Καθόμαστε στην ίδια καφετέρια στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου για καιρό ερχόταν κάθε Σάββατο απόγευμα και έγραφε την «Κεφαλή του Τσάτσγουερθ». Της αρέσει να ακούει γύρω της κόσμο, όταν γράφει, η απομόνωση του συγγραφέα δεν της ταιριάζει, θέλει να είναι μέσα στη ζωή, όχι αποκομμένη. Της λέω πόσο μου άρεσε το βιβλίο, η αφηγηματική της δομή, από τις δολοφονημένες κοπέλες της κόκκινης λίμνης στον θάνατο των μεταλλωρύχων, αυτό το μπρος-πίσω στις ασφυκτικές ζωές, στον παππού που πέθανε από πνευμονοκονίαση πριν τα σαράντα, στη σκληρή ζωή της γιαγιάς που έμεινε χήρα τόσο νέα, στη συνεχόμενη αίσθηση απουσίας οξυγόνου. Και κάπως έτσι, ένα απόγευμα, αρχίσαμε να μιλάμε για την Κύπρο του τότε και του τώρα. Και την αέναη αγωνία των αόρατων ανθρώπων να γίνουν ορατοί.
–Μου άρεσε πολύ ο ασθματικός λόγος της αφηγήτριάς σου.
–Χαίρομαι που το λες γιατί η αλήθεια είναι πως αυτό προσδοκούσα να πετύχω. Να εκφράσω μέσα από τον λόγο της την έλλειψη οξυγόνου, τη δική της, των μεταλλωρύχων που πέθαναν, των γυναικών που δολοφονήθηκαν. Γι’ αυτό και τα σημεία στίξης είναι ελάχιστα για να δημιουργείται αυτή η αίσθηση του πνιξίματος. Κανένας τους δεν μπορεί να πάρει ανάσα.
–Έχει και ένα φοβερό ρυθμό το βιβλίο…
–Ξέρεις γιατί; Έχω ένα ήχο μέσα στο κεφάλι μου που παίζει, δεν είναι μουσικό μοτίβο, είναι ένα τικ-τικ-τικ και κάθε λέξη πιάνει τον τόπο της. Η συγκέντρωσή μου είναι αυτός ο ήχος –διαφορετικός για κάθε βιβλίο που γράφω– που παίζει μέσα στο μυαλό μου. Με βοηθά να απομονώνομαι.
–Παρότι σου αρέσει να γράφεις μέσα σε κόσμο.
–Ναι, δεν μπορώ να είμαι σπίτι κλεισμένη και να γράφω. Και είναι ωραία που ήρθαμε εδώ και βρήκαμε το καφέ που έγραφα την «Κεφαλή». Γενικά πιστεύω πως αν είσαι αποκομμένος από τον κόσμο, κάτι χάνεις.
–Η ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο γεννήθηκε όταν ανακαλύφθηκαν τα πτώματα των γυναικών;
–Ναι, έκανα αμέσως τη σύνδεση στο μυαλό μου. Κάποτε ένα ολόκληρο χωριό ξεκληρίστηκε επειδή οι μεταλλωρύχοι ήταν αναλώσιμοι για την αγγλική εταιρεία που τους εργοδοτούσε. Κανένας δεν γνοιάστηκε να τους δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να προστατεύσουν τον εαυτό τους.
Όπως ήταν τότε εκείνοι αόρατοι, έτσι κι αυτές οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν. Με σόκαρε η αντιμετώπισή τους. Το ίδιο αναλώσιμες. Κανένας δεν έδειχνε να νοιάζεται για την εξαφάνισή τους. Ο κόσμος τους… αόρατος για μας, παρότι δίπλα μας είναι δύο παράλληλες γραμμές που δεν εφάπτονται πουθενά.
–Χωρίς αυτόν ωστόσο δύσκολα μπορούμε να λειτουργήσουμε.
–Ακριβώς. Εμένα για παράδειγμα τον πατέρα μου, που είναι πολύ ηλικιωμένος, τον φροντίζει μια κοπέλα. Και αυτό συμβαίνει με όλους μας σχεδόν. Άλλους τους μεγαλώνουν τα μωρά, άλλους τους φροντίζουν τους γέρους τους. Παρ’ όλα αυτά δεν τις καταλαβαίνουμε ιδιαίτερα, δεν μπαίνουμε καν στον κόπο.
Το ερώτημα…
–Με ενδιαφέρει να επικεντρωθούμε σ’ αυτό. Στους αόρατους ανθρώπους, τους εκάστοτε αναλώσιμους.
–Προσωπικά αυτές τις ιστορίες θέλω να λέω. Για τους απλούς ανθρώπους που μένουν πίσω. Είτε είναι οι γυναίκες των αγνοούμενων που άμα κλείσει η πόρτα κανένας δεν ενδιαφέρεται για το τι γίνεται στη ζωή τους, είτε οι γυναίκες του ’74 που κανένας δεν θέλει το δικό τους αφήγημα, διότι όλοι πρέπει να ακολουθούμε το επίσημο. Σ’ αυτή την περίπτωση οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν ανήκαν στην εργατική τάξη, δούλευαν για ανθρώπους που ενώ υπήρξαν κι αυτοί εργατική τάξη δεν επέδειξαν καμία αλληλεγγύη για εκείνες. Βρήκα αυτή την αντίφαση να με λυπεί και συνάμα να με κινητοποιεί να θέλω να γράψω για τις παράλληλες αυτές ιστορίες.
–Γιατί δεν υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των αόρατων ανθρώπων;
–Είναι παράξενο που δεν υπάρχει. Δεν ξέρω την απάντηση. Ως συγγραφέας θέτω ερωτήματα και σε ό,τι με αφορά δεν σημαίνει ότι μπορώ να δώσω τις απαντήσεις. Το διαπίστωσα και μέσα από την έρευνα που έκανα και μέσα από την κοινωνική παρατήρηση και από προσωπικές μου εμπειρίες. Υπάρχει μια προκατάληψη. Δεν προσπαθούμε να μάθουμε πώς είναι η ζωή αυτών των γυναικών, δεν τους δίνουμε δικαιολογητικά. Υπάρχει έλλειψη κατανόησης ανάμεσα στην προηγούμενη εργατική τάξη και στην τωρινή, στους προηγούμενους αόρατους ανθρώπους και στους σημερινούς.
–Είναι ο φόβος απέναντι στον ξένο;
–Ίσως. Ως συγγραφέας προσπαθώ να μην είμαι διδακτική αλλά να έχω θέση. Και η θέση μου σε αυτό το βιβλίο είναι το ερώτημα που συζητάμε. Οι αόρατοι άνθρωποι και γιατί δεν τους βλέπουμε. Είναι πιστεύω κάτι πιο βαθύ από αδιαφορία. Είναι αποξένωση, αποστροφή και φόβος, όλα μαζί. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που πρέπει να μας προβληματίσει.
–Δεν θα έλεγα ότι μας προβληματίζει.
–Ναι όντως. Λείπει πολλή ενσυναίσθηση.
–Και είναι περίεργο για ένα τόπο τόσο μικρό. Θα έπρεπε να ήταν αλλιώς.
–Μπορεί να λειτουργεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ή τελικά μπορεί να μην είμαστε τόσο καλοί όσο θέλουμε να νομίζουμε. Ή ήμασταν και αλλάξαμε ή δεν ήμασταν ποτέ. Δεν έχω απάντηση.
Η ενσυναίσθηση
–Ίσως η σκληρότητα των ανθρώπων να είναι κάτι διαχρονικό.
–Ναι, πάντα υπάρχει και πάντα εκφράζεται πάνω στους αδύναμους. Και εκεί που πρέπει να δείξεις ότι είσαι διαφορετικός είναι όταν περάσεις στην απέναντι όχθη, όταν δηλαδή αποκτήσεις εξουσία, λεφτά, προνόμια, εκεί θα φανεί πόσο κοιτάζεις πίσω, βοηθώντας τους ανθρώπους που σταθήκαν λιγότερο τυχεροί. Και κοιτάζοντας πίσω όλοι στην Κύπρο είμαστε παιδιά αγροτών, ανθρώπων ταπεινής καταγωγής. Υπήρξαμε, λοιπόν, αόρατοι άνθρωποι και θα έπρεπε να μην το ξεχνάμε, θα έπρεπε να μπορούσαμε να δούμε τους σημερινούς αόρατους. Επαναλαμβάνω ότι εμένα αυτή η ενόραση, αυτή η έλλειψη της ικανότητας να βλέπουμε, με προβληματίζει. Και δεν βγάζω τον εαυτό μου έξω. Στα βιβλία μου τα ερωτήματα που θέτω είναι θέματα που με απασχολούν προσωπικά.
–Ίσως έχει περισσότερη σημασία να θέτουμε τα ερωτήματα παρά να έχουμε τις απαντήσεις.
–Ναι, ο μισός δρόμος είναι να θέσεις τα ερωτήματα. Από την άλλη είναι σημαντικό να έχεις μια συνέπεια. Και προσπαθώ να την έχω.
–Τι σημαίνει για σένα συνέπεια;
–Αυτά που λέμε. Η ενσυναίσθηση. Να προσπαθείς να δεις τους άλλους. Να είσαι δίκαιος. Πράγματα που δεν είναι ούτε απλά, ούτε αυτονόητα. Στη ζωή μου αυτά που θεωρώ δίκαια και σωστά προσπαθώ να τα εφαρμόζω, διότι αυτά είναι που με διαμορφώνουν και ως συγγραφέα και αυτά είναι που θα κληροδοτήσω στα παιδιά μου.
Το τραύμα
–Η λογοτεχνία ανιχνεύει τα τραύματά μας;
–Σίγουρα και στην Κύπρο είναι ανεξάντλητος ο χώρος του τραύματος, καλά να είμαστε να γράφουμε.
–Ποτέ δεν υπήρξε μια κατεύθυνση επούλωσης σωστά;
–H αλήθεια είναι πως δεν μας τραυμάτισαν μόνο τα γεγονότα αλλά και ο τρόπος που μας θέλουν να παραμείνουμε τραυματισμένοι, προκειμένου να ακολουθούμε το εθνικό αφήγημα. Το κληροδότημα του τραύματος είναι ένα κομμάτι του τραύματος. Δεν σε αφήνει να επουλωθείς με τα δικά σου δεδομένα και με βάση του ποιος είσαι.
–Δεν προτάχθηκε ποτέ έτσι κι αλλιώς η επούλωση.
–Γι’ αυτό λέω ότι το τραύμα είναι καθηλωμένο στο πλαίσιο ενός αφηγήματος. Για να επουλωθείς πρέπει να πας σε κείνο το σημείο όπου στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζεις ποιος είσαι και γιατί έφτασες μέχρι εδώ. Αυτό δυσκολευόμαστε να το κάνουμε. Φέτος κλείνω δέκα χρόνια από το πρώτο μου βιβλίο. Η «Αϊσέ πάει διακοπές» βγήκε το 2015 και το 2025 κυκλοφόρησε η «Κεφαλή». Στέκομαι λοιπόν λίγο πίσω αυτές τις μέρες και αναλογίζομαι αυτή την πορεία και σκέφτομαι ότι τελικά ίσως να είναι μια δική μου προσπάθεια επούλωσης του τραύματος.
–Αυτό λες να είναι το αόρατο νήμα που ενώνει όλα σου τα βιβλία, η προσπάθεια επούλωσης;
–Ναι, ίσως. Η συγγραφή ξεκινά από τα δικά σου τα βιώματα και τις δικές σου αγωνίες, γράφεις λίγο πολύ το ίδιο βιβλίο, αλλάζει όμως η οπτική γωνιά εξαιτίας των συνθηκών της ζωής σου, της ηλικίας σου και ό,τι έχεις βιώσει. Όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο ένιωθα πολύ τρυφερή, είχα μόλις γεννήσει τα δύο μου αγόρια, η «Κεφαλή» είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε από μια γυναίκα δέκα χρόνια μεγαλύτερη, νομίζω, λοιπόν, πως έγινα πιο σκληρή. Δεν είναι μόνο ένα πιο ώριμο βιβλίο, είναι ένα βιβλίο που το γράφει ένας άνθρωπος λίγο πιο κυνικός.
Το χώμα
–Τι σε έκανε πιο κυνική;
–Μια τομή στη ζωή μου ήταν ο θάνατος της μητέρας μου το 2019. Με άλλαξε, συγκλόνισε απίστευτα τον κόσμο μου, ήμουν άλλος άνθρωπος πριν, άλλος μετά, μου πήρε καιρό να το ξεπεράσω. Και όλη αυτή η διαδικασία με έκανε πιο πληγωμένη, άρα ίσως κυνική μπορεί να μην είναι η σωστή λέξη, όπως και να ’χει κοιτάζω πια με μεγαλύτερη δυσπιστία τον κόσμο. Ήταν μια μεγάλη ρήξη στη ζωή μου ο θάνατος της μαμάς μου.
–Χάνοντας γονιό είναι λες και κόβονται οι ρίζες σου.
–Ξέρεις τι νιώθω; Πως τώρα την καταλαβαίνω καλύτερα. Και πως θα ήθελα να ήταν εδώ να της το πω. Η μητέρα μου είναι μέσα στα βιβλία μου. Ήταν από την αρχή. Οι διηγήσεις της, ο κόσμος της. Δεν ήταν μορφωμένη αλλά ήταν γυναίκα με μεγάλη βιωματική σοφία. Δεν είχα καταλάβει πόσο με είχε επηρεάσει μέχρι που άρχισα να γράφω. Ίσως γι’ αυτό τα βιβλία μου είναι τόσο γυναικεία και έχουν αυτή την προφορικότητα και τον σύνδεσμο με τον παλιό κόσμο. Η μητέρα μου ήταν ο σύνδεσμός μου με τον παλιό κόσμο και νομίζω ότι μερικές φορές γράφω γιατί κρατιέμαι με τα δόντια από εκείνο που υπήρξε, από εκείνη τη ζωή, αισθάνομαι πως πρέπει να λειτουργήσω λίγο σαν γέφυρα.
–Προκειμένου να διατηρηθεί κάτι από εκείνο τον παλιό κόσμο;
–Η επαφή με τον αρχαίο κόσμο, με το χώμα, με τις τελετουργίες, αυτά σε κρατούν σε μια συνδεσιμότητα με κάτι πολύ βαθύ και μακρινό που δεν έχει να κάνει με εθνικισμούς αλλά με την ταυτότητά μας που πάει βαθιά μέσα στη γη, μέσα στο χώμα. Και νιώθω πως αυτό χάνεται. Προσπαθώ να διατηρώ αυτές τις τελετουργίες, αισθάνομαι πως βοηθούν να θεραπευτούμε, την ίδια ώρα όμως νιώθω πως χάνεται η αυθεντικότητά τους. Λες και είσαι ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας που δεν ξέρεις αν θα υπάρχει επόμενος.
–Η αλήθεια είναι πως τα βιβλία σου μυρίζουν χώμα.
–Μ’ αρέσει όπως το λες. Ανάβλυζε κάτι από το χώμα μας και αυτό το κάτι θέλω να το περάσω μέσα στα βιβλία μου γιατί είναι στοιχείο της ταυτότητάς μας. Γράφοντας διασώζεις. Και ίσως τελικά αυτή η σύνδεση να είναι και η ενσυναίσθηση που μας λείπει.




























