ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Στις 24 Ιουλίου η ετυμηγορία για την υπόθεση της Λαϊκής

Τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη κατηγορούνται ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα

ΚΥΠΕ

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας θα εκδώσει στις 24 Ιουλίου, στις 9 το πρωί, την τελική του απόφαση στην ποινική υπόθεση που αφορά στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου της Λαϊκής, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε στις 21/3/2017 ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, καλώντας τους ταυτόχρονα σε απολογία, μια διαδικασία η οποία έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Οι κατηγορίες

Η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζουν αφορά στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη στο αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης. Οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες.

Και τα τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της Λαϊκής κατηγορούνται ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον και παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.

Κατά τη ακροαματική διαδικασία, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων και η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν το δικαστήριο το γραπτό κείμενο των τελικών τους αγορεύσεων και προέβησαν σε προφορική σύνοψη των βασικών θέσεων τους προς υποστήριξη της εκδοχής τους. Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, το τριμελές Κακουργιοδικείο επιφύλαξε την έκδοση της ετυμηγορίας του στις 24 Ιουλίου.

Αποτυχία υπόθεσης εναντίον κατηγορουμένων

Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, κατά την προφορική αγόρευση τους ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει, στον βαθμό που απαιτείται, την υπόθεση της εναντίον των κατηγορουμένων και άρα θα πρέπει να απαλλαγούν από τις εις βάρος τους κατηγορίες και να αθωωθούν από το δικαστήριο.

Η υπεράσπιση προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι οικονομικές καταστάσεις και η απομείωση της υπεραξίας δεν εμπίπτουν στον όρο “ χρηματοοικονομικά μέσα” που είναι η νομική βάση των κατηγοριών. Σύμφωνα με την υπεράσπιση, ακόμα κι αν η Κατηγορούσα Αρχή αποδείξει την υπόθεση της δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τις κατηγορίες διότι ούτε οι οικονομικές καταστάσεις ούτε η απομείωση της υπεραξίας δεν εντάσσονται στον όρο “χρηματοοικονομικά μέσα”.

Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής είναι σε πάρα πολλά σημεία “αντιφατική και αλληλοσυγκρούμενη” και πως η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής δεν είναι συγκεκριμένη, ενώ έγινε λόγος για “συνοθύλευμα αντιφατικής μαρτυρίας” που δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού παρά στην απόρριψη των κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων .

Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων επανέλαβαν τη θέση ότι το Δ.Σ. της τράπεζας στη συνεδρία του στις 29/11/2011 δεν είχε ενώπιον του κάποια τεκμηριωμένη μελέτη ή στοιχεία που να συνηγορούσαν υπέρ της συμπερίληψης απομείωσης της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα στις οικονομικές καταστάσεις, δεν μπορούσε στη δεδομένη στιγμή, όπως υποστήριξαν, να προσδιοριστεί με ακρίβεια το ποσό της απομείωσης της υπεραξίας.

Υποστήριξαν ακόμη ότι η κατηγορούσα Αρχή στην γραπτή της αγόρευση δεν αναφέρει πουθενά ποίο τελικά ήταν το ποσό που κατά την άποψη της θα έπρεπε να καταγραφεί ως απομείωση υπεραξίας και πως δεν έχει προσκομίσει μια τέτοια μαρτυρία.

Επανέλαβαν τη θέση ότι χωρίς την οριστικοποίηση των όρων του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων δεν μπορούσε να υπολογιστεί το ακριβές ποσό της απομείωσης της υπεραξίας και πως δεν υπήρξε “δόλια και συνειδητή απόκρυψη “απομείωσης της υπεραξίας με σκοπό τη καταδολίευη του επενδυτικού κοινού.

Η Εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε, από την πλευρά της, ότι όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας που παρουσίασε στο δικαστήριο “ήταν μάρτυρες της αλήθειας” και πως αν υπήρξαν οποιεσδήποτε διαφορετικές προσεγγίσεις των μαρτύρων κατηγορίας “αυτό καταδεικνύει το γνήσιο και την αυθεντικότητα της μαρτυρίας και ότι δεν υπήρξε ουδεμία προσυνεννόηση μεταξύ τους”.

Επανέλαβε τη θέση ότι υπήρχαν σοβαρές και αντικειμενικές ενδείξεις (trigger points) για απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας , όπως η επιδείνωση της οικονομίας στην Ελλάδα, οι αξιολογήσεις των ξένων οίκων, η απομείωση των ελληνικών ομολόγων και ο ELA, προσθέτοντας ότι οι ενδείξεις αυτές “καθιστούσαν τη γνώση των κατηγορουμένων”.

“Η ευθύνη και η γνώση των κατηγορουμένων για την ανάγκη απομείωσης της υπεραξίας απέρρεε από αυτές τις ενδείξεις”, ανέφερε, επαναλαμβάνοντας ότι το ποσό των €330 εκ ήταν το ελάχιστο ποσό που θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στις οικονομικές καταστάσεις ως απομείωσης υπεραξίας.

Ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη έχουν καταθέσει: Το μέλος της τριμελούς ανακριτικής ομάδας που χειρίστηκε την υπόθεση Λοχίας Χρυσόστομου Χρίστου , ο Γραμματέα του ΔΣ της Λαϊκής Στέλιος Χατζηιωσήφ, ο υπάλληλος και μέλος του ΔΣ της πρώην Λαϊκής τράπεζας Στέλιος Στυλιανού, ο λειτουργός του Γραφείου Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους του Υπουργείου Οικονομικών Στέλιος Λεωνίδου και ο Διευθύνοντας Σύμβουλος του ελεγκτικού οίκου Grant Thornton Σταύρος Ιωάννου.

Κατέθεσαν, επίσης, ο πρώην Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Χρίστος Στυλιανίδης, η τότε Οικονομική Διευθύντρια του Ομίλου Αννίτα Φιλιππίδου, το στελέχος της Ernst & Young Αλέξανδρος Περικλέους, ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μάρκος Νικολεττής, ο Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Κύπρου Ευγένιος Ευγενίου και ο ερευνώντας λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Ράκης Χριστοφόρου.

Οι κατηγορούμενοι επέλεξαν να απολογηθούν με το να δώσουν ένορκη κατάθεση από το εδώλιο του μάρτυρα και να τύχουν αντεξέτασης από την Κατηγορούσα Αρχή, ενώ είχαν επίσης το δικαίωμα να κλητεύσουν μάρτυρες υπεράσπισης.
Το δικαίωμα αυτό άσκησε μόνο ο Ευθύμιος Μπουλούτας ο οποίος κάλεσε ως μάρτυρες υπεράσπισης του το ανώτατο στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος Μιχαήλ Μιχαλόπουλο, τον Διευθύνων Σύμβουλο της Grant Thornton Ελλάδος Βασίλη Καζά και τον καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέχρι πρόσφατα Πρόεδρος της Εποπτικής Αρχής των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Ελλάδας(ΕΛΤΕ) Απόστολο Ρεφενέ.

Για την υπόθεση κατατέθηκαν γύρω στα 385 τεκμήρια. Η υπόθεση παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 28/11/2016 μετά από καθυστέρηση λόγω της άρνησης των εξ Ελλάδος κατηγορουμένων Μπουλούτα και Φόρο να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της υπόθεσης, και οι τέσσερεις κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.

Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση