
Και κάποιος είπε πως είναι η πανσέληνος των λουλουδιών και γω απόρησα μα ύστερα μου εξήγησε πως έτσι την ονομάτισαν κάποτε οι Ινδιάνοι, μου άρεσε αυτός ο συνδυασμός φεγγαριού και λουλουδιών και δεν είπα τίποτε, έμεινα τυλιγμένη με την κουβέρτα να κοιτώ προς το σημείο που σε λίγο θα φανερωνόταν ολοστρόγγυλη η σελήνη και ύστερα κοίταξα τους υπολοίπους που περίμεναν κι’αυτοί το ίδιο ευθυγραμμισμένοι και ήμασταν όλοι μαζί σε ένα κήπο μαγικό, γεμάτο με πορτοκαλιές και ψηλά κυπαρίσσια και ανθισμένες μαυρομάτες και ο ήλιος είχε ήδη αποχωρήσει, μόνο η λάμψη του φεγγαριού ήταν προς το παρών ορατή και εννοώ πως ο ουρανός πήρε ένα χρώμα υπερβατικό που σε καμμία κατηγορία δεν ανταποκρινόταν, όπως άλλωστε κάθε τί που μοιάζει να έρχεται κατευθείαν από το ανεξήγητο και όπως και νάχει τα σύννεφα μέσα από αυτή την λάμψη αποκτούσαν μια μυθολογία επιπρόσθετη, σαν πουπουλένια ξωτικά που περιφέρονταν αργά αλλάζοντας μορφές και τέλος πάντων από όλα όσα συνέβηκαν τις τελευταίες μέρες διάλεξα αυτό να σας αφηγηθώ, το φεγγάρι των λουλουδιών, το ξεχώρισα σαν εξόχως σημαντικό ίσως γιατί τρόμαξα όταν διάβασα εκείνο που έγραψε ο ποιητής πως “όσο οι αισθήσεις παραμένουν καθηλωμένες σε υπηρετικό επίπεδο ο εγκλεισμός στο κλουβί του αίτιου και του αιτιατού είναι ισόβιος” και επειδή αυτό ακριβώς είναι που μάχονται όλα γύρω μας νυχθημερόν να πετύχουν προτίμησα να μείνω τυλιγμένη με την κουβέρτα και με ένα πήλινο φλυτζάνι γεμάτο ζεστό κακάο στο χέρι και με μόνη προσδοκία να απορροφήσω όσο περισσότερο αίνιγμα μπορούσα κι’αυτό γιατί υποψιάζομαι πως είναι σ’αυτή την παράλειψη, την υποβάθμιση δηλαδή του αινίγματος, που οφείλεται η απορρύθμιση μας αλλά όπως και νάχει εμείς παραμείναμε για ώρα σε κείνο το ξύλινο μπαλκόνι και τίποτε άλλο δεν κάναμε παρά να περιμένουμε το φεγγάρι να φανεί, γράψε λάθος, κάναμε και κάτι άλλο, αναπνέαμε αργά και βαθειά και σε κάθε εισπνοή και εκπνοή παραμερίζαμε όλο και πιο πολύ το μυαλό και εννοώ πως το παρατηρούσαμε αποστασιοποιημένα να πηγαινοέρχεται από το παρελθόν στο μέλλον κάνωντας τα πάντα για να μας διαφύγει το παρόν, στο μυαλό δεν αρέσει το παρόν, το παρόν ωστόσο ήταν το μόνο που είχαμε, δηλαδή η πανσέληνος άρχισε ήδη να φανερώνεται ανάμεσα σε δύο ψηλά κυπαρρίσια και μυριάδες δονήσεις αρχίσανε να πέφτουνε σαν ασημένια βροχή πάνω στο μαλλιά μας και έμοιαζαν ακριβώς όπως το περιγράφει ο ποιητής “σαν μηνύματα που εκπέμπονται από την κρούση των μυστικών της ζωής πάνω στην ψυχή μας” από κείνα δηλαδή που έχουνε αποστολή να αποταμιευτούν μέσα μας σαν θεικοί ψιθύροι, και όταν λέω μέσα μας εννοώ στην καρδιά, το μυαλό φοβάται τα αινίγματα και τους κύκλους, προτιμά τις τετραγωνισμένες λογικές, ο δάσκαλος όμως λέει πως στην φύση τίποτα δεν είναι τετράγωνο, καμμιά γωνιά για να σκαλώσεις, καμμία προεξοχή για να σκοντάψεις, όλα είναι κυκλικά, κυλούν, ανοίγουν και κλείνουν, γεννιούνται και πεθαίνουν και τέλος πάντων το φεγγάρι ήταν αδιαμφισβήτητα μαγικό όπως κάθε ευλογημένη εικόνα που σε κάνει να θες να σταυροκοπηθείς και μ’αυτό εννοώ την σχεδόν αντανακλαστική ανάγκη που σε ωθεί να αναγνωρίσεις την απεραντοσύνη της ύπαρξης σου και να δοκιμάσεις να απλωθείς μέσα της με ευλάβεια ή για να το θέσω πιο απλά θες να βάλεις τα δάχτυλα πίσω στο σφυγμό σου για να επαναρυθμιστείς και για να είμαι εντελώς ειλικρινής αυτό είναι που έγινε μετά, πιάσαμε παλμό, σηκωστήκαμε από το ξύλινο μπαλκόνι και αρχίσαμε να χορεύουμε στο χώμα με τις πατούσες μας γυμνές και το ανεξήγητο ήταν το μόνο που ανταποκρινόταν πλήρως σε ό,τι αισθανόμασταν και αυτό που προσπαθώ να περιγράψω και το οποιό συνέβηκε τις προάλλες ενώπιον του φεγγαριού ήταν τελικά μια εκγύμναση ψυχής και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που το ξεχώρισα σαν καίριο συμβάν, γιατί όπως λέει και ο ποιητής επείγεται μια “υπενθύμιση πως υπάρχει μια άλλη υπόσταση μέσα μας που ξέρει να γίνεται δέκτης εξαιρετικά σημαντικών και υπέροχα ακατανόητων πραγμάτων”.