
Kathimerini.gr
Η προσωρινή μείωση των δασμών που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ και η Κίνα τη Δευτέρα βάζει σε παύση το εμπορικό εμπάργκο που είχαν επιβάλει de facto οι δύο χώρες τον περασμένο μήνα. Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί καταναλωτές είναι λιγότερο πιθανό να δουν άδεια ράφια και μεγάλες αυξήσεις τιμών στο άμεσο διάστημα. Επίσης, η ανακοίνωση εκτίναξε τις τιμές των μετοχών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η συμφωνία αυτή, όμως, δεν σηκώνει το πέπλο της αβεβαιότητας που επισκιάζει την αμερικανική οικονομία από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ. Απεναντίας, αναδεικνύει εντονότερα ότι η εμπορική πολιτική επηρεάζεται σε τεράστιο βαθμό από έναν και μόνο άνθρωπο, ο οποίος θεωρεί πως οι απρόβλεπτες κινήσεις είναι στρατηγικό πλεονέκτημα και χλευάζει τις προσεκτικές και συνειδητές διαδικασίες των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Μέσα σε περίπου ένα μήνα ο Τραμπ ανακοίνωσε αξιοσημείωτους δασμούς σε σχεδόν κάθε εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ κι ύστερα τους ανέβαλε προσωρινά. Ανέβασε τους δασμούς στην Κίνα, έπειτα τους αύξησε περαιτέρω λόγω των αντιποίνων από το Πεκίνο και αυτή την εβδομάδα τους ανέβαλε, αλλά μόνο εν μέρει και μόνο για 90 ημέρες. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πολλά πισωγυρίσματα και μάλιστα σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις ανακοίνωσε και απέσυρε δασμούς μέσα σε μία ημέρα.
«Πολλοί εμπορικοί μας εταίροι κοιτούν τις ΗΠΑ και αναρωτιούνται, “έτσι θα συνεχιστεί η εμπορική πολιτική στο μέλλον;”», δήλωσε στους New York Times ο Στίβεν Ντέιβις, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Stanford, ο οποίος ερευνά πώς η αβεβαιότητα επηρεάζει την οικονομία. «Πιστεύω ότι είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι άλλες χώρες ανά τον κόσμο επανεξετάζουν την άποψή τους για τις ΗΠΑ ως αξιόπιστο εμπορικό εταίρο», συμπλήρωσε.
Ενας δείκτης αβεβαιότητας στην οικονομική πολιτική που ανέπτυξε ο Ντέιβις και δύο ακόμη ακαδημαϊκοί διαμορφώθηκε σε επίπεδο – ρεκόρ τον Μάιο, ξεπερνώντας ακόμη και την περίοδο της κρίσης το 2008 και της πανδημίας το 2020. Ορισμένες έρευνες διαπιστώνουν ότι η ακραία αβεβαιότητα από μόνη της μπορεί να προκαλέσει πλήγμα στην οικονομία, καθώς αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να προσλάβουν και να επενδύσουν.
Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο η εκεχειρία που ανακοινώθηκε τη Δευτέρα ενδέχεται να προσφέρει μια εξαιρετικά αναγκαία διαύγεια. Για 90 ημέρες οι ΗΠΑ θα μειώσουν τους δασμούς στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στο 30% από 145% και η Κίνα θα προχωρήσει σε αντίστοιχη μείωση των αντιποίνων.
Οι νέοι δασμοί είναι πολύ υψηλότεροι σε σύγκριση με την εποχή προ Τραμπ και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές. Ωστόσο, η μείωση που ανακοινώθηκε ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να επιτρέψει ξανά τη ροή του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο είχε σταματήσει λόγω των απαγορευτικών δασμών του 145%.
Για τους επενδυτές, η συμφωνία αποτέλεσε ένδειξη ότι οι ηγέτες των δύο κρατών θέλουν να αποφύγουν έναν μεγάλο εμπορικό πόλεμο. «Αυτό που σηματοδοτεί είναι ότι υπάρχει πραγματική, χειροπιαστή πρόοδος», δήλωσε ο Σίνα Γκολαρά, καθηγητής μάνατζμεντ στο Georgia State University. «Φαίνεται να υπάρχει ισχυρή βούληση και πολιτική ώθηση να κλείσει μια συμφωνία. Είναι όλα θετικά», συμπλήρωσε.
Ωστόσο, η συμφωνία με την Κίνα –όπως και η συμφωνία-πλαίσιο που ανακοινώθηκε μερικές ημέρες νωρίτερα με τη Βρετανία και η προσωρινή απόσυρση των δασμών στους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους– είναι απλώς μία εκτελεστική πράξη που έκανε ο Τραμπ. Δεν είναι κάποια νομικά δεσμευτική συμφωνία, επικυρωμένη από το Κογκρέσο. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να σταματήσει τον Τραμπ από την εκ νέου αύξηση των δασμών στο τέλος των 90 ημερών. Ο ίδιος ο Τραμπ δήλωσε τη Δευτέρα ότι αν δεν καταλήξει σε εμπορική συμφωνία με την Κίνα σε 90 ημέρες, οι δασμοί θα επανέλθουν σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα. Τουλάχιστον, είπε ότι δεν αναμένεται να ανέβουν ξανά στο 145%.
Σε διάφορες δημοσκοπήσεις πολλές εταιρείες δηλώνουν ότι καθυστερούν τις προσλήψεις και τις επενδυτικές αποφάσεις μέχρι να δουν πού θα καταλήξουν οι δασμοί. Ακόμη και η Fed περιμένει τη σταθεροποίηση της κατάστασης. Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας προειδοποιούν για πιθανές αυξήσεις στις τιμές στις ΗΠΑ και επιβράδυνση της ανάπτυξης. Ωστόσο, οι συνεχείς αλλαγές στο εμπόριο δυσκολεύουν το έργο της στη νομισματική πολιτική. Εξ ου και οι αρμόδιοι επέλεξαν να κρατήσουν τα επιτόκια αμετάβλητα, ώστε να δουν πώς θα αντιδράσει η οικονομία προτού κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.