Γράφει ο Σταύρος Τζίμας
Την 1η Μαρτίου 1992 στο Σεράγεβο γινόταν ένας ορθόδοξος χριστιανικός γάμος. Ο Σέρβος Μίλαν Γκαντόβιτς παντρευόταν την Ντιαζάνα Ταμπούρ. Με το τέλος της χαρμόσυνης τελετής, νεόνυμφοι και καλεσμένοι, εν πομπή, με επικεφαλής τον ιερέα και ανεμίζοντας –όπως προβλέπει το έθιμο– τη σερβική σημαία, κατευθύνθηκαν προς τον χώρο όπου είχε προγραμματιστεί να γίνει η γαμήλια δεξίωση.
Στοιχεία για «πολύ πλούσιους ανθρώπους» με πάθος για τα όπλα, που «πλήρωναν για να μπορούν να σκοτώνουν ανυπεράσπιστους πολίτες» στο Σεράγεβο
Στη σύντομη διαδρομή, ένα λευκό αυτοκίνητο πέρασε δίπλα τους και οι επιβαίνοντες σε αυτό πυροβόλησαν και σκότωσαν τον πατέρα του γαμπρού, ενώ τραυμάτισαν τον ιερέα και ακόμη ένα άτομο. Αμέσως μετά έκαψαν τη σημαία και εξαφανίστηκαν. Αυτόπτες μάρτυρες αναγνώρισαν στο πρόσωπο του δολοφόνου και κατήγγειλαν στις Αρχές έναν μουσουλμάνο, ονόματι Ραμίζ Ντέλαλιτς, γνωστό στέλεχος του οργανωμένου εγκλήματος στο Σεράγεβο με το παρατσούκλι «Τσέλε».
Εκ πρώτης όψεως, δεδομένου του βεβαρημένου παρελθόντος του δράστη, θα μπορούσε η πράξη του να εκληφθεί ως μία ακόμη εγκληματική ενέργεια στο ποινικό του μητρώο. Οχι όμως για τους Σέρβους, που προσέδωσαν συμβολική σημασία στη δολοφονία, καθώς αισθάνθηκαν ότι είχαν αποκτήσει τον πρώτο «εθνομάρτυρα» στο κοχλάζον μίσος με τους Βόσνιους μουσουλμάνους.
Κάτοικος του Σεράγεβο βρίσκει κάλυψη από τα πυρά των ελεύθερων σκοπευτών πίσω από όχημα των κυανόκρανων που είχαν αναπτυχθεί στην πόλη. Κάτω, ένα αγόρι τρέχει να προστατευθεί στα κατεστραμμένα αυτοκίνητα. Για το ίδιο, το ψεύτικο πιστόλι που κρατάει και ο πόλεμος έπαψαν να είναι παιχνίδι. [A.P. Photo/Jerome Delay]
Τέσσερις μέρες μετά, οι μουσουλμάνοι θα έχουν και εκείνοι τον δικό τους νεκρό-σύμβολο του μίσους με τους Σέρβους. Σε ειρηνική πορεία που γινόταν στο Σεράγεβο, με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης της Βοσνίας από τους Οθωμανούς, έπεσε νεκρή από τα πυρά ελεύθερου σκοπευτή, που πυροβόλησε από τους γύρω λόφους, μια μουσουλμάνα, η Σουλτάνα Ντιλμπέροβιτς.
Αν και η ταυτότητα του δολοφόνου δεν διαπιστώθηκε, για τους Βόσνιους μουσουλμάνους δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για Σέρβο ελεύθερο σκοπευτή. Το αναμμένο φιτίλι που έκαιγε σε διάσπαρτες εμφύλιες συγκρούσεις στην υπόλοιπη Βοσνία είχε φτάσει στην πυρίτιδα. Οι Σερβοβόσνιοι έθεσαν υπό πολιορκία το Σεράγεβο και από τους γύρω λόφους βομβάρδιζαν αδιακρίτως τις μουσουλμανικές συνοικίες.
Για 44 μήνες
Στους 44 μήνες που κράτησε η πολιορκία, η μεγαλύτερη στη σύγχρονη Ιστορία, δολοφονήθηκαν 11.451 άνθρωποι (1.601 παιδιά) και τραυματίστηκαν 50.000, εκ των οποίων 15.000 κάτω των 18 ετών, σε μια πόλη που τότε δεν ξεπερνούσε τις 500.000 ψυχές.
Η αιματοβαμμένη πολιορκία του Σεράγεβο θα μείνει στην Ιστορία ως «ο πόλεμος των snipers», των ελεύθερων σκοπευτών. Επί τέσσερα χρόνια, ακροβολισμένοι στους γύρω λόφους –που ελέγχονταν από Σέρβους ατάκτους, και κατά δήλωσή τους και από κάποιους Ελληνες, καθώς και από τον στρατό των Μλάντιτς και Κάρατζιτς,– οι «αόρατοι δολοφόνοι» έσπερναν τον όλεθρο στους ανύποπτους αμάχους. Πυροβολούσαν όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει στο κέντρο της πόλης ή στις μουσουλμανικές συνοικίες για να αναζητήσει λίγο νερό ή ένα μπουκάλι γάλα στη «μαύρη αγορά». Κρυμμένοι σε δέντρα και φυλλωσιές στους πέριξ λόφους της πόλης ή σε ψηλά κτίρια στις παρυφές της, πυροβολούσαν κατά βούλησιν ό,τι έμψυχο εκινείτο στην κεντρική λεωφόρο του Σεράγεβο, που έμεινε γνωστή ως «Λεωφόρος των Ελεύθερων Σκοπευτών».
Εριχναν πολλές φορές «για πλάκα» και άλλες τύφλα στο μεθύσι, ή και για χάρη κάποιων «τουριστών» που ταξίδευαν στο Βελιγράδι και από εκεί στα χαρακώματα του Σεράγεβο για να δουν από κοντά τους «ηρωικούς Σέρβους» να μάχονται εναντίον του επιχειρούμενου «ισλαμικού τόξου» στα Βαλκάνια. Ολα αυτά ήταν τότε λίγο-πολύ γνωστά και ακόμη περισσότερα αποκαλύφθηκαν από τις μετέπειτα έρευνες για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που δίκασε τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Οσοι καλύψαμε δημοσιογραφικά κατά διαστήματα τον εμφύλιο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, με επίκεντρο κυρίως τη Βοσνία, γίναμε μάρτυρες ή αποδέκτες πληροφοριών και φημών για δολοφονίες αμάχων από παραστρατιωτικούς των αντίπαλων πλευρών – φήμες που μας έκαναν να ανατριχιάζουμε.
Οσα έρχονται τούτες τις μέρες στο φως, ωστόσο, με αφορμή τις έρευνες που διεξάγουν Ιταλοί εισαγγελείς για «σαφάρι ελεύθερων σκοπευτών» με φουσκωμένα πορτοφόλια, που ταξίδευαν στο Σεράγεβο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 για να πυροβολούν και να σκοτώνουν «για χόμπι», δεν τα χωράει ανθρώπου νους – αν φυσικά αποδειχθούν.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ιταλικού Τύπου (Il Giorno, La Repubblica, πρακτορείο ANSA), η εισαγγελία στο Μιλάνο ξεκίνησε έρευνα για το «Σαφάρι Ελεύθερων Σκοπευτών» κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατόπιν αγωγής που κατατέθηκε από τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Ετσιο Γκαβατσένι, με τη συνδρομή δύο δικηγόρων και του πρώην δικαστή Γκουίντο Σαλβίνι.
Ο Γκαβατσένι φέρεται να προσκόμισε στοιχεία για «ανθρωποκυνηγητό» από «πολύ πλούσιους ανθρώπους» με πάθος για τα όπλα, που «πλήρωναν για να μπορούν να σκοτώνουν ανυπεράσπιστους πολίτες» από σερβικές θέσεις στους λόφους γύρω από το Σεράγεβο.
Επικαλούμενος αναφορές και μαρτυρίες, υποστηρίζει πως χρεώνονταν διαφορετικά ποσά για τη δολοφονία ανδρών, γυναικών ή παιδιών. Στα στοιχεία που παρέδωσε ο Γκαβατσένι και ερευνά ο Ιταλός εισαγγελέας Αλεσάντρο Γκόμπι, εξετάζεται μεταξύ άλλων η μαρτυρία αξιωματικού των στρατιωτικών πληροφοριών της Βοσνίας, ενώ υπήρξαν αναφορές τόσο στο Σεράγεβο όσο και στο Βελιγράδι που εμπλέκουν και τον σημερινό πρόεδρο της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς.
Με όπλο στο χέρι
Ο Σέρβος δικηγόρος Τσέντομιρ Στοΐκοβιτς έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με το «Σαφάρι Ελεύθερων Σκοπευτών». «Είναι μια φρίκη. Οι δολοφόνοι έρχονταν μέσω Τεργέστης στο Βελιγράδι και στη συνέχεια παραστρατιωτικοί ή μέλη του σερβικού στρατού τούς συνόδευαν στους λόφους γύρω από το Σεράγεβο, από όπου πυροβολούσαν σε ρόλο ελεύθερου σκοπευτή “ψυχαγωγικά” ανθρώπους, έναντι αμοιβής έως και 100.000 σημερινών ευρώ», υποστήριξε ο Στοΐκοβιτς και έδωσε στη δημοσιότητα «πλάνα του Βούτσιτς από εκείνη την περίοδο, που τον εμφανίζουν να κρατάει τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή καθώς περπατάει στους λόφους του Σεράγεβο, από όπου ρίχνονταν τα πυρά που σκότωναν αμάχους». Στο ίδιο πνεύμα, ο Ζίκα Χέλεζ, υπουργός Αμυνας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, δήλωσε πέρυσι ότι ο Βούτσιτς πυροβόλησε πολίτες στο Σεράγεβο με τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή.

Οι βρετανικές εφημερίδες Guardian και Independent ανέδειξαν επίσης το θέμα, παραθέτοντας σχετικές μαρτυρίες. Οπως του Εντιν Σούμπασιτς, πρώην αξιωματικού των μυστικών υπηρεσιών της Βοσνίας, ο οποίος φέρεται να είπε πως ένας αιχμάλωτος Σέρβος στρατιώτης τού ανέφερε ότι Ιταλοί πλήρωναν για να πυροβολούν με τουφέκια ελεύθερου σκοπευτή εναντίον αμάχων. Επίσης, πρώην πεζοναύτης των ΗΠΑ, ο Τζον Τζόρνταν, κατέθεσε το 2007 στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία ότι «τουρίστες σκοπευτές» έρχονταν στο Σεράγεβο «για να πυροβολούν πολίτες για δική τους ικανοποίηση». Μολονότι η Σερβία αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στις φερόμενες δολοφονίες, οι ερευνητές πιστεύουν πως οι υπηρεσίες πληροφοριών της γνώριζαν ή συμμετείχαν στην επιχείρηση, σημειώνει ο βρετανικός Τύπος.
Ελληνες και ξένοι ανταποκριτές που κάλυψαν την πολιορκία του Σεράγεβο μιλούν για «ανήκουστα πράγματα», τα οποία ωστόσο δεν αποκλείουν ότι συνέβησαν.
Ο φωτορεπόρτερ Δημήτρης Μεσσήνης, που τότε δούλευε για την EPA, λέει στην «Κ»: «Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ακούσει κάτι, αλλά δεν το αποκλείω καθόλου να έγινε. Τέτοιοι παλιάνθρωποι υπάρχουν πολλοί στον κόσμο. Αυτοί οι μισάνθρωποι δεν θα μπορούσαν να φτάσουν σε θέση βολής και να σκοτώσουν για το χόμπι τους αν δεν είχαν τη συνδρομή και τη βοήθεια των Σέρβων Τσέτνικ που έκαναν αυτή τη δουλειά. Πρέπει να ψάξουν και αυτούς που έπαιρναν τα χρήματα. Ποιοι τους έδιναν τα όπλα, γιατί αυτοί δεν μπορούσαν να πάνε με τα τουφέκια τους έως το Σεράγεβο. Αν γινόταν αυτό κάθε Σαββατοκύριακο –που δεν μπορώ να το πιστέψω– σημαίνει ότι οι Τσέτνικ σνάιπερς έπαιρναν το ρεπό τους και τους αντικαθιστούσαν με το αζημίωτο αυτοί οι ψυχοπαθείς. Είναι ανήκουστα πράγματα αυτά».
Ο δημοσιογράφος Νικόλας Βαφειάδης προσθέτει πως επίσης δεν είχε ακούσει κάτι συγκεκριμένο, αλλά και αυτός δεν το αποκλείει να έγινε. «Εκείνο που κυκλοφορούσε ως φήμη ήταν ότι κάποιοι πλήρωναν τους ελεύθερους σκοπευτές για να σκοτώσουν δημοσιογράφους, 200 μάρκα το κεφάλι, και αυτό είχε προκαλέσει πανικό στους ανταποκριτές».
Ο εθελοντής
Ο Α. ήταν Ελληνας εθελοντής που ταξίδεψε στη Γιουγκοσλαβία για να πολεμήσει στο πλευρό των «αδελφών Σέρβων». Εντάχθηκε αρχικά στους «Τίγρεις» του διαβόητου Αρκάν και στη συνέχεια στην παραστρατιωτική ομάδα «Λύκοι του Σβόρνικ». Πλην όμως, όπως είχε πει αργότερα σε συνέντευξή του στην «Κ», δεν του άρεσε γιατί «δεν είχε δράση». Ετσι, μια μέρα, αφού αναρωτήθηκε «τι κάνουμε εδώ πέρα, πυροβολούμε χαρτιά;», αποφάσισε να φύγει με μερικούς άλλους για το Σεράγεβο.
«Εκεί συναντήσαμε έναν δικηγόρο ονόματι Αλέξιτς, ο οποίος ήταν αρχηγός των Τσέτνικ του Σεράγεβο. Επαθα πλάκα όταν τους είδα. Ηταν όλοι τους βρώμικοι, κουρελήδες και μεθυσμένοι. Εντάχθηκα σε μια άλλη ομάδα καταδρομών που ονομαζόταν “Ασπροι Λύκοι”, με αρχηγό κάποιον Στίβεν Κνέζεβιτς, που μετά τον πόλεμο δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του. Ηταν μαζί μας Ρώσοι, Βούλγαροι κ.ά.
Οι μουσουλμάνοι προσπαθούσαν να σπάσουν τον κλοιό. Μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις μας ήταν στα εβραϊκά νεκροταφεία. Εγιναν σκληρές και πολύ φονικές μάχες. Καταφέραμε να αναχαιτίσουμε ένα ολόκληρο σώμα στρατού. Οι επιθέσεις των μουτζαχεντίν ήταν φονικές. Εγινε μακελειό, με πολλούς νεκρούς. Οι μουσουλμάνοι είχαν πολλούς μισθοφόρους από το Ιράν, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν. Οταν τελείωσε αυτή η μάχη, γίναμε διάσημοι…».



























