ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Τι μάθαμε από τη διείσδυση των ρωσικών drones

Πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα;

Σταύρος Ιωαννίδης

Μπορεί η αντίδραση της νατοϊκής αεράμυνας να φάνηκε κατώτερη των προσδοκιών, εντούτοις, η πρώτη «μαζική» διείσδυση ρωσικών drones στον εναέριο χώρο της βορειοατλαντικής συμμαχίας μάς έμαθε πολλά για τις σύγχρονες απειλές και τους τρόπους αντιμετώπισής τους.

Το χαμηλό ποσοστό καταρρίψεων, λίγο πάνω από 20%, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι Πολωνοί (καταρρίφθηκαν 4 από τα 19 drones) καταδεικνύει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο εξοπλιστικό δόγμα που ακολουθεί εδώ και χρόνια η Συμμαχία και στην επί του πεδίου πραγματικότητα, στην οποία εξ ανάγκης προσαρμόστηκε η Ουκρανία με αποτέλεσμα να πετυχαίνει ποσοστά καταρρίψεων που ξεπερνούν το 90%.

Η «Κ» επιχειρεί να καταγράψει τα διδάγματα από την «εισβολή» της Τετάρτης και να δώσει απαντήσεις στο κρίσιμο ερώτημα, πόσο ευάλωτη είναι η νατοϊκή και κυρίως η ελληνική αεράμυνα σε επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Η ελληνική ανάγνωση

Η Αθήνα έχει προαναγγείλει τη δημιουργία «θόλου» με δυνατότητες αντιμετώπισης μη επανδρωμένων απειλών στον αέρα, στη θάλασσα και τον βυθό. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κάποια ενέργεια για την προμήθεια ή τη διασύνδεση των οπλικών συστημάτων και των κέντρων επιχειρήσεων που θα αποτελούν τα δομικά στοιχεία του «θόλου». Επιπλέον, η αλματώδης πρόοδος της στρατιωτικής τεχνολογίας και η συνεχής προσαρμογή σε νέα δεδομένα, όπως η μαζική παραγωγή φθηνών drones και η χρήση τεχνητής νοημοσύνης σε στρατιωτικές εφαρμογές, καθιστούν παρωχημένα ακόμη και συστήματα που σήμερα θεωρείται ότι βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας.

Η ελληνική, όπως και η νατοϊκή αεράμυνα, έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζει συμβατικά πολεμικά αεροσκάφη και -σε κάποιον βαθμό- βαλλιστικές επιθέσεις. Oμως οι πρόσφατες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι ο πόλεμος διεξάγεται πλέον με πολύ διαφορετικό τρόπο.

Η επιτυχία της ουκρανικής αλλά και της ισραηλινής αεράμυνας απέναντι σε μαζικές επιθέσεις με drones έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην ταχεία προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα. Το λογισμικό ηλεκτρονικού πολέμου των ουκρανικών συστημάτων anti-drone ανανεώνεται κάθε εβδομάδα, όταν το δόγμα των περισσότερων δυτικών συστημάτων προβλέπει την ανανέωση λογισμικού και συχνοτήτων σε ετήσια ή ακόμη χειρότερα σε πενταετή βάση. Αντίστοιχα, οι Ισραηλινοί επέλεξαν την ανάπτυξη ενός εγχώριου συστήματος πολυστρωματικής αεράμυνας, του περίφημου Iron Dome που προσαρμόζεται ανάλογα με τις απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα επιθέσεων.

Η Ελλάδα, που για μια σειρά από γνωστούς λόγους δεν αξιοποιεί συστήματα ή πυρομαχικά εγχώριας παραγωγής, βασίζεται αποκλειστικά σε ξένους κατασκευαστές για την προσαρμογή των συστημάτων της στα νέα δεδομένα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αποτελεσματικότητα έναντι σύγχρονων απειλών.

«Οι ανάγκες δεν καλύπτονται μόνο με την αγορά συστημάτων αλλά απαιτούν δυνατότητες εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής πυραύλων και οχημάτων αναχαίτισης, ώστε να έχουμε τους απαιτούμενους ρυθμούς αναπλήρωσης απέναντι σε επιθέσεις κορεσμού και εγχώριας ανάπτυξης λογισμικού ηλεκτρονικού πολέμου και τεχνητής νοημοσύνης, για να προσαρμόζονται τα ηλεκτρονικά αντίμετρα με την απαιτούμενη ταχύτητα», αναφέρει στην «Κ» ο Δημήτρης Κώττας, μηχανολόγος μηχανικός με εξειδίκευση στη ρομποτική και αυτονομία και τους αλγόριθμους πλοήγησης χωρίς GPS καθώς και ιδρυτής της Delian.

Τουρκικά drones

Καλά ενημερωμένη στρατιωτική πηγή εξηγεί στην «Κ» ότι τα τουρκικά drones μπορούν να διεξάγουν παρατεταμένες αποστολές πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης (ISR) κατά μήκος των ανατολικών συνόρων και των νησιών της Ελλάδας, χαρτογραφώντας αμυντικές θέσεις και παρακολουθώντας τις ναυτικές κινήσεις. Πιο κρίσιμα, τα πιθανά περιπλανώμενα πυρομαχικά τους θα μπορούσαν να απειλήσουν κρίσιμες υποδομές, συμπεριλαμβανομένων αεροδρομίων, ναυτικών στόχων και συστημάτων αεράμυνας, επιδιώκοντας να εδραιώσουν την κυριαρχία σε οποιαδήποτε πιθανή κρίση.

Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, η Ελλάδα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτή την ασύμμετρη απειλή;

«Η απάντηση βρίσκεται σε μια πολυεπίπεδη, ολοκληρωμένη αμυντική στρατηγική. Πρώτα και κύρια είναι η συνεχής επένδυση σε σύγχρονα συστήματα αεράμυνας. Η απόκτηση γαλλικών αεροσκαφών Rafale από την και τα σχέδια αναβάθμισης του στόλου των F-16 σε Viper είναι κρίσιμα βήματα. Αυτά τα προηγμένα αεροσκάφη μπορούν να εμπλακούν με drones πέρα από την οπτική εμβέλεια. Επιπλέον, τα επίγεια συστήματα αεράμυνας μικρού έως μεσαίου βεληνεκούς (GBAD), όπως τα Mistral που αποκτήθηκαν πρόσφατα και η πιθανή απόκτηση μονάδων Patriot ή S-300, είναι απαραίτητα για τη δημιουργία μιας πυκνής αμυντικής ασπίδας πάνω από βασικά περιουσιακά στοιχεία» αναφέρει.

Η τεχνολογία, ωστόσο, είναι μόνο ένα συστατικό. «Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου (EW). Η παρεμβολή των συνδέσμων διοίκησης, ελέγχου και πλοήγησης αυτών των drones μπορεί να τα καταστήσει αναποτελεσματικά, με αποτέλεσμα να χάσουν στόχους ή ακόμα και να συντριβούν. Ο συνδυασμός ηλεκτρονικού πολέμου με μονάδες κυβερνοπολέμου για την παραβίαση των ροών δεδομένων των drones προσφέρει μια μη κινητική και οικονομικά αποδοτική μέθοδο εξουδετέρωσης» τονίζει η ίδια πηγή.

Δυσκολία στον εντοπισμό

Η Πολωνία διαθέτει ένα από τα πυκνότερα δίκτυα ραντάρ, συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και αντιαεροπορικών, ωστόσο δεν κατάφερε να εξουδετερώσει πολλά από τα ρωσικά drones που παραβίασαν τον εναέριο χώρο της. Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας περιγράφει στην «Κ» τις προκλήσεις που ενέχουν ο εντοπισμός και η κατάρριψη μικρών και φθηνών drones.

«Τα Shahed ή τα ακόμη μικρότερα, εμπορικού τύπου, drones είναι δύσκολο να εντοπιστούν εγκαίρως . Eχουν μικρή ηλεκτρομαγνητική υπογραφή (RCS), άρα είναι σχεδόν «αόρατα» στα ραντάρ, πετάνε χαμηλά και αργά και συνήθως δεν έχουν θερμική υπογραφή, άρα βασιζόμαστε κυρίως στην οπτική αναγνώριση ή και στην αξιοπιστία των αισθητήρων μας», αναφέρει. «Επιπλέον, η χρήση πυραύλων όπως οι Patriot, που κοστίζουν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια δολάρια έκαστος, είναι ασύμφορη και αυτός είναι ο λόγος που πολλές χώρες, εκτός από τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, στρέφονται σε φθηνές λύσεις όπως τα ελικόπτερα σε ρόλο κυνηγού drone ή μονοκινητήρια εκπαιδευτικά αεροσκάφη στα οποία προσαρμόζουν ελαφρύ οπλισμό».

Το παράδειγμα της Πολωνίας είναι ενδεικτικό: Ενα νατοϊκό F-35 που απογειώθηκε για να καταρρίψει τα ρωσικά drones εξαπέλυσε πύραυλο AIM-9Χ, ο οποίος αναλόγως την έκδοση κοστίζει περίπου 400.000 δολάρια. Ο στόχος του, ένα drone Gerbera, η ρωσική παραλλαγή του ιρανικού Shahed, κοστίζει χοντρικά από 30 έως 80 χιλιάδες δολάρια. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως η μαζική παραγωγή φθηνών drones και οι επιθέσεις κορεσμού μπορούν, με σχετική ευκολία, να εξαντλήσουν τα περιθώρια αντίδρασης του αμυνόμενου.

Τι κατάφερε η Μόσχα;

Το «κέρδος» για τη Ρωσία, εκτός από την επίδειξη δύναμης και την αβεβαιότητα που ενδεχομένως προκάλεσε στο εσωτερικό ορισμένων κρατών, ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία η δοκιμή των νατοϊκών αντανακλαστικών. Οι χρόνοι αντίδρασης και ενεργοποίησης της αεράμυνας, οι απογειώσεις αεροσκαφών, η αποτελεσματικότητα των ηλεκτρονικών ή των φυσικών αντιμέτρων. Στον αντίποδα, το ΝΑΤΟ αλλά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που έως τώρα θεωρούσαν ότι βρίσκονται μακριά από τα πεδία συγκρούσεων της Ουκρανίας, διαπιστώνουν ότι είναι ώρα για αναδιάταξη του αμυντικού δόγματος και προσαρμογή στα νέα δεδομένα.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση