ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Τριγυρνώντας στην Καζαμπλάνκα χωρίς κινητό

Μια «αναλογική» περιήγηση χωρίς GPS, διαδικτυακές λίστες και σκρόλινγκ στη μεγαλύτερη πόλη του Μαρόκου

Σύμφωνα με τον θλιβερό χάρτη που κρατούσα, θα έπρεπε να βρίσκομαι κοντά στα βασιλικά ανάκτορα. Όμως, τίποτα στην πολύβουη συνοικία Μερ Σουλτάν της Καζαμπλάνκα, όπου τα τραμ περνούν με θόρυβο μπροστά από καφέ και μαγαζιά με παπούτσια, δεν θύμιζε ούτε κατά διάνοια παλάτι. Πήρα έναν δρόμο, ύστερα έναν άλλο. Τελικά πλησίασα μια παρέα έφηβων κοριτσιών που φορούσαν τζιν και μαντίλες και έπιναν κόκα-κόλα έξω από ένα σνακ μπαρ.

«Ψάχνω το παλάτι», είπα σε στοιχειώδη γαλλικά, δείχνοντας τον χάρτη μου. «Υποτίθεται πως είναι κάπου εδώ κοντά».

Ένα από τα κορίτσια έριξε μια ματιά στο τσαλακωμένο χαρτί και με χαρακτηριστική εφηβική περιφρόνηση ρώτησε: «Δεν έχεις τηλέφωνο;».

Όχι, δεν είχα τηλέφωνο. Ή, για να είμαι ακριβής, είχα, αλλά δεν το χρησιμοποιούσα. Πέρα από την αγορά του αεροπορικού εισιτηρίου μου, το σχέδιό μου ήταν να εξερευνήσω την Καζαμπλάνκα –μια πόλη του Μαρόκου που δεν είχα επισκεφθεί ξανά– χωρίς να καταφύγω στο διαδίκτυο. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα έκανα καμία διαδικτυακή αναζήτηση, δεν θα χρησιμοποιούσα GPS ή Uber, δεν θα έκλεινα Airbnb και δεν θα σκρόλαρα νευρικά για να αποφύγω την κοινωνική αμηχανία.

Σε μια εποχή που όλο και περισσότεροι αναζητούμε την ψηφιακή αποτοξίνωση, γνωρίζω καλά πόσο πολύ έχει αλλοιώσει το διαδίκτυο, παρά τα πλεονεκτήματά του, την ταξιδιωτική εμπειρία. Δεν είναι μόνο ότι συμβάλλει καθοριστικά στον υπερτουρισμό, αλλά έχει καταργήσει παράλληλα και την αίσθηση της ανακάλυψης. Μας επιτρέπει να ξεφυλλίζουμε τα μενού των εστιατορίων, να βλέπουμε εικόνες από αξιοθέατα και να φτιάχνουμε λίστες με τα μέρη που «πρέπει» να επισκεφτούμε. Έτσι, μας αποκαλύπτει προκαταβολικά τι πρόκειται να ζήσουμε.

Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω έναν ταξιδιωτικό οδηγό, αλλά αυτό θα πήγαινε κόντρα στο πνεύμα αυτής της απόπειρας. Άλλωστε, ο στόχος μου ήταν να δω αν μπορούσα να ξαναβρώ τη μαγεία της τυχαίας εξερεύνησης – και να θυμηθώ καθ’ οδόν μερικά παλιά, ξεχασμένα ταξιδιωτικά κόλπα.


Δώδεκα χιλιάδες καλλιτέχνες εργάστηκαν για τα μωσαϊκά και τα γύψινα διακοσμητικά του Τζαμιού του Χασάν Β΄.

Μάθημα 1ο: Βρες έναν καλό χάρτη

Μόλις προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο «Μοχάμεντ Ε΄» της Καζαμπλάνκα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να βρω έναν χάρτη. Πλησίασα μια γυναίκα που καθόταν σε αυτό που υπέθεσα πως ήταν το γραφείο πληροφοριών. «Φυσικά και έχω χάρτη, αφού έχω τηλέφωνο», μου απάντησε.

Με βοήθησε να βρω το τρένο για το κέντρο. Όταν έφτασα στον ευρύχωρο, φωτεινό σταθμό, συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο θα ήταν τελικά να κινηθώ εδώ πέρα εκτός δικτύου. Δεν υπήρχε ούτε πινακίδα που να μου υποδεικνύει πού βρίσκομαι ούτε μέρος να αφήσω τις αποσκευές μου ούτε κάποια ένδειξη –τουλάχιστον για ανθρώπους σαν εμένα που δεν γνωρίζουν αραβικά– για το ποιος δρόμος οδηγεί στο κέντρο.

Δεν είχα βρει ακόμα χάρτη, οπότε διάλεξα μια κατεύθυνση στην τύχη και ξεκίνησα να περπατώ. Μια λεωφόρος με φοίνικες μου φάνηκε ασφαλής επιλογή και σύντομα βρέθηκα ανάμεσα σε μαγαζιά και εστιατόρια. Πέρα από μια πύλη που υπέθεσα ότι οδηγούσε στην Παλιά Πόλη, είδα μια πινακίδα ζωγραφισμένη στο χέρι: «Ryad 91».

Η «κόκκινη» σκάλα του ξενοδοχείου Doge.Η «κόκκινη» σκάλα του ξενοδοχείου Doge.

Μάθημα 2ο: Δες το δωμάτιό σου

Από προηγούμενα ταξίδια σε άλλες πόλεις του Μαρόκου ήξερα πως η λέξη ryad ή riad σημαίνει πανδοχείο. Σύντομα με υποδέχτηκε ο Μοχάμεντ –ένας ψηλός άνδρας με γυαλιά– σε ένα σαλόνι στρωμένο με μαξιλάρες και δεν φάνηκε να ενοχλείται όταν του ζήτησα να δω το μοναδικό διαθέσιμο δωμάτιο – πραγματική ευκαιρία, στα 360 ντιρχάμ (περίπου 35 ευρώ). Ήταν λιτό και καθαρό, αλλά κάπως κλειστοφοβικό, με ένα παράθυρο που έβλεπε σε εσωτερική αυλή. Το έκλεισα για το βράδυ, με σκοπό να βρω κάτι πιο ευρύχωρο την επομένη.

Στο μεταξύ, ζήτησα από τον Μοχάμεντ έναν χάρτη. «Μισό λεπτό», είπε και, αφού κάθισε στον υπολογιστή, τύπωσε έναν από το Google. Μόνο καμιά δωδεκαριά δρόμοι είχαν ονόματα, όλοι οι υπόλοιποι έμοιαζαν με ένα πλέγμα σε λευκό φόντο.

Με εξαίρεση τους φωτεινούς σηματοδότες, η εξερεύνηση της πόλης είναι δύσκολη για κάποιον που δεν μιλάει αραβικά.
Με εξαίρεση τους φωτεινούς σηματοδότες, η εξερεύνηση της πόλης είναι δύσκολη για κάποιον που δεν μιλάει αραβικά.

Μάθημα 3ο: Αποδέξου την άγνοιά σου

Το ωραίο όταν δεν γνωρίζεις είναι ότι καθετί μοιάζει με ανακάλυψη. Και στα δαιδαλώδη σοκάκια της Καζαμπλάνκα δεν ήταν λίγα αυτά που με γοήτευσαν: οι πανέμορφοι μιναρέδες, οι φουρνάρηδες που έβγαζαν καυτά, πλατιά ψωμιά από υπαίθριους φούρνους, οι πινελιές street art με έντονα χρώματα πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους που χάρισαν στην Καζαμπλάνκα το όνομά της (casa blanca θα πει λευκό σπίτι).

Η περιπλάνησή μου ξεκίνησε από την πόρτα του πανδοχείου. Με το λιμάνι στα δεξιά μου, άρχισα να περπατώ προς τα δυτικά, μέσα από τη θορυβώδη αγορά τροφίμων, όπου πλανόδιοι πουλούσαν χοντρά καρύδια σε καρότσια, και μέσα από κατάφυτες πλατείες όπου οι άνδρες κάθονταν σε χαμηλά τραπεζάκια τρώγοντας σάντουιτς με τηγανητό ψάρι.

Περπατώντας κατά μήκος των προμαχώνων, που χτίστηκαν όταν οι Πορτογάλοι ήλεγχαν το λιμάνι, είδα ένα τεράστιο κτίσμα. Ρώτησα μια παρέα από αγόρια που βουτούσαν στον ωκεανό από μια βραχώδη παραλία, τι ήταν. «C’est la plus grande mosquée du monde», μου απάντησαν. Είχα όντως μόλις αντικρίσει το μεγαλύτερο τζαμί του κόσμου; Δυστυχώς, οι πληροφοριοδότες μου δεν ήταν και τόσο αξιόπιστοι. Το Τζαμί του Χασάν Β΄ μπορεί να διαθέτει έναν από τους ψηλότερους μιναρέδες στον πλανήτη, αλλά δεν είναι το μεγαλύτερο. Βέβαια, όπως αποδείκνυαν τα τουριστικά λεωφορεία που ήταν παρκαρισμένα πιο κάτω, είναι το κύριο αξιοθέατο της Καζαμπλάνκα.


Ξεθωριασμένη πινακίδα εστιατορίου, εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία.

Μάθημα 4ο: Διώξε τον φόβο ότι κάτι θα σου διαφύγει

Το δεύτερο ξενοδοχείο μου το βρήκα σε έναν δρόμο με βίλες πνιγμένες στις βουκαμβίλιες. Τα δωμάτια στο Doge (περίπου 2.200 ντιρχάμ ή 211 ευρώ), το οποίο κάποτε ήταν ιδιωτική κατοικία, ήταν ξεκάθαρα εμπνευσμένα από την εποχή της τζαζ, με τοίχους ντυμένους με βελούδο και τουλάχιστον μία φωτογραφία της Ζοζεφίν Μπέικερ. Όσο έμεινα εκεί, ανάμεσα σε έπιπλα με φινετσάτες λεπτομέρειες και σαπούνια από ανθό πορτοκαλιάς, προσπάθησα να αποδιώξω τη σκέψη ότι ίσως υπήρχε κάποιο ακόμη πιο όμορφο ξενοδοχείο στην πόλη που μου είχε διαφύγει.

Το διαδίκτυο μας πείθει πως οι λίστες του με «τα καλύτερα» είναι απόλυτες αλήθειες κι ότι όποιος δεν τις ακολουθεί κατά γράμμα, έχει συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο.

Το να ταξιδεύεις εκτός δικτύου σημαίνει να αποδέχεσαι ότι θα σου διαφύγουν πράγματα.

Χρειάστηκε να καταπολεμήσω μια τέτοια ανασφάλεια στην Κεντρική Αγορά, όπου δεκάδες πάγκοι με θαλασσινά σέρβιραν φρέσκα στρείδια και ταζίν με ψάρι. Πώς να διαλέξει κανείς; Κατέληξα στο Nadia, επειδή έτρωγαν εκεί ντόπιοι επαγγελματίες. Άραγε οι ζουμερές, ψητές σαρδέλες με την πικάντικη σάλτσα τσερμούλα ήταν οι καλύτερες της αγοράς; Σίγουρα, πάντως, ήταν οι καλύτερες που είχα φάει εγώ.

Όμως, αυτή η στρατηγική δεν απέδωσε όταν έψαχνα για ένα εστιατόριο με παραδοσιακή μαροκινή κουζίνα, καθώς οι ντόπιοι συχνά προτιμούν κάτι διαφορετικό από ό,τι τρώνε σπίτι τους. Έτσι, όταν μπήκα στην αίθουσα με τα πλακάκια του Le Cuistot και άκουσα γύρω μου από ισπανικά μέχρι αγγλικά με βρετανική αλλά και αμερικανική προφορά, δεν είχα πολλές προσδοκίες.

Και όμως, το κουσκούς tfaya που παρήγγειλα ήταν σπυρωτό, τα λαχανικά γεμάτα γεύση και τα καραμελωμένα κρεμμύδια με τα αμύγδαλα είχαν ακριβώς τη σωστή ισορροπία γλυκύτητας και τραγανότητας. Όταν ο Αζίζ Μπεραντά, σεφ και ιδιοκτήτης, μου είπε ότι το δικό του κουσκούς ήταν το καλύτερο στην Καζαμπλάνκα, τον πίστεψα. Πάντως, αν όντως ίσχυε, δεν ήταν αυτό το μόνο του ταλέντο. Πριν γίνει σεφ, μου είπε, είχε υπάρξει φωτογράφος του Χασάν Β΄, του ίδιου μονάρχη που είχε παραγγείλει την κατασκευή του επιβλητικού τζαμιού. Όταν εκείνος πέθανε, ο Μπεραντά αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα για αλλαγή σταδιοδρομίας.

Ο μιναρές του Τζαμιού του Χασάν Β΄ είναι ο δεύτερος ψηλότερος στον κόσμο (210 μέτρα).Ο μιναρές του Τζαμιού του Χασάν Β΄ είναι ο δεύτερος ψηλότερος στον κόσμο (210 μέτρα).

Μάθημα 5ο: Μίλα με τον κόσμο

Η κουβέντα μου με τον Μπεραντά, που δεν θα είχε συμβεί αν ήμουν σκυμμένη πάνω από το τηλέφωνό μου την ώρα του φαγητού, με έκανε να ανυπομονώ να δω το παλάτι όπου είχε εργαστεί. Έτσι, την τελευταία μου μέρα η ρεσεψιονίστ στο Doge μού τύπωσε έναν ακόμη χάρτη από το Google.

Τότε ήταν που χάθηκα. Αφού δεν πήρα καμία βοήθεια από τις έφηβες με τα αναψυκτικά, περιπλανήθηκα για αρκετά τετράγωνα, μέχρι που ζήτησα τελικά οδηγίες από έναν ηλικιωμένο, ο οποίος μου έδειξε στο βάθος κάτι κόκκινες σημαίες: το παλάτι.

Μόνο που δεν ήταν ανοιχτό για το κοινό. Ποτέ, απ’ ό,τι φάνηκε.

Το διαδίκτυο θα μου το είχε πει αυτό. Κι ενώ προσπαθούσα να χωνέψω ότι είχα ξοδέψει ώρες για να φτάσω σε εκείνα τα απροσπέλαστα τείχη, είδα έναν δρόμο γεμάτο βιβλιοπωλεία. Τουλάχιστον, σκέφτηκα, θα μπορούσα να βρω έναν χάρτη της προκοπής.

Και βρήκα. Ο δρόμος με οδήγησε και σε μαγαζιά με χειροποίητα χαλιά και χάλκινα σερβίτσια τσαγιού, σε μια αυλή γεμάτη βαρέλια με ελιές, κι από εκεί σε έναν λαβύρινθο από ασβεστωμένα σοκάκια που μου θύμισαν την Ανδαλουσία, προτού καν βρεθώ στο μικρό μουσείο με τα ανδαλουσιανά όργανα.

Η συνοικία Χαμπούς θύμιζε κινηματογραφικό σκηνικό του Μαρόκου – όχι τυχαία, αφού σχεδιάστηκε από τους Γάλλους στις δεκαετίες του 1920 και του 1930.

Μου το είπε μια γυναίκα που συστήθηκε ως Ιμάν, την ώρα που απολάμβανα ένα τσάι μέντας στο Imperial Café. Καθόταν κοντά μου και έδινε την εντύπωση πως ήταν είτε διασημότητα είτε η δήμαρχος, αφού σχεδόν κάθε περαστικός τη χαιρετούσε.

Τη ρώτησα αν μπορούσα να κουβεντιάσω μαζί της για τη γειτονιά.

«Of course, sweet heart» (φυσικά, γλυκιά μου), μου είπε σε άπταιστα αγγλικά. «Λατρεύω τους Αμερικανούς. Είστε τόσο αυθόρμητοι».

Άνθρωποι δειπνούν στη σάλα του φημισμένου εστιατορίου Le Cuistot.
Άνθρωποι δειπνούν στη σάλα του φημισμένου εστιατορίου Le Cuistot.

Μάθημα 6ο: Δώσε χώρο στο απρόσμενο

Η Ιμάν πρότεινε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας σε ένα κοντινό μέρος που, όπως υποσχέθηκε, θα λάτρευα. Ξεπέρασα την αρχική μου επιφύλαξη, ελπίζοντας πως ίσως μου πρότεινε κάποιο καλό τοπικό στέκι.

Καθώς περπατούσαμε, ο καταιγιστικός μονόλογος της Ιμάν δεν άφηνε και πολλά περιθώρια να τη ρωτήσω για τα αγαπημένα της εστιατόρια. Έμαθα, πάντως, ότι είχε ζήσει κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχε δουλέψει ως μεσίτρια, υπάλληλος σε εταιρεία κοσμημάτων και οδηγός Uber.

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι τείχη που δεν είχαν πολλά να ζηλέψουν από εκείνα του παλατιού. Ο φρουρός μάς οδήγησε από μια σκαλιστή πόρτα σε ένα πανέμορφο κτίριο, επενδυμένο με πράσινα και μπλε γεωμετρικά πλακάκια και περίτεχνη γύψινη διακόσμηση, και με αυλές γεμάτες πορτοκαλιές. Ακόμα δεν είχα ιδέα πού βρισκόμουν (έμαθα αργότερα ότι επρόκειτο για πρώην δικαστήριο και κατοικία του πασά, που σήμερα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις). Και απορούσα με το προσωπικό: Όλοι, από τον αυστηρό γραφειοκράτη μέχρι την καθαρίστρια, χαιρετούσαν την Ιμάν με ενθουσιασμό.

Ποια ήταν τελικά αυτή η Ιμάν; Πολιτικός; Σταρ του σινεμά;

Και ξαφνικά κατάλαβα. «Μήπως είσαι ινφλουένσερ;», τη ρώτησα.

«Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες», απάντησε.

Δεν έμαθα ποτέ τα αγαπημένα εστιατόρια της Ιμάν. Αλλά μου μίλησε για την αποστολή της: να μεταδώσει το μήνυμα πως όλοι είμαστε συνδεδεμένοι. Κάποια στιγμή έβγαλε το κινητό της και άρχισε να μεταδίδει ζωντανά την κουβέντα μας.

Είχα φτάσει έως εδώ χωρίς να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό μου. Είχα χαθεί, είχα ξαναβρεί τον δρόμο μου, είχα ανακαλύψει μνημεία και μικρούς, κρυμμένους θησαυρούς. Είχα αρχίσει να νιώθω την πόλη ως έναν τόπο που υπήρχε πρωτίστως για τους κατοίκους του, όχι για τους επισκέπτες.

Και να που κατέληξα σε ζωντανή μετάδοση στο προφίλ κάποιου άλλου.

Πηγή: The New York Times Company

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Ταξίδια: Τελευταία Ενημέρωση

Περάσαμε 24 ώρες στη Λευκωσία, μια πόλη ζωντανή, γεμάτη ιστορία, απολαυστικές γεύσεις και ατελείωτη ενέργεια σε κάθε γωνιά ...
 |  ΤΑΞΙΔΙΑ