ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Φιλοξενώντας πρόσφυγες τον Ιούλιο του 1974

Όλοι έφυγαν το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου από το Νέο Χωρίο Κυθρέας, πρόσφυγες και εκείνοι

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η κα Ελλού από το Νέο Χωρίο Κυθρέας, τον Ιούλιο του 1974, φιλοξένησε δεκάδες πρόσφυγες από το χωριό Κλεπίνη της επαρχίας Κερύνειας... δεν γνώριζε και φυσικά ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι σε λιγότερο από έναν μήνα θα έπαιρνε και εκείνη τον δρόμο της προσφυγιάς.

Συνάντησα την κα Ελλού στον Συνοικισμό Στρόβολος ΙΙΙ, να κάθεται με συγγενείς της στην αυλή της... «και τι δεν είχαν φέρει μαζί τους, όταν ήρθαν στο σπίτι μου, πράγματα, κοπάδια, κάρβουνα... ακόμα και τα χωράφια είχαν γεμίσει πράγματα των ανθρώπων που ήρθαν από την Κλεπίνη... εγέμωσεν ο τόπος» μου λέει. Εκείνα τα βράδια, μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, όλοι καθόντουσαν στις βεράντες, γεμάτοι αβεβαιότητα: «Ο κόσμος ένιωθε φυσικά την αβεβαιότητα ήντα που εν να γινεί. Εκάθουνταν όλη νύχτα πα’ στις βεράντες να ακούσουν τι που εν να γίνει» και μέσα σε αυτό το κλίμα η κα Ελλού έπρεπε να «σάσσει και να ταΐσει ούλον τούτον τον κόσμον. Δύσκολο πράμα!». Η φιλοξενία τόσων ανθρώπων ήταν μία όντως δύσκολη επιχείρηση, που οι γυναίκες αναλάμβαναν: «Εστρώναμε χαμαί μες στα δωμάτια να πέφτει ο κόσμος... και όλη νύχτα να συζητάμε τι εν να γίνει».

Τελικά, όλοι έφυγαν το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου από το Νέο Χωρίο Κυθρέας, πρόσφυγες και εκείνοι... «Αμα τζι έβαλαν τις πόμπες η ώρα πέντε, έπιαα το μωρό μου και εβούρουν στις ελιές...». Ο πατέρας της κας Ελλούς, ο Γιαννής Πετρίδης έφυγε πριν από την υπόλοιπη οικογένεια, για να πάει να βρει τους γιους του, που ήταν στρατιώτες στο Τζιάος. «Χάλασε η μοτόρα του στο Στρογγυλό και εκεί βρήκε άλλους χωρκανούς μας, έμεινε εκεί και συνελήφθη... Δκυο μέτρα άθρωπος και δώκαν μας δκυο κόκκαλα...».

Ενα σιδερένιο κρεβάτι…

Χαρακτηριστική είναι και η διήγηση της κας Τιτίνας Λοϊζίδου για τον παππού της στην «Κ» για τη φιλοξενία που δέχθηκε ο παππούς της, «Ο παππούς έμενε στο μεγάλο σπίτι με τη βοηθό του και τα τρία της παιδιά. Έφυγε από την Κερύνεια στα 84 του χρόνια, από το σπίτι όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πάντοτε ήταν ευπρόσδεκτοι, ένα σημείο αναφοράς για τους Κερυνειώτες, που έσωζε ζωές…» μού είχε διηγηθεί η κα Λοϊζίδου, συνεχίζοντας: «Λίγες ημέρες μετά τις 20 Ιουλίου πήρα ένα μήνυμα ότι ο παππούς βρίσκεται στην Κυθρέα. Αμέσως πήγα με τον σύζυγό μου και τον βρήκαμε κάτω από ένα δέντρο… και η οικογένεια που τον φιλοξενούσε από σεβασμό τού είχε παραχωρήσει ένα σιδερένιο κρεβάτι… τον είχα μαζί μου για ενάμιση χρόνο… Η παρουσία του παππού με τη γέννηση του γιου μου, αλλά και ο πατέρας μου ως εγκλωβισμένος, ήταν μια σταθερή αναφορά της Κερύνειας με την ελπίδα ότι θα επιστρέφαμε… Γι’ αυτούς έκανα την προσφυγή».

Ο κόσμος ένιωθε φυσικά την αβεβαιότητα ήντα που εν να γινεί. Εκάθουνταν όλη νύχτα πα’ στις βεράντες να ακούσουν τι που εν να γίνει

Θέλω να πάω έσσω μου

Πρόσφυγας από την Κάτω Ζώδια, φρόντιζε την καθαριότητα έξω από το σπίτι της, όταν τη συνάντησα στον συνοικισμό της Αγλαντζιάς... «Ξέρεις τι είναι να ετοιμάζεσαι να παντρευτείς, να έχεις καινούργιο σπίτι και ξαφνικά να τα αφήνεις όλα πίσω σου;» μου λέει, ενώ τα μάτια της βουρκώνουν. Τη ρωτώ για τους Κερυνειώτες πρόσφυγες, «ήρθαν πολλοί, έμειναν κάτω από το σπίτι μου, στις κολώνες κάμποσοι. Μαζέψαμε ρούχα και άλλα πράγματα και τους πηγαίναμε, μαγειρεύαμε κιόλας... Μετά, το κοινοτικό συμβούλιο, πολλούς τους μετέφεραν στο σχολείο» και οι κινήσεις της με τη σκούπα της έλεγαν πολλά περισσότερα. Πιστέψατε ποτέ ότι θα έφτανε η ώρα που θα αναγκαζόσασταν να φύγετε κι εσείς τη ρωτώ; «Ποττέ, ποττέ, είχα έτοιμο το σπίτι μου για να μείνω παντρεμένη»... η ευγενική κυρία, μου εξιστορεί εν συντομία τα δύσκολα χρόνια από το 1974 ώς το 1983 που έλαβε το σπίτι στον συνοικισμό. Κλασική ιστορία, περιπέτειες ώσπου να μπει ένα μόνιμο κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους... μια σκεπή που να την πουν «σπίτι», νιόπαντροι, μαζί με τους γονιούς τους, στα λίγα τετραγωνικά των σπιτιών στους κυβερνητικούς οικισμούς. Η Ζωδιάτισσα μού λέει: «Η μάνα μου ώσπου πέθανε έλεγε “να πάω έσσω μου, θέλω να πάω έσσω μου”, και όταν εγώ της έλεγα, “γιατί, εδώ δεν είμαστε σπίτι μας;”… μου απαντούσε “Έσσω μου, στο χωρκόν μου”».

Περπατώντας στους συνοικισμούς, αισθάνεσαι πως ο χρόνος παραφυλάει, η σύγχρονη ιστορία είναι παντού, από την ησυχία της βουής της πόλης ακούς μόνο τη φράση: «Να μην ξαναδείξει έτσι πράμα σε κανέναν»... Πρόσφυγες, άντρες και γυναίκες, χιλιάδες μικροϊστορίες ανθρώπων, αλλά αυτό που ποτέ δεν μπορεί να γραφτεί είναι αυτό που μου λέει η κα Ελλού, και που συχνά ακούω, όταν περπατώ στα σοκάκια των συνοικισμών: «Εν περιγράφουνται τα συναισθήματα του καιρού εκείνου».

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση

X