ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μαρίτσα Καραολή: Εσύ δεν χρειάζεσαι όρκο, εψυχολόγησα σε

Η κυρία Παγκρατίου αφηγείται στιγμιότυπα από τη ζωή της με τον Αυξεντίου και τις δυσκολίες από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζω, όταν χρειάζεται να καταπιαστώ δημοσιογραφικά με ζώσες προσωπικότητες που έζησαν κοσμοϊστορικά γεγονότα για έναν τόπο, είναι το δίλημμα αν θα σταθώ αυστηρά μπροστά τους ή αν θα τους αφήσω απλώς να διηγηθούν ό,τι έζησαν… ποτέ δεν αποφασίζω πώς θα τους προσεγγίσω μέχρι να τους συναντήσω. Ακριβώς έτσι έγινε και με την αγωνίστρια της ΕΟΚΑ, αν και χωρίς όρκο, κα Μαρίτσα Καραολή από το Παλαιχώρι, που η πρώτη της κουβέντα στο ευχαριστώ που με δέχθηκε ήταν «Μας θωρούσιν από ψηλά, εν έχω δικαίωμα να κάνω άλλως πως». Η κα Μαρίτσα είναι ζώσα ιστορία, είναι μια γυναίκα που πέρασε πολλά και δύσκολα, αλλά ποτέ δεν μεμψιμοίρησε, έζησε τη ζωή της ως Μαρίτσα και ως κυρία Παγκρατίου. Έζησε τον Αυξεντίου, τον Μάτση, και άλλους αντάρτες/αγωνιστές, και η μόνη της υπερηφάνεια είναι ότι όλοι αυτοί την ένιωσαν μεγάλη τους αδελφή. Στα 92 της χρόνια (το 2021) τίποτα δεν έχει ξεθωριάσει, όλοι και όλα καθαρά, αποκρυσταλλωμένα. Θα ήθελα να απομαγνητοφωνούσα τη συνέντευξη στα όμορφα κυπριακά της, αλλά θα ήταν ύβρις, διότι θα έκανα πολλά λάθη, αρκέστηκα σε λίγα μόνο, έτσι για να χρωματίσω μια ολόκληρη εποχή και μια ανόθευτη φιγούρα.

 

«Άκου να δεις, γιόκα μου, στην αρχή ναι, φοβήθηκα –έχει κανέναν που να μην έχει φόβο;– φοβόσουν μην προδοθείς… αλλά δεν ήταν φόβος ώστε να πούμε να παραιτηθούμε.


Ο πόθος της ελευθερίας

Πώς μπήκατε στον Αγώνα, κυρία Μαρίτσα, η πρώτη μου ερώτηση: «Πριν από το ’55, ήτανε πολλά χρόνια που είχαμε τον πόθο της ελευθερίας. Στο σπίτι μας ερχόταν ο πατήρ Ανάργυρος, ένας άλλος αρχιμανδρίτης από την Ελλάδα, ο οποίος κήρυττε εδώ, με όλους αυτούς φιλέψαμε. Βέβαια, δεν μας έλεγαν πότε θα αρχίσει ο Αγώνας, αλλά μέσα στις κουβέντες που μας έκαναν μάς έλεγαν «πρέπει να αρχίσουμε έναν αγώνα για την ελευθερία, πρέπει να αρχίσουμε τον Αγώνα για την Ένωση, πόσο γλυκιά η λέξη», και κοντοστέκεται για λίγο και με κοιτάζει κατάματα… «μας έλεγαν “ετοιμαζόμαστε να αρχίσουμε τον Αγώνα”, μας το έλεγαν συχνά, αλλά ούτε πότε θα ξεκινήσει μάς έλεγαν, ούτε πώς θα αρχίσει. Το μόνο που τόνιζαν ήταν ότι ο καθένας θα πρέπει να προσφέρει ό,τι μπορούσε. Όταν “ακούσαμε” κι εμείς τις εκρήξεις την 1η τ’ Απρίλη καταλάβαμε».

Και αμέσως εσείς με τον άντρα σας… και πιάνει εκείνη το νήμα: «Την Αγία Τρίτη ήρθε ένας δάσκαλος από τη Λευκωσία [σ.σ. ο Ανδρέας Μαλέκκος] και έφερε τον πρώτο αντάρτη. Τον έφερε με τα πολιτικά και μας είπε ότι ήταν καταζητούμενος και μας είπε να τον φιλοξενήσουμε –ούτε αν δεχούμαστε μας ρώτησε, ούτε αν δεν δεχούμαστε μας ρώτησε» συμπλήρωσε γελώντας η κα Μαρίτσα. «Ο άντρας μου, ο Αντρέας, φανερά τον έπαιρνε στο καφενείο, αφού ήταν με τα πολιτικά. Εμείς λέγαμε πως ήταν ξένος μας και τον φιλοξενούμε για το Πάσχα. Όταν έφυγε αυτός, ήρθε ένας άλλος από την Κακοπετριά [σ.σ. ο Χαράλαμπος Καμπούρης] και τη δεύτερη φορά που ήρθε ο σύνδεσμος είπε του άντρα μου να βρει έμπιστα σπίτια για να φέρνουν όπλα και να φτιαχτούν κρύπτες για τα όπλα. Διάλεξε και ο άντρας μου μερικούς φίλους του και ήρθε μετά ο αντάρτης και τους όρκισε», εδώ στο σπίτι σας;, ρωτάω αμέσως: «Όχι, δεν ξέρω γιατί, διάλεξαν το σπίτι μας για άλλες υποθέσεις. Για την όρκιση πήγαν σε άλλο σπίτι. Έτσι έγινε η αρχή. Όποιος ήταν καταζητούμενος από τη Λευκωσία τον έφερναν δαχαμαί και έκανε λίγες ημέρες και έφευγε μετά να καταταχτεί στο αντάρτικο. Από τους πρώτους ήταν ένας Μασωνίδης, ένας Σκουφάς, ο λεγόμενος γιατρός και άλλοι πολλοί. Ετούτη ήταν η αρχή του Αγώνα μας». Ως γυναίκα εσείς με όλα αυτά φοβηθήκατε; Σας ρώτησαν, σας όρκισαν; «Εμένα δεν με ρώτησαν, ύστερα που ήρθε ο Αυξεντίου, του είπα για αστείο “Μα γιατί τους όρκισες ούλους τζαι μένα έχεις με χωρίς όρκο;” και λαλεί μου: “Εσύ δεν χρειάζεσαι όρκο, εψυχολόγησα σε!”».

Ο Αυξεντίου στο Παλαιχώρι

Πώς ήρθε ο Αυξεντίου στο σπίτι σας; ποιος τον έφερε, κυρία Μαρίτσα…; «Να σου πω, γιόκα μου, ο άντρας μου, ο Αντρέας, ήταν ο υπεύθυνος και είχε το ψευδώνυμο Παγκράτιος, από πριν να έρθει ο Αυξεντίου. Πήγαινε στον Πολύστυπο και έφτιαχνε πόμπες… εμείς δεν ξέραμε ποιος ήταν ο Αυξεντίου, ήταν στον Πενταδάκτυλο και μετά τη μάχη της Μαδαρής ήρθε κάποιος που συνεργαζόταν με τον Αντρέα, τον άντρα μου, ο Χρίστος Τσιάρτας και τον έφερε. Πάλαι χωρίς να μας αρωτήσουν! Έφερέν τον μεταξύ Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιάς. Εγώ τους περιποιήθηκα και κάποια στιγμή του λέει ο Τσιάρτας “Μάστρε, εγώ θα πάω να μην αγωνιά η οικογένειά μου, εσύ θα μείνεις ή θα φύγεις;” και ο Αυξεντίου λέει: “Είπες τους ποιον θα φιλοξενήσουν, αν με θέλουν να μείνω, αν όχι θα έρθω μαζί σου, δεν την ξέρω την Πιτσιλλιά” τότε είπα κι εγώ “αν δεν είχες εμπιστοσύνη, γιε μου, ήντα ήρτες;”. Του άρεσε μάλλον και λέει: “φύε, ρε Χρίστο, και εν να μείνω”. Άμα πέρασαν 1-2 ημέρες και συνήλθε από την ταλαιπωρία, μας φώναξε με τον άντρα μου και μας λέει “έχασα και τους αντάρτες και τον οπλισμό, να ειδοποιήσω την οργάνωση να τους βρουν, τους φιλοξενάτε;” εμείς με τον άντρα μου του είπαμε “άκου να δεις, μάστρε, έχουμε δυο υπνοδωμάτια, ένα εμείς με τα μωρά –είχα τρία τότε– ένα στη διάθεσή σας, δε και κάμε!”. Έτσι, δύο μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά ήρθαν καμιά δεκαριά”».

 

Την Αγία Τρίτη ήρθε ένας δάσκαλος από τη Λευκωσία [σ.σ. ο Ανδρέας Μαλέκκος] και έφερε τον πρώτο αντάρτη. Τον έφερε με τα πολιτικά και μας είπε ότι ήταν καταζητούμενος και μας είπε να τον φιλοξενήσουμε –ούτε αν δεχούμαστε μας ρώτησε, ούτε αν δεν δεχούμαστε μας ρώτησε».

Επιμένω στον φόβο και την ξαναρωτάω αν με όλα αυτά που συνέβαιναν, φοβήθηκε, έστω για μια στιγμή: «Άκους να δεις, γιόκα μου, στην αρχή ναι, φοβήθηκα –έχει κανέναν που να μην έχει φόβο;– φοβόσουν μην προδοθείς… αλλά δεν ήταν φόβος ώστε να πούμε να παραιτηθούμε, γιατί θα κινδυνέψουμε, τζείνο όι, δεν μας ήρθε καμιά φορά, εθώρες κοτζάμ νιάτα και κινδυνεύαν, δεν σου ερχόταν εσένα να πεις θα παραιτήσω. Εστερούμασταν τον κόσμο, τους φίλους, τους συγγενείς, αλλά να παραιτήσουμε ποτέ!».
Είχατε μωρά, νοικοκυριό, και τους αντάρτες… ήσασταν και έγκυος… επιμένω να ρωτάω πώς αισθανόταν με όλα αυτά που συνέβαιναν στο σπιτικό της και με μια παλαιά απλότητα: «Πώς να αισθάνομαι δηλαδή; Το ένα μου μωρό το γέννησα μόνη μου, στο σπίτι, γιατί ο άντρας μου ήταν στον Μαχαιρά για να πάρει επιστολές… Ένιωθα ότι ήταν αγωνιστές, τους εκτιμούσα και τους αγαπούσα και εκείνοι με είχαν σαν αδελφή τους. Κάποτε ήρθε ένας χωριανός μας και μου λέει σου φέρνω χαιρετισμούς από έναν αντάρτη που φιλοξενούσες, από τον Μασωνίδη. “Όταν ερχόταν η Μαρίτσα να μας φέρει φαγητό ή οτιδήποτε άλλο χρειαζόμασταν νιώθαμε ένα σέβας, παρόλο που ήμασταν στην ίδια πάνω κάτω ηλικία” αυτό με έκανε να νιώσω υπερήφανη. Τους ένιωθα σαν δικά μου πλάσματα, αισθανόμουν πως έπρεπε να τους περιποιηθώ”».

 

“Είπες τους ποιον θα φιλοξενήσουν, αν με θέλουν να μείνω, αν όχι θα έρθω μαζί σου, δεν την ξέρω την Πιτσιλλιά” τότε είπα κι εγώ “αν δεν είχες εμπιστοσύνη, γιε μου, ήντα ήρτες;”.


Πότε έφυγαν από το σπίτι σας; Η τελευταία ερώτησή μου, γιατί η ώρα ήταν περασμένη… «Στις 7 του Γενάρη, και την ημέρα που έφυγαν από το σπίτι μας, σταθήκανε να μας αποχαιρετίσουν και ο Αυξεντίου πήρε στην αγκαλιά του τον άντρα μου και του είπε: “Οργίασε η προδοσία, Αντρέα μου, και όσο να ησυχάσει η ιστορία, θα στραφούμε, θα συναντηθούμε ξανά… κι αν δεν συναντηθούμε σε αυτόν τον κόσμο θα συναντηθούμε στον άλλο, που ούτε στρατηγοί ούτε στρατάρχες μπορούν να μας εμποδίσουν”, μετά μας φίλησε και στις 9 Φλεβάρη λάβαμε την επιστολή του για να χαλάσουμε τον φούρνο… “Παγκράτιε, μόλις λάβεις την επιστολή θα τον χαλάσεις αμέσως και που να ’ρτουμε με το καλό χτίζουμε άλλον, γιατί οργίασε η προδοσία», τον Αντρέα τον συνέλαβαν στις 10 του Φλεβάρη και έμεινε δύο χρόνια στα Κρατητήρια.

Σήμερα, είστε ευχαριστημένη; Τη ρωτώ… και η απάντηση… «μεν με σουξουλάς… Μετά από τόσο αγώνα, τόσους θανάτους… Δεν είμαι ευχαριστημένη, γιατί ξέρω πως με δικά μας φταιξίματα φτάσαμε ώς εδώ. Όταν δραπέτευσε ο Μάτσης από την Κοκκινοτριμιθιά και συναντήθηκε με τον Αυξεντίου στον Αγρό και τον Τεύκρο Λοΐζο, τότε ο Αυξεντίου ειδοποίησε τον άντρα μου να πάει να τους βρει στον Αγρό, και του παραγγείλανε να τους πάρει μέτρα για να τους φτιάξει μπότες και να πάρει τον Μάτση και τον Λοΐζο να τους φέρει εδώ. Ύστερα από λίγες μέρες ήρθε και ο Αυξεντίου, και ήταν να τους πάρω τον καφέ, ενώ έκαναν κουβέντα του Αγώνα, εκεί άκουσα τον Αυξεντίου να ρωτά τον Μάτση… “Ηντα που λαλείς ρε, εν να χωρίσουμε τώρα, να πάεις εσού κάτω, εγώ θα μείνω εδώ στην Πιτσιλλιά, εν να ’ρτει η ελευθερία, εν να φύγουνε ή θα πάνε οι κόποι μας χαμένοι;» ο Μάτσης του απάντησε: «θα υποχωρήσουν, η ελευθερία εν να ’ρτει, αλλά να ξέρεις πως το θέμα μας είναι πολύ περίπλοκο, θέλει υπομονή, επιμονή και καθαρό μυαλό. Δεν θα κερδίσουμε ό,τι θέλουμε, αλλά η ελευθερία θα έρτει, χαλάλι τους που εν να την εζήσουν –εμείς δεν θα τη χαρούμε– αλλά για να γίνει αυτό εξαρτάται από τους εκάστοτε κυβερνώντες”, απάντησα σου;»… Μετά τον Αγώνα και όλα όσα προσφέρατε τι κερδίσατε; «Ο άντρας μου έκανε 19 μέρες στα βασανιστήρια και δύο χρόνια στα κρατητήρια. Όταν γύρισε στο σπίτι δεν επήγε να ζητήσει τίποτε, γιατί δεν αγωνίστηκε… επήγε εργάτης γιατί δεν ήθελε να ενοχλήσει, «πως αγωνίστηκα το ξέρουν» μου έλεγε. Αργότερα τον πήραν κλητήρα στη Cyta»…

 

Οικιακή αντικατασκοπεία
«Φοβηθήκατε ποτέ μη σας προδώσουν; Το σκεφτήκατε ποτέ; «Εγώ δεν έβγαινα έξω πολύ, μόνο στην εκκλησία πήγαινα, και λίγο στα περβόλια… Εφίλευκα με τις γυναίκες των αστυνομικών των δικών μας στην εκκλησία… και μάθαινα τις κινήσεις της Αστυνομίας και όταν γυρνούσα σπίτι και τα έλεγα στους αντάρτες… Τούτα ήταν τέχνη μου (γέλια). Μετά την εκκλησία πήγαινα και κανένα περίπατο με τα μωρά μου και επεδίωκα να συναντηθώ μαζί τους και εκείνες μου έλεγαν “βιάζομαι, γιατί ο άντρας μου αύριο θα πάει περιοδεία στον τάδε τόπο...”. Βέβαια, δεν είχα και χρόνο να το κάνω συχνά… είχα τα μωρά μου, τα χτηνά, το πλύμα, να φέρω το νερό…».

 
Η νοθκιά του Αυξέντη
«Ο Αυξεντίου δεν ήταν άνθρωπος που ήθελε να φουμιστεί για τον εαυτό του, ήταν και τόσο προσεκτικός που δεν μιλούσε εύκολα… να σου πω ένα παράδειγμα… Ο Αυξεντίου κοιμόταν το ξημέρωμα, καθόταν στη βεράντα του σπιτιού και άκουγε τις κουβέντες των Άγγλων στον Αστυνομικό Σταθμό, που είναι κοντά στο σπίτι μας… ο άντρας μου μετά τη δουλειά του, πήγαινε και του έκανε παρέα, έτσι κάποιο βράδυ, όταν πήγα να τους καληνυχτίσω τους λέω, άντε μπείτε μέσα, ενότιασε η Πλατανιά και εν κρυάδα πολλή, αυτός χαμογέλασε και μου είπε “Αεισ’ μας Μαρίτσα, κι εγώ με αυτή τη νοθκιά είμαστε φίλοι, αυτή έκαμε τους Εγγλέζους και κατακοπήκανε στα Σπήλια, αν δεν ήταν η νοθκιά δεν θα τα κατάφερνα”».


Η μυστικότητα του Αγώνα

«Μες στον Ιούνιο που εξορίσαν τον πατέρα Ανάργυρο πήγαμε ως ΟΧΕΝ στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης με τα λεωφορεία, εγώ κατάφερα και βρήκα τρεις θέσεις και τον Μιχαλάκη Καραολή, τον άντρα μου Αντρέα και τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη. Αφού περάσαμε τη μέρα μας ήρθε η ώρα για το φαγητό. Λίγο πριν ετοιμαστεί το φαγητό, ο άντρας μου μαζί με τον ξάδελφό του Μιχαλάκη Καραολή πήγαν στο δάσος, και εκεί έγινε ο κάτωθι διάλογος μεταξύ τους: “Ρε φίλε, τούτος ο αγώνας που γίνεται, ήντα που λαλείς εσύ, κάμνουν τα βουνά της Κύπρου για αντάρτικα” και ο άντρας μου του απάντησε: “Μα ξέρω γιω, κείνοι που τα κάνουν ξέρουν καλύτερα από μας” και συνέχισαν λέγοντας ο Καραολής: “΄Εσύ τι λαλείς για τούτον τον αγώνα;” και ο Αντρέας του είπε: “Άκουσε, Μιχαλάκη, εσείς που είστε ελεύθεροι να προσφέρετε ό,τι μπορείτε, εμείς είμαστε παντρεμένοι, με παιδιά… να πάμε να κάνουμε αντάρτικο…». Ύστερα από λίγες ημέρες ειδοποίησαν τον Αντρέα να πάει στη Λευκωσία σε συνάντηση της οργάνωσης, μόλις μπαίνει μέσα ο άντρας μου του λέει ο Μιχαλάκης “Ρε ξάδελφε, εσού ήντα που γυρεύκεις δαμαί, παντρεμένος άθρωπος με κοπελλούθκια”».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση