
Πώς θα μεταφραστεί η σημαντική στρατιωτική επιτυχία των ΗΠΑ και του Ισραήλ κατά τον «πόλεμο των 12 ημερών» εναντίον του Ιράν σε μόνιμα πολιτικά αποτελέσματα που θα αλλάξουν ριζικά την όψη της Μέσης Ανατολής; Το ερώτημα αυτό απασχολεί έντονα τον Ντόναλντ Τραμπ τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με ρεπορτάζ αμερικανικών και ισραηλινών Μέσων που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με το CNN, η κυβέρνηση Τραμπ συζητάει με την Τεχεράνη προτάσεις που προβλέπουν σημαντική οικονομική ενίσχυση του Ιράν με αντάλλαγμα την παραίτησή του από τον εμπλουτισμό ουρανίου. Το ρεπορτάζ, που επικαλείται τέσσερις αξιωματούχους, αναφέρει ότι οι σχετικές, παρασκηνιακές συζητήσεις συνεχίστηκαν και στη διάρκεια των πρόσφατων εχθροπραξιών, ενώ απασχόλησαν και συνάντηση του ειδικού απεσταλμένου του Λευκού Οίκου Στιβ Γουίτκοφ με εκπροσώπους αραβικών κρατών του Κόλπου στην Ουάσιγκτον, πριν από μία εβδομάδα.
Συγκεκριμένα, οι Αμερικανοί φέρονται να προτείνουν την επένδυση 20 έως 30 δισ. δολαρίων σε ένα νέο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που δεν θα περιέχει εμπλουτισμό ουρανίου, με συμμετοχή αραβικών κρατών στη χρηματοδότηση. Επιπλέον εμφανίζονται έτοιμοι να άρουν ορισμένες κυρώσεις, επιτρέποντας στην Τεχεράνη να έχει πρόσβαση σε κονδύλια 6 δισ. δολαρίων που έχουν «παγώσει» σε ξένες τράπεζες.
Τίποτα δεν εγγυάται ότι η ιρανική ηγεσία θα δεχθεί τις αμερικανικές προτάσεις. Μιλώντας στην κρατική τηλεόραση, ο Ιρανός ΥΠΕΞ Αμπάς Αραγτσί δήλωσε ότι «η σεναριολογία για την επανάληψη διαπραγματεύσεων (με τις ΗΠΑ) δεν μπορεί να παίρνεται στα σοβαρά. Θα ήθελα να πω καθαρά ότι ουδεμία συμφωνία κλείστηκε για έναρξη νέων διαπραγματεύσεων». Μία ημέρα νωρίτερα, το ιρανικό κοινοβούλιο ενέκρινε νομοσχέδιο για τη διακοπή της συνεργασίας με τους διεθνείς επιθεωρητές του ΟΗΕ, κάτι που, αν εφαρμοστεί, θα καταστήσει περισσότερο αδιαφανές το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Στην ίδια συνέντευξη, ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας αναγνώρισε ότι οι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ και του Ισραήλ προκάλεσαν «εκτεταμένες και σοβαρές ζημιές» στο πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του. Η τοποθέτησή του ήταν σε διαφορετικό τόνο από εκείνη του ανωτάτου ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος μία ημέρα νωρίτερα ισχυρίστηκε ότι οι αμερικανικές επιθέσεις «δεν απέφεραν σημαντικά αποτελέσματα».
Από την πλευρά της η κυβέρνηση Νετανιάχου δεν δείχνει να επενδύει σε μια μόνιμη πολιτική λύση στο θέμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Σε σειρά συνεντεύξεών του ο υπουργός Αμυνας Ισραελ Κατς αποκάλυψε ότι ο στρατός της χώρας είχε στο στόχαστρο τον Χαμενεΐ κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εχθροπραξιών. Το θέμα δεν θεωρείται λήξαν μετά την εκεχειρία που επέβαλε ο πρόεδρος Τραμπ. «Δεν θα του συνιστούσα (του Χαμενεΐ) να ησυχάσει. Θα πρέπει να έχει διδαχθεί από τον μακαρίτη (αρχηγό της Χεζμπολάχ) Νασράλα, ο οποίος έμεινε για μεγάλο διάστημα σε υπόγειο καταφύγιο. Του συνιστώ να πράξει το ίδιο», δήλωσε ο Κατς στη δημόσια ραδιοφωνία.
Τηλεδιάσκεψη
Αλλο ρεπορτάζ της ισραηλινής εφημερίδας Israel Hayum αναφέρει ότι αμέσως μετά τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς εναντίον του Ιράν, πραγματοποιήθηκε σε κλίμα ευφορίας τηλεφωνική διάσκεψη όπου από αμερικανικής πλευράς συμμετείχαν ο πρόεδρος Τραμπ και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και από ισραηλινής ο πρωθυπουργός Νετανιάχου και ο υπουργός Στρατηγικών Υποθέσεων Ρον Ντέρμερ. Εκεί, ο Αμερικανός ηγέτης παρουσίασε σχέδιο ειρήνευσης στη Γάζα εντός δύο εβδομάδων, που προβλέπει να εξοριστεί η ηγεσία της Χαμάς και να παραδώσει τη διοίκηση της παλαιστινιακής Λωρίδας σε αραβικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου και των Εμιράτων.
Επιπλέον προβλέπεται η επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ με την αναγνώριση του Ισραήλ από τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία και άλλα αραβικά και μουσουλμανικά κράτη, με αντάλλαγμα τη δέσμευση του Νετανιάχου για λύση του Παλαιστινιακού στη βάση των δύο κρατών. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ προβλέπεται να αναγνωρίσουν περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα του Ισραήλ στη Δυτική Οχθη, χωρίς να διευκρινίζεται σε τι ακριβώς θα συνίστανται.
REUTERS, A.P.