

Του Απόστολου Κουρουπάκη
Παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στο Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή η έκθεση «Βάσω Κατράκη- Δημήτρης Αληθεινός: Συνύπαρξη», σε επιμέλεια Γιάννη Μπόλη. Πώς συνυπάρχουν οι δύο αυτοί καλλιτέχνες και ποια είναι εκείνη η γραμμή που τέμνει το εικαστικό τους έργο; Αυτά τα ερωτήματα προσπαθήσαμε κυρίως να συζητήσουμε με τον επιμελητή της έκθεσης κ. Μπόλη, τον εικαστικό Δημήτρη Αληθεινό και τη Μαριάννα Κατράκη, κόρη της Βάσως Κατράκη. Η συζήτηση φυσικά, έχοντας γύρω μας τα έργα της έκθεσης, επεκτάθηκε σε πολλά και διάφορα που σχετίζονται με την τέχνη εν γένει.
Έχει ενδιαφέρον να θυμίσουμε πως η Βάσω Κατράκη μόνο άγνωστη δεν είναι στο φιλότεχνο κοινό της Κύπρου: «Στην “Γκαλερύ Αργώ” εκτίθενται τριάντα έργα χαρακτικής της Ελληνίδος Βάσως Κατράκη» και «Για υλικό στο δημιουργικό της έργο χρησιμοποιεί ψαμμίτη λίθο» και όπως η ίδια λέει: «[…] προσπαθώ να κατακτήσω την άγνωστη γλώσσα του καινούργιου μου υλικού και να του αποσπάσω τα μυστικά που θα με βοηθήσουν στην έκφρασι των αναγκών μου» («Αγών», 21 Ιανουαρίου 1971)… Η Βάσω Κατράκη αναζητούσε νέους δρόμους για την τέχνη της. Εκείνα τα χρόνια και ο Δημήτρης Αληθεινός ξεκινάει τη δική του διαδρομή στα εικαστικά πράγματα διεθνώς, κομίζοντας νέες ιδέες, όπως είναι οι Κατακρύψεις, ώσπου οι δυο τους συναντιούνται στη Λευκωσία, μετά από επιθυμία του Δημήτρη Αληθεινού, «η πρώτη συνάντηση είναι στα χρόνια της δικτατορίας, δύσκολα χρόνια, με την Κατράκη να είναι στο απόγειο της καριέρας της…
Τα έργα «Μάνα» (1957), «Το χρέος της Αντιγόνης» (1972) και «Η Παναγιά με το δελφίνι» (1979) της Βάσως Κατράκης, όλα χάραξη σε πέτρα, που παρουσιάζονται στην έκθεση.
Ο κ. Αληθεινός μού λέει για το πώς συνάντησε για πρώτη φορά τη Βάσω Κατράκη, στην Αθήνα, στην έκθεσή του στην γκαλερί Ώρα το 1973. Τον ρωτώ αν με την Κατράκη είχαν και αισθητική συνάντηση; «Είχαμε μια ανθρώπινη συνάντηση. Με την έννοια του μαθητή σε εισαγωγικά ή αν θες, όχι του μαθητή, του νέου ζωγράφου που βλέπει με σεβασμό ένα μεγαλύτερο. Πήρα αμέσως πολύ θετικά πράγματα και μου έμεινε αυτή η συνάντηση. Αυτή ήταν η σχέση. Όταν έγινε η έκθεση που έκανε ο Γιάννης [σ.σ. Μπόλης] πέρυσι στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, για τα 50 χρόνια δημοκρατίας και ήταν τέσσερις «η Βάσω Κατράκη, ο Βλάσσης Κανιάρης, ο Α. Τάσσος και εγώ. Βλέποντας τη δουλειά της Κατράκη μού γεννήθηκε να συνυπάρξουμε σε μία έκθεση οι δυο μας. Το είπα στον Γιώργο Τσαγγάρη, το είπα στον Γιάννη, ενημερώθηκε η Μαριάννα και είμαστε εδώ τώρα».
Τι είναι αυτό που αισθάνεται ο Δημήτρης Αληθεινός μέσα από αυτή την έκθεση; Μού λέει: «Θα έλεγα ότι μέσα σε αυτή την έκθεση υπάρχουν πάρα πολλές εικόνες και υπάρχει μια αόρατη εικόνα που την κρατάω για τον εαυτό μου και είναι η εικόνα δύο αθλητών σκυταλοδρομίας, τη στιγμή που ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον άλλον. Σε αυτή την έκθεση αυτό που ζω, στήνοντάς την, είναι ακριβώς η στιγμή που περνάει από το ένα χέρι στο άλλο η σκυτάλη. Δυστυχώς, όταν ξαναγυρίζω στην πραγματικότητα, το δικό μου χέρι που την κρατάει δεν έχει πού να τη δώσει. Την έχω πάρει όμως, την έχω πάρει και τρέχω και αυτή η εικόνα εδώ μέσα με βασανίζει…». Άρα θεωρείτε ότι δεν υπάρχει μία γενιά εφάμιλλη...; ρωτώ επιθετικά: «Δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο», μού λέει και επαναπροσδιορίζω την ερώτησή μου, μία αγωνιώσα γενιά ίσως να μην υπάρχει; «Εσύ νομίζεις ότι υπάρχει; Αλλά θα το πω πιο απλά, μπορεί εγώ να μην τους καταλαβαίνω. Γιατί οι δικές μου οι αξίες και η δική μου η άποψη για το τι είναι τέχνη, είναι τελείως διαφορετική από αυτή που έχουν οι νεότεροι. Θέλει δύναμη, θέλει αγωνία, θέλει θυσία, θέλει απόφαση. Παρόλο που ακούγονται τραγικά ή μεγαλόστομα όλα αυτά, η ζωή μάς το δείχνει ότι δεν είναι λέξεις, είναι πράξεις».
Διάθεση ανατροπής
Η Βάσω Κατράκη με τον Δημήτρη Αληθεινού πού συναντιούνται, τελικά, ρωτώ και ο Γιάννης Μπόλης μού λέει: «Η Βάσω Κατράκη εκπροσωπεί σε αισθητικό επίπεδο κάτι άλλο από τον Δημήτρη. Η Κατράκη κλείνει έναν μεγάλο κύκλο στην ελληνική τέχνη και ο Δημήτρης φέρνει κάτι άλλο στην ελληνική τέχνη και όχι μόνο στην ελληνική, γιατί φεύγει από την Ελλάδα, πηγαίνει στην Ιταλία, όπλο τέχνη, παρεμβάσεις/δράσεις στον δημόσιο χώρο, κατακρύψεις, αρχίζουν οι διαθρησκευτικότητες, οι διαπολιτισμοί, ένας ιστός που απλώνεται σε όλο τον κόσμο. Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη ο οποίος είναι συγκλονιστικός, γιατί δεν είναι μόνο η πρόταση, είναι και όλη η σκέψη και πώς συγκροτείται αυτή η ιδέα και πώς επεξεργάζεται μία ιδέα και πώς αναπτύσσεται μία ιδέα στον χώρο. Αλλά το σημείο συνάντησης αυτών των δύο καλλιτεχνών είναι αυτό το επαναστατικό πνεύμα, είναι αυτή η διάθεση ανατροπής που έχουν, και όπως είπε ο Δημήτρης, παίρνει τη σκυτάλη, για να συνεχίσει όλο αυτό τον προβληματισμό σε ένα άλλο επίπεδο».
Και ο κ. Μπόλης συνεχίζει λέγοντας: «Μετά η ανάγκη είναι και πολιτική και κοινωνική, είναι όλο αυτό που ζούμε, που δεν γίνεται καλύτερο, αλλά γίνεται κάθε φορά χειρότερο. Πιστεύω πως ο Δημήτρης το απλώνει με όλα αυτά τα ανοίγματα και μπαίνει πια σε μία αναγκαιότητα να εκφραστεί και να μιλήσει με μία πολύ σύγχρονη γλώσσα και να τονίσει όλες αυτές τις ανάγκες που έχουμε πλέον σε ένα επίπεδο παγκόσμιο, να μιλήσει για όλη αυτή τη συμβίωση, τη συνύπαρξη των πολιτισμών. Και όπως ήδη είπατε δεν υπάρχουν νεότεροι, και αυτό είναι ανησυχητικό, γιατί πλέον υπάρχουν οι κοινωνικές, οι πολιτικές συνθήκες, όλοι τις ζούμε, για να βγει μία δυνατή φωνή και βλέπεις ότι όλο αυτό το πράγμα προσπερνιέται, χάνεται, αλλά από την άλλη πλευρά, ναι οι καλλιτέχνες μπαίνουν σε άλλες επιδιώξεις, άλλες φιλοδοξίες, δεν έχουν ούτε αυτό το πνεύμα, ούτε όλη αυτή την αγωνία…».
Συμβίωση και συνύπαρξη
Θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά και καθ’ υπερβολή, ότι πάμε από το ειδικό της Βάσως Κατράκη, είτε σε φόρμα, είτε σε κατάσταση, στο πιο γενικό... και όταν λέω ειδικό, εννοώ ότι η Βάσω Κατράκη έχει τις εμπειρίες της, είτε τις προσωπικές στη γενέτειρά της, είτε μετά τις πολιτικές, και δημιουργεί σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Μπόλης μού λέει: «Ο Δημήτρης παρουσιάζει δύο ενότητες έργων που μιλάνε για τη βία, μιλάνε για τον πόλεμο, δηλαδή αυτό είναι και η συμβίωση και η συνύπαρξη. Όταν επιλέγαμε τα έργα της Βάσως Κατράκη αποφασίσαμε να μην έχουμε ψαράδες, το Αιτωλικό, αλλά έργα που έχουν έναν ιστορικό χαρακτήρα, που είναι η κατοχή, τα Δεκεμβριανά, ο εμφύλιος, η χούντα, και από την άλλη πλευρά εκείνα τα έργα που έχουν σχέση με τη μητέρα, το παιδί, και πώς διαγράφεται αυτό το πλαίσιο».
Ο κ. Μπόλης μού εξηγεί, περιηγούμενοι στην έκθεση: «Ξεκινάμε από ένα έργο του 1943-1944, που είναι η μαυροφορεμένη γυναίκα, το “Θε μου, τι να γίνηκαν του κόσμου οι ανδρειωμένοι”, και καταλήγουμε στην “Παναγιά με το δελφίνι”, που είναι μία μάνα που κρατάει ένα παιδάκι, που δραπετεύει με ένα δελφίνι από την κόλαση της Γιάρου. Είναι ένα έργο βιωματικό της Βάσως, και όπως έλεγε από τις πιο φρικιαστικές εικόνες που είδε στη Γιάρο στην εξορία, ήταν μία μάνα με ένα πολύ μικρό παιδί. Αυτό το επεξεργάζεται, και το δίνει με έντονο συμβολικό στοιχείο, το κάνει το 1978-1979. Ο Δημήτρης, από την άλλη πλευρά, το 2012-2013 περίπου αρχίζει να επεξεργάζεται, να στηρίζεται στη σειρά χαρακτικών του Φρανθίσκο Γκόγια, το «Λος Καπρίτσιος», και οι συμφορές, τα δεινά του πολέμου, είναι από τις κορυφαίες στιγμές της χαρακτικής τέχνης, τέλη 18ου, αρχές 19ου αιώνα, από έναν Ισπανό, ένας αιρετικός κόσμος, ένας γροτέσκος κόσμος, ένας κόσμος που μιλάει για βία, για πόλεμο, για βασανιστήρια».
Η ερμηνεία
Παίρνοντας τη σκυτάλη του λόγου, από τον κ. Μπόλη, ο Δημήτρης Αληθεινός λέει: «Αν πάρουμε αυτό το έργο, το “Τι έγιναν του κόσμου οι αντρειωμένοι”, που είναι μια συγκεκριμένη στιγμή ιστορική της Βάσως, και δούμε έργα δικά μου της έκθεσης αυτής, το νόημα είναι το ίδιο. Αυτό που αλλάζει, όμως, είναι η ερμηνεία. Άρα, ανάμεσα στον Γκόγια, ανάμεσα στη Βάσω, ανάμεσα σε μένα, το ζητούμενο, ή αν θέλεις για να χρησιμοποιήσουμε τον ίδιο τίτλο ως ερώτημα, “Tι έγιναν του κόσμου οι ανδρειωμένοι”, που μπορεί να πάει και στη νέα γενιά πια σε αυτό που λέγαμε πριν, το ερώτημα είναι το ίδιο. Η ερμηνεία και η απάντηση από εποχή σε εποχή είναι διαφορετική, γιατί αλλάζουν τα δεδομένα, γιατί άλλα δεδομένα είχε ο Γκόγια, άλλα δεδομένα η Βάσω, και άλλα εγώ. Άρα αυτό που αλλάζει είναι τα δεδομένα και η ερμηνεία. Αλλά το ερώτημα, όμως, είναι ίδιο. Επομένως, αυτό που μας ενώνει και τους τρεις, γιατί υπάρχει κι ένας αόρατος Γκόγια στην έκθεση, είναι ακριβώς η αγωνία πάνω στο ερώτημα και η προσπάθεια πάνω στην ερμηνεία. Και αυτό που αλλάζει σε όλους είναι η προσπάθεια της ερμηνείας. Αυτό που έκανα εγώ, δουλεύοντας πάνω στον Γκόγια είναι ξαναφέρνω μια ερμηνεία σύγχρονη, σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παλιό. Δεν είναι παλιό το ερώτημα, είναι καινούργιο. Το να το βάλω εγώ με δικές μου φόρμες είναι μια επανάληψη που στην περίπτωση αυτή δεν με ενδιαφέρει. Το έχω κάνει με άλλους τρόπους. Αλλά στο παιχνίδι της γλώσσας μού αρέσει αυτό. Δεν είναι παλιό, παιδιά. Φαίνεται παλιό, αλλά κοιτάξτε, όταν το πιάσεις, πόσο καινούργιο είναι. Επομένως λοιπόν η σχέση εδώ και η αλλαγή που γίνεται στο νόημα είναι της επαναφοράς, δηλαδή γίνεσαι πια όπως λέει ο Μπόρχες uomo universalis. Όλα είναι δικά σου, όλα τα έχεις κάνει εσύ και δεν υπάρχουν και στιγμές διαφορετικές» και προσθέτει «επίσης κάτι κοινό που υπάρχει με τη Βάσω είναι ότι μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος, η τέχνη είναι κάτι πολύ σημαντικό, δες στο έργο της “Υστατο χρέος”, μόνο τον τίτλο να πάρεις… ο καλλιτέχνης έχει χρέος, πως ο άνθρωπος έχει χρέος απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στη ζωή, απέναντι σε όλα».
Οι αξίες
Η Μαριάννα Κατράκη λέει για τη μητέρα της Βάσω, «Έλεγε ότι εγώ δεν κάνω αφηρημένη τέχνη. Θέλω να φτιάξω κάτι το οποίο να το επικοινωνήσω με τους ανθρώπους και αυτό είναι το μόνο που με ενδιαφέρει, η επικοινωνία μου με τους ανθρώπους» και προσθέτει η κα Κατράκη, ειδάλλως να απευθύνεις ένα μήνυμα πού, στο πουθενά, ίσως γι’ αυτό περισσότερο ζωγράφιζε ανθρώπους»… και προσθέτει «όλα γυρνάνε γύρω από τον άνθρωπο, γύρω από τον αγώνα του να παλέψει γι’ αυτά που έμαθε και εκείνη σε εμάς. Έχω ακόμα μύριες απορίες, αλλά δεν χρειαζόταν να μου πει πάρα πολλά, έβλεπα πώς συμπεριφέρεται και τι μας έδωσε και τι έδωσε σε όλο τον κόσμο. Μας εμπέδωσε ότι αξίζει να αγωνίζεσαι για τα ιδανικά σου, για τις αξίες σου, με οτιδήποτε τίμημα».