ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Στέγη ευγηρίας 4

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Σήμερα πέθανε μια γιαγιά μου λέει η Φ. γι’αυτό δεν έχει, λέει, διάθεση να ζωγραφίσει, θα μου δείξει τί έφτιαξε μέχρι τώρα αλλά δεν πρόκειται να χρωματίσει καινούργια εικόνα, είναι πολύ στεναχωρημένη, λέει, κουνώ το κεφάλι καταφατικά. Η γιαγιά ήταν πολύ άρρωστη με ενημερώνει, της δίνανε το φαγητό μέσα από ένα σωλήνα, “μα γίνεται να τρώει ο άνθρωπος μέσα από το σωλήνα”, διερωτάται, δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, ούτε και να περπατήσει, παρ’ όλα αυτά λυπήθηκε πολύ όταν της είπε η Ν. πως πέθανε έστω κι’αν δεν ήταν ζωή αυτή που ζούσε.

Η Ν. έμενε μαζί της στο ίδιο δωμάτιο, ένας-ένας φεύγουμε λέει σαν μας ακούει να μιλάμε για την γιαγιά που πέθανε, κάθεται ακριβώς απέναντι και κρατάει το κεφάλι της όπως όταν έχει κανείς πονοκέφαλο, δεν έχει πονοκέφαλο, σκέφτεται πως ένας-ένας φεύγουνε και πως μήνα με τον μήνα αδειάζουνε οι καρέκλες και τα κρεβάτια στο γηροκομείο. Ύστερα βάζει το σταυρό της και λέει ψυθιριστά πως σήμερα δεν είναι καλή μέρα, πως ήρθε το ασθενοφόρο πρωί-πρωί και την πήρε, πρωί ήτανε ή μεσημέρι όταν ήρθε το ασθενοφόρο συλλογίζεται μετά, η Φ επιμένει πως ήτανε πριν το μεσημεριανό, η Ν. όμως δεν θυμάται, θυμάται μόνο πως βάλανε την γιαγιά στο φορείο και πως μετά βγάλανε τα σεντόνια από το κρεβάτι της και βάλανε καινούργια. Οι υπόλοιπες δεν μιλάνε, κάθονται η μια πλάι στην άλλη και κοιτάνε στο πουθενά, ακούνε άραγε την κουβέντα μας ή το μυαλό τους τρέχει μίλια μακριά από αυτό το αδιάφορο ψυχρό δωμάτιο με τις βαριές κουρτίνες και τους φθαρμένους καναπέδες, ποιός ξέρει να πει. Δεν την ήξερε καλά την γιαγιά λέει η Φ και εννοεί πως δεν συστηθήκανε ποτέ κανονικά όπως με τις άλλες ηλικιωμένες, ούτε ανταλάξανε κάποια κουβέντα, την έβλεπε όταν έκανε την καθημερινή της βόλτα στο διάδρομο, περνούσε από το δωμάτιο της και κρυφοκοίταζε μέσα, έμενε όμως μέχρι την πόρτα, δεν ήθελε, λέει, να πλησιάσει.

Ούτε όταν ήρθε το ασθενοφόρο πλησίασε, γύρισε αλλού το κεφάλι της, γι’αυτό λέει δεν θέλει σήμερα να ζωγραφίσει, όταν ένας άνθρωπος φεύγει για πάντα ποιός έχει όρεξη να ζωγραφίσει, απορεί. Η Σ. εμφανίζεται με ένα δίσκο γεμάτο με τα απογευματινά γλυκά και τους τα μοιράζει, μαχαλεπί με ροδόσταγμα και τριαντάφυλλο σε γαλάζια μπολάκια σαν παιδικό πάρτι, το μυαλό μου αναπόφευκτα τρέχει στο βιβλίο που διαβάζω τώρα, είναι του Ντιντιέ Εριμπόν και αφηγείται την φθίνουσα πορεία της μητέρας του προς το τέλος, θέτωντας ταυτόχρονα καίρια ερωτήματα για την σχέση μας με τους ηλικιωμένους, για την σχέση των ηλικιωμένων με το χρόνο και το θάνατο, για τις συνθήκες διαβίωσης στις μονάδες φροντίδας, για τα γηρατεία που γίνονται εφαλτήριο για πολιτική θεώρηση. Λέει κάπου λοιπόν πως τα γηροκομεία μοιάζουν με παιδικούς σταθμούς για ηλικιωμένους που έγιναν πάλι παιδιά αλλά χωρίς μέλλον και καθώς κάνει το βλέμμα μου μια πανοραμική στροφή αυτό αισθάνομαι να συμβαίνει εδώ και τώρα, το πάρτι όπου νάναι τελειώνει και αυτά τα γαλάζια μπολάκια σήμερα δεν κατάφεραν να αποπροσανατολίσουν το νου από την εικόνα της γιαγιάς πάνω στο φορείο και από το άδειο της κρεβάτι. Καθισμένες η μια πλάι στην άλλη και αποκομμένες όλες τους από την προηγούμενη τους ζωή μακριά από το σύνολο των τόπων, των χώρων και των σχέσεων που ορίζαν ποιές υπήρξαν κάποτε, νιώθουν την “επικράτεια” τους, όπως γράφει ο Εριμπόν, να έχει στενεύσει, να ωδεύει προς την τελική της συρρίκνωση. Τί απόμένει από τον “εαυτό”, τί συμβαίνει στον “εαυτό” όταν δεν μένει πλέον σχεδόν τίποτα από την παλιά του “επικράτεια" και όταν δεν ελέγχεις πια τίποτα από το λίγο ή το πολύ λίγο που σου απομένει; Κάνουν άραγε οι αρμόδιοι αυτές τις ερωτήσεις στο μυαλό τους όταν βγαίνουν στις τηλεοράσεις να μιλήσουν για τις στέγες ευγηρίας και τα “ποιοτικά” κριτήρια ελέγχου που καυχιόνται πως τα έχουν αναβαθμίσει;

Έίναι σε θέση να αντιληφθούν τί σημαίνει να είσαι ηλικιωμένος και να μένεις στα ίδια δωμάτια, στα ίδια κρεβάτια, με τους ίδιους περιορισμούς, τα ίδια ωράρια, τα ίδια γεύματα, τις ίδιες δραστηριότητες; Τους περνά από το νου τί πάει να πεί αυτή η κατάσταση γενικής ομογενοποίησης που ισοπεδώνει την ιδιαιτερότητα του καθενός μέχρι να του σβήσει εντελώς το δαχτυλικό του αποτύπωμα; Η Φ. συνεχίζει να μου μιλάει για την γιαγιά που πέθανε και γω την διακόπτω προτού επαναλάβει τα ίδια, της προτείνω να πάμε μια βόλτα στην αυλή, να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα, να δούμε ένα κομμάτι ουρανού και από κεί να της ευχηθούμε μαζί καλό ταξίδι στο φως.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση