ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο Μ. Θρασυβούλου στην «Κ»: Ο Μακάριος δεν θα μπορούσε να γίνει διορατικός ηγέτης

Ηταν μπερδεμένος μπροστά στις μεγάλες ευθύνες, δεν κατανοούσε τις εξελίξεις και υποτιμούσε τους κινδύνους για το νησί, λέει ο ιστορικός και ερευνητής

Της Μαρίνας Οικονομίδου

Της Μαρίνας Οικονομίδου

economidoum@kathimerini.com.cy

Σαράντα έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Μακαρίου, τα πάθη εξακολουθούν να υφίστανται και τα στρατόπεδα να χωρίζονται με ευκολία μεταξύ των τυφλών οπαδών και πολέμιών του. Ηταν ένας πολιτικός Μεσσίας ή ένας από τους κύριους παράγοντες της εθνικής καταστροφής που ακολούθησε; Στις μέχρι τώρα βιογραφίες και αναλύσεις που καταγράφηκαν λείπει η αντικειμενική ανάλυση για τον άνθρωπο του οποίου η παρουσία υπήρξε καταλυτική ως προς την εξέλιξη της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Στο βιβλίο, ωστόσο, του ιστορικού και ερευνητή Μάριου Θρασυβούλου «Μακάριος 1948-1959: Η πολιτική ηγεμονία και εξέλιξη προς τον αυταρχισμό» επιχειρείται για πρώτη φορά μία ψύχραιμη παρουσίαση του ψυχισμού αλλά και των συγκυριών που οδήγησαν στην κυριαρχία του Μακαρίου αλλά και τη ροπή του στον αυταρχισμό. Ο Μάριος Θρασυβούλου δεν αποδομεί αλλά φωτίζει την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου που χάραξε τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, τα παιδικά του τραύματα, τις αδυναμίες του, τους τακτικισμούς, αλλά και την ασυνέπεια των πολιτικών του θέσεων. Την ίδια στιγμή αναλύει σε βάθος το πολιτικό σκηνικό της εποχής, την αδυναμία της αστικής τάξης να αποκτήσει πολιτικό κόκαλο και να αντιδράσει, τις διαφοροποιήσεις της Δεξιάς που επέτρεψε στην Εκκλησία να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και την αμηχανία της Αριστεράς, η οποία φοβόταν την πολιτική της απομόνωση.

–Γιατί, ενώ έχουν περάσει 46 χρόνια από τον θάνατο του Μακαρίου, οι πλείστες βιογραφίες που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα είτε τον μυθοποιούν είτε τον δαιμονοποιούν;

Θα συμπλήρωνα λέγοντας ότι ακόμα και οι πλείστες σοβαρές βιβλιογραφικές αναφορές στον Μακάριο αποφεύγουν να ενδιατρίψουν αρκετά βαθιά στο ζήτημα και να κάνουν μια ουσιαστική αποτίμηση της παρουσίας του. Θεωρώ ότι ως κοινότητα δυσκολευόμαστε να εξελιχθούμε πολιτικά, δεν βγαίνουμε από το καβούκι μας και δεν προχωρούμε εύκολα σε μια κριτική προσέγγιση της ιστορίας μας. Παραμένουμε περιχαρακωμένοι σε παλιά ή νέα στρατόπεδα, ενώ ο Μακάριος και ο Γρίβας διατηρούν ακόμα και σήμερα ένα υπέρμετρο βάρος. Το Κυπριακό, ως ένα χρονίζον πρόβλημα, δυσκολεύει επίσης την πρόοδό μας. Αυτά όλα επηρεάζουν τους ερευνητές και τους συγγραφείς. Έτσι, για λόγους «εθνικούς», πολιτικούς, παραταξιακούς, συμφεροντολογικούς ακόμα, βλέπουμε είτε αγιογραφήσεις του Μακαρίου και μια προσπάθεια να μη «θιγεί», αφού είναι για τους πιο πολλούς σε Κύπρο και Ελλάδα εθνικό σύμβολο, είτε ακραία απαξίωση βασισμένη σε κουτσομπολιά και θεωρίες συνωμοσίας.

–Γιατί, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν πολιτικοί και κόμματα που υπερασπίζονται τυφλά τις πολιτικές Μακαρίου; Είναι και αυτό ένδειξη ότι δεν έχουμε ακόμη ωριμάσει πολιτικά; Και πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ο Μακάριος θεωρείται το πρότυπο ηγέτη στην Κύπρο από νέους πολιτικούς;

Η έλλειψη πολιτικής ωρίμανσης από μέρους της κοινότητας και η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να θέσουν ένα θαρραλέο πλάνο προς τα μπρος αλλά και απεγκλωβισμού τους από τη στενή οπτική τους πάνω στο Κυπριακό, οδηγούν σε βολικές διαδρομές του παρελθόντος. Αυτές οι διαδρομές βρίσκουν την έκφρασή τους στις πολιτικές πρακτικές και αντιλήψεις του Μακαρίου. Οι παρακαταθήκες του Μακαρίου έγιναν κτήμα του ελληνοκυπριακού πολιτικού προσωπικού και ιδιαίτερα των πλείστων Προέδρων: Η άντληση κύρους από την κρατική υπόσταση τής έστω και κουτσουρεμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, η έμφαση στη διασφάλιση της εξουσίας και των προνομίων που αυτή παρέχει, η στενή, εγωιστική, ελληνοκυπριακή ματιά σε ό,τι συμβαίνει δίπλα μας και στον κόσμο, η εργαλειακή σχέση με την Ελλάδα και τον ευρύτερο ελληνισμό, η έλλειψη καθαρού μυαλού και σχεδίου όσον αφορά το Κυπριακό, η αναβλητικότητα και η πονηριά, όταν μπροστά παρουσιάζεται μια νέα πρωτοβουλία λύσης, η περιφρόνηση των Τουρκοκυπρίων. Όχι τυχαία, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια πολιτικούς με φιλογριβικές-ενωτικές καταβολές και παραδόσεις να δηλώνουν πίστη στις μακαριακές παρακαταθήκες.

–Παρά τις υπερβολές που καταγράφηκαν και λέχθηκαν γύρω από τις ικανότητες του Μακαρίου, υπήρχαν τελικά εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούσαν να τον καταστήσουν ικανό ηγέτη;

Ο Μακάριος είχε τον χρόνο και τις ευκαιρίες να δείξει αν, πέρα από δημεγέρτης, ήταν ένας οραματιστής και στοχαστής πολιτικός. Δεν το έκανε. Τα ατομικά χαρακτηριστικά του, τον βοήθησαν να εξελιχθεί και να δυναμώσει όταν μπροστά του είχε το παλλαϊκό και ρομαντικό αίτημα για Ένωση, από το 1948 μέχρι το 1955. Αυτά τα χαρακτηριστικά, όμως, δεν τον βοήθησαν στη συνέχεια, όταν τα πράγματα στο Κυπριακό άρχισαν να δυσκολεύουν, όταν δηλαδή άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η Τουρκία ενεπλάκη για τα καλά, οι Τουρκοκύπριοι συγκεκριμενοποίησαν τον αγώνα τους για διχοτόμηση, ο ίδιος εξορίστηκε, ο Γρίβας άρχισε να αυτονομείται τελείως, παρουσιάζονταν σχέδια λύσης, ξέσπασαν οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1958 κ.ά. Τότε, ο Μακάριος έδειχνε να μην έχει την αυτοπεποίθηση που είχε προηγουμένως, να μην είναι σίγουρος ούτε για την Ένωση ούτε για την ανεξαρτησία, ήταν μπερδεμένος και ασταθής μπροστά στις μεγάλες ευθύνες και στα κρίσιμα διλήμματα, δεν κατανοούσε τις εξελίξεις, υποτιμούσε τους κινδύνους για το νησί. Θεωρώ δηλαδή ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ικανός και διορατικός ηγέτης.

–Ηταν, δηλαδή, καθαρά θέμα συγκυριών η επικράτησή του;

Δεν πρέπει, φυσικά, να υποτιμούνται τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, όπως η όρεξη για δουλειά, η ευφάνταστη δράση, η προσεγμένη εμφάνιση και οι καλοδουλεμένες ομιλίες του, τα οποία αποτέλεσαν και αυτά έναν σημαντικό παράγοντα για την επικράτησή του. Κυρίως όμως, λειτούργησε ένας συνδυασμός παραγόντων, που έχουν να κάνουν με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εποχής, τη δύναμη της Εκκλησίας, την αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας και της Εθναρχίας.

 

Το βιβλίο «Μακάριος 1948-1959: Η πολιτική ηγεμονία και εξέλιξη προς τον αυταρχισμό» επιχειρεί να παρουσιάσει για πρώτη φορά με ψυχραιμία, τον ψυχισμό του ανθρώπου που χάραξε τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία.

Η παραδοξότητα του ΑΚΕΛ

–Στο βιβλίο υπογραμμίζεται η αμήχανη στάση που τηρούσε το ΑΚΕΛ απέναντι στην επικράτηση του Μακαρίου και της Εκκλησίας. Πού οφείλεται η πρωτοτυπία της Αριστεράς στην Κύπρο να αποφεύγει τη σύγκρουση ή να προσπαθεί να γίνει μέρος της εθνικής συμμαχίας;

Το ΑΚΕΛ ήταν επηρεασμένο από τις γενικές κατευθύνσεις που έδινε η Μόσχα και από τη ρητορική του κομμουνιστικού κέντρου, αλλά γενικά πολιτευόταν με βάση το κυπριακό περιβάλλον. Η στενότητα του χώρου της Κύπρου, η αποικιοκρατία, το ειδικό βάρος της Εκκλησίας, ο κοινωνικός συντηρητισμός, η υπερίσχυση του εθνικισμού και το επίπεδο της ηγεσίας του κόμματος καθόρισαν την πορεία της Αριστεράς. Το ιδεολογικό φορτίο και οι αντιλήψεις που κουβαλούσε η ηγεσία ήταν πρωταρχικής σημασίας. Ιδιαίτερα με την επικράτηση του Παπαϊωάννου στα τέλη της δεκαετίας του 1940, το κόμμα αντικρίζει τα πράγματα ακόμα πιο συντηρητικά και δείχνει να μην μπορεί να τραβήξει έναν θαρραλέο δρόμο προς τα μπρος βασισμένο εξολοκλήρου στις αρχές του. Λόγω χαρακτήρα, πρωτοπορεί μεν στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, κάνει επίκληση της ανάγκης για συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους, αλλά στο κυρίαρχο εθνικό ζήτημα δεν τολμά να πάει ενάντια στο ρεύμα.

–Ισως αυτή η στάση να έκανε το ΑΚΕΛ τόσο μεγάλο κόμμα σε αντίθεση με άλλα αριστερά κόμματα του εξωτερικού;

Η ηγεσία του επικαλούνταν τον κίνδυνο της απομόνωσης για να δικαιολογήσει την ιδεολογική της υποχώρηση, ξέροντας ότι η Ενωση ήταν αυτή που θα διασφάλιζε στο κόμμα τη λαϊκή αποδοχή. Και είναι γι’ αυτό που παρατηρούμε ότι, παρόλες τις επιθέσεις που δεχόταν από την Εθναρχία και τη Δεξιά, το κόμμα έκανε συνεχώς προσπάθειες για σύμπλευση με τους εθνικόφρονες, στήριζε ουσιαστικά τον Μακάριο και αναγνώριζε τον εθναρχικό του ρόλο. Ναι, ισχύει αυτό που λέτε για το ΑΚΕΛ. Η σύμπλευση της κοινωνικής και φιλεργατικής πολιτικής από τη μια, και της εθνικιστικής πολιτικής από την άλλη, το μαζικοποιεί μεν, αλλά του αφαιρεί τη δυνατότητα να θέσει τις βάσεις για μελλοντική ηγεμονία στο νησί.

–Ούτε βεβαίως η αστική τάξη στην Κύπρο, σε αντίθεση με άλλες χώρες, αντιλήφθηκε την κρισιμότητα του ρόλου της και έτσι ακολούθησε παθητική στάση. Ηταν αποτέλεσμα της απουσίας πολιτικής συνείδησης ή της επιθυμίας να βρίσκεται κοντά στην εξουσία;

Λόγω γεωγραφίας και λόγω αποκλειστικής σύνδεσης με το κλειστό περιβάλλον του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι Ελληνοκύπριοι αστοί δεν κατάφεραν να αφομοιώσουν πρωτοπόρες ιδέες που διακινούνταν τότε στην Ευρώπη. Κατακλύστηκαν από τις συντηρητικές ιδέες, με κυρίαρχη αυτή του αλυτρωτισμού. Αν οι ιδέες του Διαφωτισμού γίνονταν κτήμα έστω και μιας μικρής μειοψηφίας, τότε τα πράγματα πιστεύω ότι θα ήταν αλλιώς. Θα βλέπαμε μια πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση, ένα σοβαρό κόμμα που θα έβλεπε μπροστά και που κυρίως θα εξέφραζε τα συμφέροντα των Κύπριων αστών συνολικά. Αντίθετα, η έλλειψη οράματος έθεσε την άρχουσα τάξη σχεδόν στο περιθώριο. Αναγνώρισε τον ηγετικό ρόλο της Εκκλησίας, αφέθηκε να παίξει έναν παθητικό ρόλο στις εξελίξεις. Η συνδιαλλαγή με την εξουσία, πρώτα με την αποικιακή και μετέπειτα με τη μακαριακή, ήταν το φυσιολογικό επακόλουθο.

–Πώς απαντάτε σε αυτούς που απορρίπτουν τα περί αυταρχισμού του Μακαρίου, υποστηρίζοντας ότι ήταν δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης της Κυπριακής Δημοκρατίας;

Η παντοδυναμία του Μακαρίου υπήρχε από τη δεκαετία του 1950, όπως εξάλλου περιγράφω στο βιβλίο. Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινότητας τον αναγνώριζε ως τον μοναδικό εκπρόσωπο και διαχειριστή του μέλλοντός της, έστω και σε συνθήκες αποικιοκρατίας. Ο Μακάριος ήταν νομιμοποιημένος ηγέτης, δεν το αμφισβητεί κανένας αυτό. Δεν σημαίνει όμως ότι λειτουργούσε δημοκρατικά. Με την πάροδο του χρόνου, αγνοούσε και περιφρονούσε όλο και πιο πολύ τις πολιτικές δυνάμεις, μεγάλες ή μικρές, ακόμα και τα υπόλοιπα μέλη της Εθναρχίας, δεν τις ενημέρωνε για τις κινήσεις του, ήταν αυταρχικός, ενώ μεταξύ 1957-1959 ο αυταρχισμός του πήρε μια βίαιη μορφή. Ειδικά όλο το 1959, με την επιστροφή του στην Κύπρο, τη συγκρότηση της μεταβατικής κυβέρνησης και την προεκλογική περίοδο, ο Μακάριος έπνιξε τις φωνές αμφισβήτησής του, αριστερές και δεξιές. Κατάφερε, μάλιστα, με ένα αντιδημοκρατικό νομοσχέδιο να ελέγξει τη βουλή που θα εκλεγόταν το καλοκαίρι του 1960. Τα πράγματα φυσικά δεν μένουν στατικά. Την περίοδο 1960-1977 το πολιτικό σύστημα εξελίσσεται, δημιουργούνται νέα κόμματα, η βουλή λειτουργεί και παράγει έργο. Ουσιαστικά όμως, έστω και με διαφορετικό τρόπο, η παντοδυναμία του συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται και ο έλεγχός του πάνω στο πολιτικό σύστημα. Υπήρχε μια στρεβλή κατάσταση, στην οποία συνυπήρχαν η κουτσουρεμένη δημοκρατία και ο αυταρχισμός της εξουσίας.

Ο βοναπαρτισμός 

–Στο βιβλίο κάνετε λόγο για βοναπαρτισμό του Μακαρίου. Είναι ο βοναπαρτισμός μία ασθένεια που έχει εκλείψει από την πολιτική σκηνή του τόπου ή μπορεί εύκολα να επανέλθει υπό κάποιες προϋποθέσεις;

Γενικά το πολιτικό σύστημα έχει κάνει βήματα προόδου, υπάρχει ποικιλία κομμάτων, η βουλή λειτουργεί σχετικά καλά, ο επικεφαλής του κράτους είναι λίγο πολύ υπόλογος για τις πράξεις του. Με βάση τις υπάρχουσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, είναι δύσκολο να εμφανιστεί ξανά ένα παρόμοιο φαινόμενο. Όμως, τίποτε δεν είναι σίγουρο. Αν μελλοντικά, για παράδειγμα, μια πολύ σοβαρή οικονομική, πολιτική ή κοινωνική κρίση συνδυαστεί με την αδυναμία των πιο σοβαρών πολιτικών δυνάμεων να αναλάβουν τον ρόλο τους, με την εμφάνιση ευκαιριακών λαϊκίστικων κομμάτων, με την αδυναμία της βουλής να ελέγξει την εξουσία και με την παρουσία στο προσκήνιο μιας συντηρητικής αλλά και δυναμικής προσωπικότητας, τότε όλα μπορούν να συμβούν.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Μαρίνας Οικονομίδου

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

Πώς ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μπορούσε να «ευλογήσει» εθνικά τον βασιλιά Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο ...
Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου
 |  ΠΟΛΙΤΙΚΗ