Γράφει ο Ανδρέας Μαλόρης
«Το λευκό δωμάτιο»
«Σε ένα λευκό δωμάτιο με μαύρες κουρτίνες στον σταθμό.»
«White room» (Cream), 1968
Παρόλη την ξαφνική λιακάδα, η βροχή στην εξωτερική σκάλα καραδοκούσε. Αγνόησα τα γύρω μπαλκόνια, ανέβηκα, έσπρωξα και μπήκα. Στο καθιστικό ίσα που ακουγόταν ο Sting. Πήρα ένα μουσικό περιοδικό από το τραπεζάκι κι έκατσα. Στην κουζίνα ένα μπουκάλι άνοιξε με κρότο. Καθώς πλησίαζε, τα άδεια ποτήρια του κρασιού ντιντίνιζαν και η φωνή της δυνάμωνε:
«Χάρηκα που τα καταφέραμε. Να συναντηθούμε εννοώ τόσο νωρίς. Τους εξήγησα. Καταλαβαίνουν, μη νομίζεις. Θα συναντηθώ με τη χορωδία πιο μετά. Ας περιμένουν οι πρόβες. Δε χάθηκε ο κόσμος. Ούτε στο κόμμα θα πάω. Θα κατέβω αύριο. Ξέρω, θα με ρωτήσεις και πάλι γιατί το κάνω. Αλήθεια, πιστεύω ότι ο κουμμουνισμός δεν είπε ακόμη την τελευταία του λέξη. Άσε, μεγάλη υπόθεση ο ελεύθερος χρόνος. Βοηθά και που δεν έχω παιδιά βέβαια, αλλά μέχρι πότε; Δεν μπορώ να ξεγράψω την προοπτική μιας οικογένειας. Ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία. Σου αρέσει ο Sting; Πήρα ένα δισκάκι με τα καλύτερά του. Θα το ακούσουμε όλο πιο μετά. Το “Fragile” το αγαπημένο μου. Πόσο εύθραυστοι είμαστε αλήθεια; Ένα τίποτα είμαστε. Για να δω, τι διαβάζεις;».
Αμέσως μετά το πρώτο ποτήρι σηκώθηκε. Την ακολούθησα όπως και τις άλλες φορές. Βαστούσε στο ένα χέρι το μπουκάλι και στο άλλο τον Sting. Ξαφνικά, στα μέσα του διαδρόμου, είδα το πορτοκαλί φως πίσω από τη μισάνοικτη πόρτα αριστερά.
Σταμάτησα, έχωσα το κεφάλι και κοίταξα: Αραδιασμένα σε ένα ξύλινο πάγκο, ακουμπημένο στον τοίχο, μια σειρά από καντήλια και κεριά έτρεμαν. Πίσω από τις φλόγες είδα κι άλλα: Εικόνες αγίων, του Ιησού και της Παναγίας, αλλά και μεγάλες γαλαζόπετρες, αντιβασκανικές, που με κοίταζαν σαν έκπληκτοι Κύκλωπες.
Εκείνη, στο μεταξύ είχε ήδη πλησιάσει την πόρτα, άπλωνε το χέρι για να ανοίξει, όταν το δισκάκι με το «Fragile» γλίστρησε από τα δάκτυλά της, κύλησε στο πάτωμα κι αναπηδώντας ήρθε και θρυμματίστηκε μέσα μου. Σε χίλια-δυο κομμάτια.
Στα σκαλιά καθώς κατρακυλούσα, τα θρύψαλα μέσα μου χοροπηδούσαν.
«Συμπόσια με τον Αγη»
«...τω παντί τρόπω παρασκεύαζεσθαι ραστώνην τινά της πόσεως»
Πλάτων, (Συμπόσιον, 176,b).
Τον λέγαν Άγη κι ήταν ναυτικός. Πρόσφυγας από την Αμμόχωστο. Τον γνώρισα για πρώτη φορά το 1994 στη Λεμεσό. Εγώ άρτι αφιχθείς από το νοτιότερο κέρατο της Αφρικής κι αυτός εκτοπισμένος πλέον κι απ’ τους ωκεανούς. Για κείνον οι παγωμένες μέρες στα φορτηγά πλοία είχαν για πάντα λιώσει. Δεν θα ξανάφευγε. Ξέμπαρκος, έλεγε, εσαεί.
Την εποχή εκείνη οι τέσσερίς μας, εγώ, ο Άγης, ο Ρογήρος κι ο Νίκος, ψάχναμε τη λεπτή εκείνη γραμμή που ενώνει τη συνήθεια με το νόημα, σε ολονύκτιες συζητήσεις επί παντός επιστητού. Υπό το κράτος, εννοείται, εκλεκτής οινοποσίας. Ήταν σε μία από κείνες τις εξόδους που κάποιος από μας απήγγειλε το «mal du depart» του Καββαδία. Θυμάμαι τα μάτια του Άγη που έλαμψαν. Δεν τον ξανάδα. Από τον Ρογήρο έμαθα μόνο ότι η αρρώστια των ναυτικών επανήλθε δριμύτερη.
Δυο χρόνια πιο μετά έλαβα σφραγισμένο σε γαλάζιο φάκελο ένα δικό του ποίημα. Σιγόψηνε μάλλον μίαν ακόμα επιστροφή, μα δεν πρόλαβε. Το καράβι του βυθίστηκε αύτανδρο σε κάποιο δρομολόγιο στην Καραϊβική. Λένε ότι δεν εξέπεμψε καν σήμα. Παραθέτω αυτούσιο το ποίημα:
Μια βραδιά που τρέκλιζα,
της απελπισίας,
ένα ζευγάρι αλητοαγγέλων
με πήραν στο κατόπι.
Το φεγγάρι έκανε χάζι
με τους σπασμούς μου
και κίνησα να βρω, πάση θυσία,
τον δρόμο της οινοποσίας.
Μέχρι που μ’ ανήρπασε απ’ τα μαλλιά,
ύπτια νήσος που έσταζε αίμα
το φτερό της.
Και καθώς στην μεταφορά εκλιπαρούσα
το νησί ενέδωσε
με κάποιες επιφυλάξεις.
Κατέπεσα εντέλει
στα κλεμμένα χωράφια μιας πόλης.
Ποίημα βαρετό κι εγώ
στα μαβιά νερά της ανυπαρξίας.
*Ο Ανδρέας Μαλόρης έλαβε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας 2024 για τη συλλογή του «Σχεδόν τα πάντα: διηγήματα» (εκδόσεις Το Ροδακιό).



























