

Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η Έλενα Ιωαννίδου, κοινωνιογλωσσολογος, αναπληρώτρια καθηγήτρια και ο Σπύρος Αρμοστής, επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου μιλούν στην «Κ» για το ζήτημα της διαλέκτου, το οποίο ξανατέθηκε στη δημόσια συζήτηση, λόγω της έκδοσης που συνόδευε την κυπριακή συμμετοχή στη 19η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία. Η εν λόγω έκδοση ήταν γραμμένη, σε τρεις «γλώσσες» όπως έγραψαν οι συγγραφείς της, στα «ελληνοκυπριακά», στα «τουρκοκυπριακά» και στα αγγλικά. Στο ερώτημά μας αν η κυπριακή ελληνική αποτελεί διάλεκτο ή γλώσσα η απάντηση είναι ότι αποτελεί μια ποικιλία της ελληνικής γλώσσας. Ο Σπύρος Αρμοστής λέει χαρακτηριστικα: «Αν κατανοήσουμε πως η πολυφωνία αλλά και ευρύτερα η πολυγλωσσία δεν αποτελούν πρόβλημα προς επίλυση, αλλά κεφάλαιο προς αξιοποίηση, τότε θα μπορέσουμε να δούμε τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις» και η Έλενα Ιωαννίδου πως γίνεται προσπάθεια να μετασχηματιστεί η συζήτηση για τη γλώσσα από συναισθηματική σε πιο επιστημονική, «να μιλήσουμε για έρευνες, για συστηματοποίηση των ποικιλιών, για δομικά χαρακτηριστικά που αφορούν προφορά, σύνταξη, μορφολογία και επίσης να δούμε και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη γλωσσική χρήση και τη σχέση γλώσσας και ταυτότητας».
–Πολύς λόγος και πάλι για το τι είναι διάλεκτος και γλώσσα, και τι είναι η κυπριακή ελληνική… Κοινωνιογλωσσολογικά πώς το εξηγείτε;
–Ελενα Ιωαννίδου: Η γλώσσα ως το βασικό εργαλείο επικοινωνίας, έκφρασης και νοηματοδότησης του κόσμου ήταν πάντα στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου. Όλοι τείνουν να εκφράζουν γνώμη για τη γλώσσα, γνώμες και απόψεις οι οποίες κυμαίνονται από ύμνους για τη σημασία και την αρχαιότητά της (Έλληνες, Άραβες, Ιταλοί, Εβραίοι, έχουν παρόμοια επιχειρήματα) μέχρι ακραίες κινδυνολογίες χρησιμοποιώντας μεταφορές για την εξάλειψη, τον θάνατο, τον τραυματισμό της γλώσσας. Άρα η γλώσσα βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων σε αυτό που λέμε πολιτικό και κοινωνικό. Από τον 19ο αιώνα άρχισαν να γίνονται ρητές διασυνδέσεις μεταξύ γλώσσας και έθνους, και μετέπειτα, όταν στον κόσμο άρχισαν να δημιουργούνται τα έθνη-κράτη, η γλώσσα διασυνδέθηκε με την έννοια του έθνους-κράτους. Κάθε έθνος-κράτος έπρεπε να έχει την εθνική του γλώσσα κι έτσι επιλεγόταν μια γλωσσική ποικιλία (μέσα από πολλές) η οποία λειτουργούσε ως η εθνική και επίσημη γλώσσα (π.χ. δείτε τη δουλειά του κοινωνιογλωσσολόγου Florian Coulmas, ο οποίος έγραψε ένα από τα πιο γνωστά βιβλία στον χώρο: «What are national languages good for»).
Στην περίπτωση της Κύπρου, λόγω των πολιτικών διαταραχών σχεδόν ολόκληρου του 20ού αιώνα, η γλώσσα θεωρούνταν ότι αποτελούσε βασικό εργαλείο για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και από τις δύο κοινότητες του νησιού. Έτσι η εκπαίδευση των δύο κοινοτήτων, πάντα ξεχωριστή και διακριτή, ακολουθούσε πιστά την εκπαίδευση της Ελλάδας και της Τουρκίας αντίστοιχα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη διδασκαλία της γλώσσας και της ιστορίας. Έτσι, η ελληνοκυπριακή κοινότητα ακολουθούσε πιστά όλες τις αλλαγές και μετατοπίσεις που γίνονταν στην Ελλάδα όσον αφορά τη γλώσσα με επίκεντρο τη διαμάχη μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας. Για την Κύπρο, βέβαια, το βασικό ζήτημα δεν ήταν τόσο η διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ποικιλιών, αλλά η ανάγκη να ακολουθηθεί πιστά η γλωσσική πολιτική του εθνικού κέντρου, η ανάγκη να μην παρεκκλίνουμε από την Ελλάδα. Αυτό βέβαια συχνά έφερνε αρνητικές συνέπειες που είχαν να κάνουν με την κυριαρχία του εθνικού λόγου και τον περιορισμό των επιστημονικών και τοπικών αναγκών με αποκορύφωμα το 1967, όταν αποφασίστηκε να εγκαταλειφτεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα και η οποία είχε πολύ θετικό αντίκτυπο στους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά, επειδή η χούντα αποφάσισε να την ακυρώσει. Παρόλο που στην Κύπρο δεν υπήρχε η χούντα των Αθηνών, αποφασίστηκε ότι τα εθνικά ζητήματα πρότασσαν την απόλυτη ταύτιση με την Ελλάδα κι έτσι προτιμήθηκε να ταυτιστεί η Κύπρος με τη χούντα και έτσι έγινε επαναφορά της καθαρεύουσας και εγκαταλείφθηκε η δημοτική.
Μέσα σε όλο αυτό το πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο, ήταν αναπόφευκτο η κυπριακή ελληνική να μην έχει καθόλου ορατότητα, ρόλο και θέση. Αντιμετωπίστηκε στην καλύτερη περίπτωση ως μια προφορική ποικιλία που δεν είχε την αίγλη της πρότυπης και στη χειρότερη ως δείγμα χωριατοσύνης και αμορφωσιάς. Άρα μέσα σε αυτό το έντονα πολιτικό πλαίσιο, η κυπριακή ελληνική παρέμεινε στην ορολογία ως διάλεκτος και «ιδίωμα» της ελληνικής.
Γλωσσολογικά και τυπολογικά η απάντηση είναι ότι η κυπριακή ελληνική αποτελεί μια γλωσσική ποικιλία της ελληνικής γλώσσας, όπως γλωσσική ποικιλία είναι για παράδειγμα η κρητική, η ροδίτικη, η ποντιακή και η κοινή νέα ελληνική (η οποία επιλέγηκε να παίξει τον ρόλο της πρότυπης-εθνικής γλώσσας). Άρα στο ερώτημα αν αποτελεί διάλεκτο ή γλώσσα η απάντηση είναι ότι αποτελεί μια ποικιλία της ελληνικής γλώσσας.
–Η χρήση της διαλέκτου δημιουργεί από τη μία ελληνόφρονες και από την άλλη «κυπρόφρονες», πάμε δηλαδή σε ταυτότητες, αυτή η σύγκρουση εξυπηρετεί εν τέλει την ίδια τη γλώσσα;
–Ε.Ι.: Η γλώσσα, όπως γνωρίζουμε στην κοινωνιογλωσσολογία, δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη, και συχνά αποτελεί ενδείκτη αναπαραστάσεων και ταυτοτήτων.
Σπύρος Αρμοστής: Όπως η χρήση της κυπριακής ελληνικής μπορεί να συνδεθεί με την έκφραση και δόμηση μιας τοπικής ταυτότητας, έτσι και η χρήση της κοινής συνδέεται με την έκφραση και δόμηση μιας ευρύτερης εθνοτικής ταυτότητας.
Ε.Ι.: Από την άλλη, οι έρευνες από την κοινωνιολογία και την κοινωνιογλωσσολογία τεκμηριώνουν ότι τα άτομα υιοθετούν πολλαπλές γλωσσικές ταυτότητες ανάλογα με την περίσταση και ότι συνυπάρχουν γλωσσικές ταυτότητες και γλωσσικοί πόροι στα ατομικά μας ρεπερτόρια. Το θέμα συχνά δεν αφορά τα άτομα και τις καθημερινές τους πρακτικές σε ζητήματα γλωσσικής χρήσης και ταυτότητας, αλλά αφορά κυρίως ευρύτερες ιδεολογίες και ρητορικές. Η κυρίαρχη ιδεολογία διασυνδέει την κοινή με μια ευρύτερη εθνοτική ταυτότητα και συχνά την κυπριακή ελληνική με μια πιο τοπική ταυτότητα.
Σ.Α.: Αυτό που είναι προβληματικό δεν είναι η ίδια η χρήση της διαλέκτου ή της επίσημης γλώσσας, αλλά ο καταλογισμός προθέσεων, όταν αυτές δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, η επιλογή της χρήσης της διαλέκτου εκεί που δεν την έχουμε συνηθίσει δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι το άτομο που εκφράζεται μέσω αυτής, και που εκφράζει προφανώς μια κυπριακότητα, είναι αναγκαία και «ανθέλληνας» ή «αφελληνιστής». Το πρόβλημα είναι αυτή η κατασκευή ενός Άλλου από τον οποίον κινδυνεύουμε και ο οποίος επιβουλεύεται τα όσια και ιερά. Αυτή η στρατηγική αποσκοπεί στην πρόκληση ηθικού πανικού, κάτι το οποίο πρέπει να αναγνωρίσουμε, ώστε να καταφέρουμε να αντισταθούμε στον ενστερνισμό τέτοιων φοβικών στάσεων και στην πόλωση που δημιουργούν δίπολα όπως «ελληνόφρων vs κυπριόφρων». Αν κατανοήσουμε πως η πολυφωνία αλλά και ευρύτερα η πολυγλωσσία δεν αποτελούν πρόβλημα προς επίλυση, αλλά κεφάλαιο προς αξιοποίηση, τότε θα μπορέσουμε να δούμε τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Ως κοινωνία αυτήν την πολυφωνία τη χρειαζόμαστε· αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι η γλωσσική αστυνόμευση.
–Η μη τυποποίηση της διαλέκτου δημιουργεί προβλήματα; Παρατηρώ πως πολλές φορές γίνεται μία επί τούτου χρήση της… που δυσκολεύει την ανάγνωση… Πώς σχολιάζετε;
Ε.Ι.: Το γιατί κάποιος ή κάποια να επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την κυπριακή το απαντήσαμε και σε άλλη ερώτηση. Το ζήτημα είναι ότι, εφόσον το κάνει, θα το κάνει με όποιον τρόπο ξέρει – αφού δεν υπάρχει τυποποίηση.
Σ.Α.: Η τυποποίηση της οποιασδήποτε γλωσσικής ποικιλίας έχει στόχο να περιορίσει την ποικιλότητά της, κάτι που μπορεί να είναι και χρήσιμο αλλά και επιζήμιο. Το να έχει κανείς εργαλεία ώστε να μπορεί να εκφραστεί στην όποια γλωσσική ποικιλία επιθυμεί είναι προφανώς χρήσιμο. Τέτοια εργαλεία συνήθως αναπτύσσονται με την τυποποίηση, αλλά όχι απαραίτητα. Λεξικά της κυπριακής αλλά και γραμματική (του Κυριάκου Χατζηιωάννου) υπάρχουν διαθέσιμα για τον όποιο ή όποια θέλει να τα συμβουλευτεί για να γράψει στα κυπριακά. Η τυποποίηση από την άλλη, επειδή ακριβώς έχει στόχο να μειώσει την ποικιλότητα, το κάνει μέσω ρύθμισης του τι θεωρεί «ορθή» και «λανθασμένη» γλωσσική επιλογή, κάτι το οποίο είναι ως έναν μεγάλο βαθμό μια κατασκευή. Το ότι δεν είναι τυποποιημένη η κυπριακή συνεπάγεται πως εναλλακτικές όπως «κρέπα» και «κρέππα», «ξιτιμάζω» και «ξατιμάζω», «εφάτσησα» και «εφάκκησα» κ.λπ. που λέγονται σε διαφορετικές περιοχές είναι όλες ισότιμες: δεν είναι η μία επιλογή σωστή και η άλλη λανθασμένη, αφού δεν υπάρχει μία τυποποιημένη μορφή της κυπριακής.
Να ανοίξει ένας διάλογος για το γλωσσικό
–Δικαιολογούνται εν έτει 2025 συγκρούσεις γλωσσικές που σε αρκετές χώρες έχουν λυθεί εδώ και δεκαετίες; Σίγουρα το άλυτο Κυπριακό πυροδοτεί τέτοιες συζητήσεις, δεν μπορεί όμως να γίνει ανεξάρτητη συζήτηση σε γλωσσολογικό επίπεδο;
Ε.Ι.: Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες γίνεται μεγάλη προσπάθεια από επιστήμονες και επιστημόνισσες που ζουν και εργάζονται σε ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Κύπρο να ανοίξει ένας διάλογος για το γλωσσικό που να έχει ως επίκεντρο την επιστήμη της γλωσσολογίας, να κτίσει δηλαδή πάνω στη γνώση και τις έρευνες που έχουν γίνει τόσο στον ελληνόφωνο χώρο όσο και σε άλλες χώρες. Γίνεται δηλαδή προσπάθεια να μετασχηματιστεί η συζήτηση για τη γλώσσα από συναισθηματική σε πιο επιστημονική, να μιλήσουμε για έρευνες, για συστηματοποίηση των ποικιλιών, για δομικά χαρακτηριστικά που αφορούν προφορά, σύνταξη, μορφολογία και επίσης να δούμε και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη γλωσσική χρήση και τη σχέση γλώσσας και ταυτότητας. Η ίδρυση της Γλωσσολογικής Εταιρείας Κύπρου παίζει σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή τη συζήτηση. Δυστυχώς όμως παρατηρούμε, και αυτή είναι προσωπική μου εκτίμηση, ότι κάθε φορά που συμβαίνει κάτι που θεωρείται ότι «θίγει τα εθνικά συμφέροντα» κάθε φωνή λογικής τείνει να συνθλίβεται κάτω από συναισθηματισμούς, πύρινους λόγους και συσχετίσεις και απλουστεύσεις που δεν έχουν σχέση με την επιστημονική συζήτηση που γίνεται γύρω από τα γλωσσικά θέματα. Εξού και η απόσυρση του βιβλίου και οι δηλώσεις της υφυπουργού για χρήση μόνο επίσημων ποικιλιών σε έργα τέχνης που εκπροσωπούν την Κυπριακή Δημοκρατία.
–Μετά από τόσα χρόνια γιατί κατά τη γνώμη σας δεν έχει απενεχοποιηθεί η χρήση της διαλέκτου;
–Ε.Ι.: Αν και απαντήθηκε και στην πρώτη ερώτησή σας, θα συμπληρώσω λέγοντας τι μας είπε (μεταξύ σοβαρού και αστείου), πριν πολλά χρόνια σε μια διάλεξή του, ένας από τους πιο γνωστούς γλωσσολόγους στον κόσμο, ο David Crystal: είπε ότι όλες οι γλώσσες και οι γλωσσικές ποικιλίες είναι ίσες μεταξύ τους μόνο στα μάτια των γλωσσολόγων και του Θεού.
–Έχετε εικόνα για το αν υπάρχουν και στην τ/κ κοινότητα παρόμοιες συζητήσεις;
Σ.Α.: Ισχύει και στην τ/κ κοινότητα το γεγονός ότι έχουν τη δική τους διάλεκτο, την κυπριακή τουρκική, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιείται σε περιστάσεις που απαιτείται τυπικότητα είναι η πρότυπη τουρκική.
Και στην τ/κ κοινότητα, όπως και στην ε/κ, η διάλεκτος και η πρότυπη γλώσσα διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό σε λεξιλόγιο, στη σύνταξη, τη μορφολογία, την προφορά κ.λπ. Και στην τ/κ κοινότητα η πρότυπη τουρκική είναι συνδεδεμένη με κοινωνικό κύρος, είναι η γλώσσα της μόρφωσης κ.λπ., αλλά όπως ισχύει και στην ε/κ κοινότητα, η διάλεκτος συνδέεται με την αυθεντική έκφραση, την ειλικρίνεια και είναι μέρος της τοπικής ταυτότητας. Αυτό που δεν παρατηρείται είναι αυτή η φοβική στάση απέναντι στη διάλεκτο που παρατηρούμε στην ε/κ κοινότητα με τα ψευδοδίπολα «ελληνόφρονες vs κυπριόφρονες». Στην τ/κ κοινότητα το να χρησιμοποιείς τη διάλεκτο δεν εκλαμβάνεται ως κάτι ανησυχητικό ή «επικίνδυνο», αλλά αποτελεί για την τ/κ κοινότητα ένα σημαντικό στοιχείο πολιτισμικής επιβίωσης.