
Σάιμον Νίξον*
Σχεδόν το μόνο πράγμα που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα για τη συμφωνία εμπορίου Ε.Ε. – ΗΠΑ που έκλεισε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ στη Σκωτία, το περασμένο Σαββατοκύριακο, είναι ότι αποτελεί ένα τρομερά αρνητικό αποτέλεσμα για την Ευρώπη. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι τόσο κακή όσο θα μπορούσε να είναι. Ο βασικός δασμός 15% στις περισσότερες εξαγωγές της Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ είναι ο μισός από το 30% που είχε απειλήσει να επιβάλει ο Αμερικανός πρόεδρος την 1η Αυγούστου.
Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο του 1,5% στους ευρωπαϊκούς δασμούς που ίσχυαν στις ΗΠΑ στην αρχή του έτους. Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, οι Βρυξέλλες πίεζαν για μια συμφωνία «μηδενικών δασμών εκατέρωθεν» και απειλούσαν με αντίποινα αν ο Τραμπ επέβαλλε οποιονδήποτε νέο δασμό. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που πολιτικοί και επιχειρηματικοί ηγέτες είναι εξοργισμένοι.
Ακόμη χειρότερα, η συμφωνία ουσιαστικά γυρίζει το ρολόι πίσω κατά 80 χρόνια όσον αφορά την απελευθέρωση του διατλαντικού εμπορίου και την εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών. Ο μέσος πραγματικός δασμός θα αυξηθεί περίπου στο 16%, όχι πολύ μακριά από το ανώτατο όριο του 19,8% της δεκαετίας του 1930, όταν η ψήφιση του διαβόητου νόμου Smoot-Hawley οδήγησε σε έναν καταστροφικό εμπορικό πόλεμο, που επιδείνωσε τη Μεγάλη Yφεση και προκάλεσε πολιτική και οικονομική αναταραχή στην Ευρώπη.
Αν και πολλές λεπτομέρειες παραμένουν ασαφείς, η μόνη παρηγοριά για την Ευρώπη είναι ότι, παρόλο που το πλήγμα στην οικονομία της θα είναι σημαντικό –μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι τα τέλη του 2026, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Goldman Sachs– το πλήγμα για την αμερικανική οικονομία πιθανόν να είναι ακόμη μεγαλύτερο, με εκτιμώμενη μείωση 0,7 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ.
Παρέχει όμως αυτή η συμφωνία στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις τη σταθερότητα που τόσο έχουν ανάγκη, όπως πρότεινε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν; Είναι δύσκολο να είμαστε αισιόδοξοι. Τουλάχιστον αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1930, οι Ευρωπαίοι αντιστάθηκαν στον πειρασμό να απαντήσουν με αντίποινα. Αυτό έχει οικονομική λογική. Το γεγονός ότι η Αμερική αποφάσισε να επιβάλει επιπλέον κόστος στους πολίτες της που θέλουν να αγοράσουν φθηνότερα ευρωπαϊκά προϊόντα δεν αποτελεί λόγο για να κάνει το ίδιο και η Ευρώπη.
Ομως η απροθυμία της Ευρώπης να απαντήσει με αντίποινα έχει λιγότερο να κάνει με την προσήλωση στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και περισσότερο με τις εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Αυτά ανησυχούσαν ότι, ελλείψει ισχυρών όπλων όπως ο έλεγχος των σπάνιων γαιών που διαθέτει η Κίνα, θα δυσκολεύονταν να κερδίσουν έναν εμπορικό πόλεμο, ενώ ο Τραμπ ίσως απαντούσε αποσύροντας τις εγγυήσεις ασφαλείας ή εγκαταλείποντας την Ουκρανία.
Οι Βρυξέλλες ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να μειώσουν σταδιακά τους υψηλούς δασμούς των ΗΠΑ, επεκτείνοντας τις προβλέψεις της συμφωνίας για «μηδενικούς δασμούς εκατέρωθεν» στον τομέα της αεροναυπηγικής και του εξοπλισμού ημιαγωγών και σε άλλους τομείς. Ομως η ιστορία δείχνει ότι είναι πολύ πιο εύκολο να αυξήσει κανείς δασμούς παρά να τους μειώσει. Ο Τραμπ ήδη καυχιέται ότι τα έσοδα από δασμούς τετραπλασιάστηκαν τον Μάιο, κάτι που υποδηλώνει ότι οι υψηλότεροι φόροι στις εισαγωγές θα μπορούσαν να καλύψουν μεγάλο μέρος της τρύπας ύψους 3,4 δισ. δολαρίων στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που δημιούργησε το σχέδιο νόμου για τον προϋπολογισμό του – το αποκαλούμενο «Μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο». Oπως και ο Τζο Μπάιντεν δεν ήρε τους δασμούς της πρώτης θητείας του Τραμπ κατά της Κίνας, έτσι και οι μελλοντικοί πρόεδροι θα δυσκολευτούν να εγκαταλείψουν αυτά τα πρόσθετα έσοδα.
Ούτε μπορεί η Ε.Ε. να είναι σίγουρη ότι η συμφωνία θα βάλει τέλος στις εντάσεις με την Αμερική. Οι Βρυξέλλες αυτοσυγχαίρονταν την Κυριακή επειδή αντιστάθηκαν στις πιεστικές απαιτήσεις του Τραμπ να ξαναγράψουν το ρυθμιστικό τους πλαίσιο για τομείς όπως οι ψηφιακές υπηρεσίες, η γεωργία και τα φαρμακευτικά προϊόντα. Oμως δεν θα προκαλούσε έκπληξη αν ο Τραμπ επανέφερε αυτές τις απαιτήσεις στο μέλλον. Εξάλλου, αυτό ήταν το κυριότερο αίτημα των αμερικανικών επιχειρήσεων από μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου. Αντί γι’ αυτό, βρίσκονται αντιμέτωπες με το χειρότερο σενάριο: υψηλότερους δασμούς στις εισαγωγές χωρίς καμία διευρυμένη πρόσβαση στην αγορά. Επιπλέον, ο Τραμπ έχει δείξει επανειλημμένως ότι ο λόγος του δεν είναι αξιόπιστος.
Ο δρόμος για την Ευρώπη είναι ξεκάθαρος: πρέπει να λάβει μέτρα για να ενισχύσει την οικονομία της και να μειώσει τους κινδύνους στη σχέση της με την Αμερική, ώστε να μην μπορεί να εξευτελίζεται τόσο εύκολα στο μέλλον. Αυτό σημαίνει αναζήτηση νέων συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου με τον υπόλοιπο κόσμο. Σημαίνει επίσης μείωση των εμποδίων στο εμπόριο εντός της ίδιας της ενιαίας αγοράς της, τα οποία, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ισοδυναμούν με δασμούς 46% στα αγαθά και 110% στις υπηρεσίες. Τα καλά νέα είναι ότι αυτήν την προσέγγιση ακολουθεί η Επιτροπή υπό την ηγεσία της Φον ντερ Λάιεν.
Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι ότι η φαινομενική αποτυχία των Βρυξελλών να υπερασπιστούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα θα ενισχύσει τους αντιπάλους τής βαθύτερης οικονομικής ενοποίησης, ενώ θα τροφοδοτήσει αιτήματα για μεγαλύτερη προστασία τόσο σε επίπεδο Ε.Ε. όσο και κρατών-μελών. Hδη η Ε.Ε. δέχεται πιέσεις να αυξήσει τους δασμούς στον χάλυβα για να προστατεύσει τη βιομηχανία από φθηνές εισαγωγές που εκτρέπονται από τις ΗΠΑ.
Ακόμη χειρότερα, η αντίληψη ότι η Ε.Ε. είναι εύκολος στόχος μπορεί να καταστήσει δυσκολότερη τη σύναψη νέων συμφωνιών. Η απροθυμία της Κίνας να κάνει παραχωρήσεις στη σύνοδο κορυφής Ε.Ε. – Κίνας τον περασμένο μήνα είναι ένα δυσοίωνο μήνυμα πως, όπως και η Αμερική του Τραμπ, θεωρεί ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει διαπραγματευτική ισχύ.
*Ο κ. Σάιμον Νίξον είναι ανεξάρτητος σχολιαστής και εκδότης του ενημερωτικού δελτίου Wealth of Nations στο Substack.