ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το πρώτο Μπούκερ από την Αραβία

Το πρώτο αραβικό βραβείο Μπούκερ τιτλοφορείται «Οι κόρες της Σελήνης» και το υπογράφει η Τζόκα Αλ Χάρθι από το Ομάν

Kathimerini.gr

Το πρώτο αραβικό βραβείο Μπούκερ τιτλοφορείται «Οι κόρες της Σελήνης» και το υπογράφει η Τζόκα Αλ Χάρθι από το Ομάν. Το μυθιστόρημα, που τιμήθηκε με το κορυφαίο βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο το 2019, θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη. Μια ιστορία για τη μνήμη και τη λήθη, τις ιστορίες που θυμόμαστε και λησμονούμε, τοποθετημένη στο εξωτικό Ομάν. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει ένα μικρό απόσπασμα.

Προδημοσίευση

Οταν γεννήθηκε ο Μοχάμαντ, τον χρόνο που κληρονόμησα την εμπορική επιχείρηση του πατέρα, μετακομίσαμε στο Μουσκάτ. Η Μάγια χάρηκε πολύ. Είπε πως δεν μπορούσε να ζήσει όλη της τη ζωή κάτω από τον έλεγχο της μάνας της. Σταμάτησε το ράψιμο όταν γεννήθηκε ο Μοχάμαντ, δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν ανοίχτηκε ο καινούργιος δρόμος στον νότο και χτίστηκε το εργοστάσιο. Η Χανάν, φίλη της Λάντον, δίδασκε στο δημοτικό σχολείο της πόλης Σαλάλα, όταν έφτασε στη μέση της νύχτας για να μας ενημερώσει ότι ένα τσούρμο έφηβοι επιτέθηκαν στα σπίτια όπου έμεναν οι δασκάλες και βίασαν μερικές, μαζί και τη Χανάν.

Με την ευκαιρία της μετακόμισης στο καινούργιο σπίτι του Μουσκάτ, η Μάγια μαγείρεψε για το επίσημο τραπέζι και κάλεσε όλες τις φίλες της. Ο Σάλιμ πήγαινε τότε στο δημοτικό και ο Μοχάμαντ δεν έδειχνε διαφορετικός από οποιοδήποτε άλλο νεογέννητο. Η Μάγια ήταν χαρούμενη και τη νύχτα φόρεσε την μπλε σκούρα νυχτικιά της. Οταν πέσαμε για ύπνο, τη ρώτησα: “Μ’ αγαπάς, Μάγια;” Τινάχτηκε απορημένη. Δεν μου απάντησε, ύστερα έβαλε τα γέλια. Γέλασε πολύ δυνατά. Ενοχλήθηκα. Εκείνη είπε: “Από πού ξεσήκωσες αυτές τις κουβέντες, άντρα μου; Από τα σίριαλ της τηλεόρασης ή από το πιάτο του δορυφόρου και τις αιγυπτιακές ταινίες που έκαναν το μυαλό σου πολτό;” (...)

«Οι κόρες της Σελήνης» τιμήθηκαν με το κορυφαίο βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο το 2019.

Στον πατέρα μου είχα πει νωρίτερα: “Σε παρακαλώ, πατέρα, θέλω να πάω στην Αίγυπτο ή το Ιράκ και να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο”. Ο πατέρας με έπιασε από τον λαιμό και έβαλε τις φωνές: “Μα τη γενειάδα μου, ορκίζομαι πως δεν θα φύγεις από το Ομάν. Θέλεις να ρεζιλευτείς; Να γυρίσεις από την Αίγυπτο ή το Ιράκ με ξυρισμένη γενειάδα, να καπνίζεις και να πίνεις;” Κι έτσι, τελείωσα το γυμνάσιο και μπήκα κατευθείαν στην επιχείρησή του. Μόνο μετά τον θάνατό του μετακομίσαμε στο Μουσκάτ.

Η Λάντον ήταν πολύ όμορφη και το κορμί της είχε σχηματιστεί. Η Μάγια, κάθε απόγευμα, την έκανε μπάνιο στο φάλατζ ενώ εκείνη γελούσε ασταμάτητα. Αγόραζα για κείνη παιδικές τροφές Heinz και Milupa. Ηταν το μοναδικό παιδί σε όλο το Αλ’ αουάφι που έτρωγε τέτοια πράγματα. Τα έπαιρνα από την καντίνα και η Μάγια καμάρωνε και καυχιόταν. Ο πατέρας μου φώναζε πάντα: “Παιδί... παιδί”. Ημουν όμως πατέρας τριών παιδιών, δεν ήμουν εγώ το παιδί (...) “Παιδί... παιδί... Δέσε τον Σάντζαρ, τον δούλο, στο στύλο που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της αυλής και αλίμονο σ’ όποιον του δώσει νερό ή σκιά”. Κάθισα στις φτέρνες δίπλα του και του είπα: “Πατέρα, η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους σκλάβους εδώ και χρόνια και ο Σάντζαρ έφυγε για το Κουβέιτ”.
(...) Κάποιος Ομανός παντρεύτηκε την κόρη του Σάντζαρ και το κορίτσι γύρισε πίσω για να μείνουν στο Μουσκάτ. Οταν με είδε στο νοσοκομείο Νάχντα όπου εργαζόταν ως νοσοκόμα, με γνώρισε. Στη θέα του ετοιμοθάνατου πατέρα μου, τα χείλη της σφίχτηκαν.

Ο πατέρας έβαλε πάλι τις φωνές και τα δυο του μαύρα χείλη άρχισαν να τρέμουν: “Δέσε τον δούλο τον Σάντζαρ για να μην ξανακλέψει καμιά σακούλα με κρεμμύδια”. Καθώς δεν έλεγα τίποτα, άρχισε να κουνάει το μπαστούνι του θυμωμένος. “Δεν άκουσες, παιδί; Σου λέω να πας να τον τιμωρήσεις για να μην κλέψει πάλι”. (...) Αρπαξα το χέρι του και το φίλησα αλλά πάλι με έσπρωξε πέρα. “Πατέρα μου, η κυβέρνηση απελευθέρωσε όλους τους δούλους, μαζί και τον Σάντζαρ... η κυβέρνηση, πατέρα”.

Γρύλισε λες και με είχε επιτέλους ακούσει. “Τι έχει να κάνει η κυβέρνηση; Ο Σάντζαρ είναι δούλος δικός μου, όχι της κυβέρνησης για να τον απελευθερώσει. Αγόρασα τη μάνα του τη Ζαρίφα με είκοσι ασημένια γρόσια. Την τάιζα όταν μια σακούλα ρύζι κόστιζε εκατό ασημένια γρόσια. Ναι, εκατό γρόσια. Το ένα να χτυπάει πάνω στο άλλο. Αχ, Ζαρούφ μου... όμορφη Ζαρούφ... αφράτη, αρχόντισσα Ζαρούφ!”».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση