
ΠΗΓΗ: Reuters
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ένα απρόβλεπτο και ανεπιθύμητο πρόβλημα. Οπως ακριβώς η ήπειρος εξαρτάται από το στρατιωτικό βάρος των HΠΑ, έτσι και οι εταιρείες της βασίζονται σε αμερικανικούς παρόχους cloud computing. Τα τεράστια δίκτυα διακομιστών και κέντρων δεδομένων, που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση πληροφοριών και την εκτέλεση κρίσιμου λογισμικού, κυριαρχούνται από τρεις αμερικανικές εταιρείες, γνωστές ως hyperscalers. Για τους διευθύνοντες συμβούλους, ακόμη και για τις κυβερνήσεις, αυτό φαίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μια εύθραυστη σχέση με την Ευρώπη και η νομοθεσία των ΗΠΑ επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να έχει πρόσβαση σε ξένα δεδομένα. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η απόσχιση είναι δύσκολη. Οι Amazon, Microsoft και Google της Alphabet ελέγχουν περίπου τα δύο τρίτα της αγοράς cloud της Ε.Ε., σύμφωνα με έκθεση για την ανταγωνιστικότητα του μπλοκ από τον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή οι τεχνολογικοί γίγαντες πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων έχουν το κεφάλαιο για να επενδύσουν σε τεράστια κέντρα δεδομένων, επιτρέποντάς τους να προσφέρουν αξιόπιστες και σχετικά χαμηλές τιμές σε υπηρεσίες.
Τα λόγια όμως και οι πράξεις των ΗΠΑ αναμφισβήτητα καθιστούν αυτή την εξάρτηση απερίσκεπτη. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρητικά έχει πρόσβαση σε ευρωπαϊκά δεδομένα, μέσω δύο νομικών οδών. Τα δικαστήρια μπορούν να εκδίδουν εντολές σε παρόχους cloud και να τους ζητούν να παραδώσουν δεδομένα πελατών για να βοηθήσουν σε ποινικές έρευνες. Ξεχωριστά, το άρθρο 702 του νόμου περί επιτήρησης ξένων πληροφοριών (FISA) δίνει στην Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας την εξουσία να ζητεί πρόσβαση σε αποθηκευμένες πληροφορίες στοχεύοντας δυνητικά εταιρείες, άτομα ή ιδρύματα με τα οποία η κυβέρνηση έχει πρόβλημα. Σε ένα ακόμη πιο ακραίο σενάριο, ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε θεωρητικά να ασκήσει πολιτική πίεση στους hyperscalers να διακόψουν τις υπηρεσίες cloud σε χώρες που δεν συμπαθεί.
Ο FISA, που θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1978, δεν είναι κάτι καινούργιο. Υποτίθεται ότι περιορίζει τη διεθνή τρομοκρατία αντί να κλέβει επιχειρηματικά μυστικά ή να βοηθάει την κυβέρνηση σε πολιτικές μνησικακίες. Οι Ευρωπαίοι έχουν στο παρελθόν αποδεχθεί σιωπηρά την πιθανότητα επιτήρησης από έναν ισχυρό σύμμαχο σε αντάλλαγμα για τεχνολογία αιχμής.
Οι διατλαντικές σχέσεις ωστόσο είναι πιο τεταμένες τώρα, και ακόμη και μια μικρή πιθανότητα πολιτικής παρέμβασης στο cloud είναι τρομακτική. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν επιλογές, αλλά καμία δεν είναι τέλεια, από την κινητοποίηση τοπικών ταλέντων και πόρων μέσα από την πρωτοβουλία EuroStack, ένα βιομηχανικό συνασπισμό που πιέζει για πλήρη τεχνολογική κυριαρχία στην περιοχή, μέχρι την πιο πιθανή επιλογή της μετάβασης σε λογισμικό cloud ευρωπαϊκής κατασκευής που φιλοξενείται εξ ολοκλήρου σε κέντρα δεδομένων ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχίες των πελατών τους, οι τρεις μεγάλοι πάροχοι cloud διαφημίζουν τις δικές τους εναλλακτικές λύσεις. Η Microsoft λάνσαρε μερικές «κυρίαρχες λύσεις» την περασμένη εβδομάδα, δηλώνοντας ότι αυτές οι επιλογές επιτρέπουν στους πελάτες της Ε.Ε. να ελέγχουν τη δική τους πρόσβαση στα δεδομένα. Η Amazon και η Google έχουν επιδείξει παρόμοια προϊόντα. Το αν αυτές οι υπηρεσίες προσφέρουν στους Ευρωπαίους το επίπεδο ελέγχου που αναζητούν, είναι άλλο θέμα.
Μια σχετικά αποδεκτή λύση, για τους Ευρωπαίους, περιλαμβάνει τοπικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες cloud της Microsoft λόγου χάρη σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον «περιφραγμένου κήπου», όπου ο πελάτης κατέχει την υποκείμενη υποδομή. Η Ευρώπη κυριολεκτικά βασίζεται στην αμερικανική τεχνολογία. Και όλα δείχνουν ότι η απόσχιση είναι πιο εύκολη στα λόγια παρά στην πράξη.