόμοι ασφάλτινοι, άνθρωποι από όλη τη γη, το φαΐ και τα φρούτα με τις μυρωδιές τους, αξέχαστα. Και το Κάιρο μας άρεσε, με τον ζωολογικό κήπο, τις πυραμίδες κι εκείνο το καταπληκτικό μουσείο, μου είχε φανεί απέραντο τότε, με τις ταριχευμένες γάτες και τις μούμιες, μαγικός τόπος για παιδιά.

Εβγαλε το μαύρο μπλοκάκι και έγραψε μερικές λέξεις. 

– Θυμάμαι ακόμα ένα σύνθημα, στα ελληνικά, σε τοίχο της Αλεξάνδρειας, δεν ήξερα να διαβάζω, το διάβασε η Λίβια, και μας άρεσε τόσο που το επαναλαμβάναμε συνέχεια: Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΞΥΡΙΣΜΕΝΗ ΜΑΪΜΟΥ. Δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσε ο φιλόσοφος του δρόμου, αλλά ξεσπούσαμε σε νευρικά γέλια κάθε που την επαναλαμβάναμε. Οποτε συνέβαινε κάτι στενάχωρο, ή μας μάλωναν, ο ένας από τους δύο μας ξεκινούσε «Η Ζωή...» και ξεκαρδιζόμασταν ξορκίζοντας τη στεναχώρια. Ισως κάποτε βρεθεί αυτός που θα την εξηγήσει, με κίνδυνο βέβαια να πάψει να είναι αστεία.

Στη διαδρομή για το Σουέζ, μέσα από την έρημο τα παιδιά έκαναν διαγωνισμό ποιο θα δει περισσότερες καμήλες και ποιο γαϊδουράκια. Ο Αντώνης έχανε διαρκώς γιατί δεν ήξερε να μετράει πάνω από το δέκα. Το πλοίο σάλπαρε στις 15 Ιουνίου για το Ντέρμπαν. Τα παιδιά περνούσαν καταπληκτικά, εξερευνώντας το μηχανοστάσιο, τα κρένια, τις άγκυρες και τους τεράστιους κάβους, κι όπως δεν υπήρχαν άλλοι επιβάτες, ήταν οι μασκότ του πλοίου, μάλλον μια δικαιολογία για να πλησιάζουν την γκουβερνάντα, οι αξιωματικοί και το πλήρωμα. Η Αυγούστα έλεγε πως «σε αυτό το φρικαλέο βαπόρι, που έζεχνε μαζούτ, κι από τη ζέστη ήμασταν πάντα μούσκεμα, εκεί το σκανταλιάρικό μου ήταν αγγελούδι!». Δεν είχε προσέξει ότι ο πιτσιρικάς έβρισκε δροσιά στον κόρφο της Σαντρά όπου αναδύονταν υπέροχες μυρωδιές από πούδρα και γαλλικό άρωμα.

Από το Ντέρμπαν, οδικώς στο Κέιπ Τάουν, βλέπουν για πρώτη φορά άγρια ζώα ελεύθερα: λιοντάρια, ρινόκερους, καμηλοπαρδάλεις, ελέφαντες, σε όλη τη φοβερή μεγαλοπρέπεια που έλειπε στον ζωολογικό κήπο του Καΐρου. Λογικό θα ήταν η Αυγούστα να γεννήσει εκεί, αντί να διακινδυνεύσει στη θάλασσα, όμως εκείνη επέμενε το παιδί να αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα. Τον Ιούλιο μπάρκαραν στο νορβηγικό εμπορικό «Ιντα Μπάκκε», από τα θρυλικά πλοία της Κνούτσεν. Λόγω της νορβηγικής ουδετερότητας, ήταν από τα ασφαλέστερα για να διαπλεύσεις τον Ατλαντικό. Τα συμμαχικά καράβια βυθίζονταν αδιάκριτα από τα γερμανικά υποβρύχια, και όλα κινδύνευαν από νηοψίες, της μιας ή της άλλης πλευράς, μήπως μετέφεραν πολεμοφόδια ή στρατεύματα. Το «Ιντα Μπάκκε» κατάφερε τον διάπλου των 6.800 μιλίων μέχρι τη Νέα Υόρκη, στον αξιοπρεπέστατο χρόνο των είκοσι ημερών. Ούτε νηοψίες, ούτε τορπίλες τους καθυστέρησαν και ο Ζαννής γεννήθηκε Αμερικανός, σε πολυτελή θάλαμο αντικρίζοντας την ανατολή, ανάμεσα σε ουρανοξύστες. Η πιο περίεργη σύμπτωση, την οποία τα παιδιά έμαθαν πολύ αργότερα, είναι ότι στον Ινδικό, το πλοίο τους μετέφερε τον ελληνικό χρυσό, και το πλοίο τους στον Ατλαντικό, είχε νωρίτερα μεταφέρει τον νορβηγικό. Η μητέρα ήταν ενήμερη, ο Μαντζαβίνος δραματοποίησε όσο μπορούσε τους κινδύνους. «Εάν το ταξίδι είναι ασφαλές για τον χρυσό της Ελλάδος, είναι ασφαλές και για τα χρυσά μου. Εάν πάλι το γνωρίζουν οι Γερμανοί, είναι η καλύτερη ασφάλεια. Τόσες ζωές θυσίασαν για το χρυσάφι, φαντάζεσαι να στείλουν τέτοιο φορτίο στο βυθό!».

Συνταξίδευσαν με 610.000 ουγγιές, σε μπάρες και λίρες Αγγλίας, που τις πρόσεχαν μόνο δύο ανώτεροι υπάλληλοι. Μετά τον πόλεμο, ο Αριστείδης Λαζαρίδης και ο Μίνως Λεβής, ήταν τακτικοί θαμώνες στα δείπνα των Μάρκελλων και ξαναθυμόντουσαν την περιπέτεια της μεταφοράς από την Αθήνα στην Πρετόρια, μια ιστορία που άρεσε σε όλους να την ακούνε ξανά και ξανά, με νέες λεπτομέρειες. Πρώτα πήγαν από τη Σκάλα Ωρωπού στα Χανιά, κι από το Ηράκλειο στην Αλεξάνδρεια, αντιμετωπίζοντας επιδρομές στούκας, και τα πλοία να βυθίζονται γύρω τους. Κι όμως, από τον χρυσό, ύστερα από τόσες φορτώσεις και μεταφορτώσεις, τον εκτεθειμένο στο κατάστρωμα κάτω από σφοδρά πυρά, δεν χάθηκε ούτε μία ουγγιά. Για την ακρίβεια, κατά τη μεταφορά στη Σούδα, από το ρυμουλκό «Σάλβυα», στο καταδρομικό «Διδώ», ένα κιβώτιο έσπασε, χύθηκαν οι λίρες στην κουβέρτα, και στο μέτρημα έλειπε μία.

– Οταν στο Ντέρμπαν αποχαιρετιστήκαμε, η μητέρα έδωσε στον Λαζαρίδη, ο Λεβής θα ερχόταν με τον βασιλέα, ένα φάκελο με ευχαριστήριο επιστολή προς τον Μαντζαβίνο, κι επιμελώς τυλιγμένη σε χαρτί, μια λίρα. «Δεν αξίζει να στιγματιστεί η ηρωική σας αποστολή, από κάτι τόσο ασήμαντο». Οσο για τον χρυσό που φυγάδευσε η νορβηγική κυβέρνηση, λίγο πριν τη γερμανική εισβολή, πρώτα πήγε στην Αγγλία κι από τον φόβο των βομβαρδισμών μοιράστηκε σε διάφορες χώρες, για να καταλήξει στην Οτάβα με πλοία κι αεροπλάνα. Το «Ιντα Μπάκκε» είχε μεταφέρει ένα μέρος από τους 50 τόνους, τον Ιούνιο του 1940, από το Λίβερπουλ στο Μόντρεαλ. Τη σύμπτωση αυτή την έμαθαν χρόνια αργότερα όταν ο Ναύαρχος αναζητώντας στο Διαδίκτυο πληροφορίες και φωτογραφίες σε ναυτικά αρχεία.

– Αντίθετα από τους δικούς μας, οι Νορβηγοί έχασαν κατά τη μεταφορά 297 χρυσά νομίσματα. Μπορεί στα αμπάρια, ή σε κρυψώνες των ναυτών, να συνταξιδέψαμε και μ’ αυτά τα προσφυγόπουλα. Κρίμα να μην το ξέρουμε, να ψάξουμε για θησαυρούς, πέρα από τον κόρφο της Σαντρά.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X