
ΚΥΠΕ
Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της ΕΟΚΑ Β' στις 15 Ιουλίου και η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου του 1974 ήταν γεγονότα, οι συνέπειες των οποίων σημάδεψαν ανεξίτηλα την Κύπρο και καθόρισαν εν πολλοίς την πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια. Η διαπίστωση δεν θα μπορούσε να μην ισχύει και για την ελληνική λογοτεχνία, ιδίως για αυτήν που γράφεται στην Κύπρο.
Για τον βαθμό και τους τρόπους με τους οποίους τα τραγικά γεγονότα του 1974 επέδρασαν στη λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου και της Ελλάδας μιλούν στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) τρεις διακεκριμένοι φιλόλογοι, ο Ομότιμος Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και Πρόεδρος του ΔΣ του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ), Παντελής Βουτουρής, ο Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, τέως Πρόεδρος του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής (ΟΛΚ), Λεωνίδας Γαλάζης, και ο φιλόλογος-ποιητής, Παναγιώτης Νικολαΐδης.
Τα γεγονότα του 1974 ως τραύμα
Ο Παντελής Βουτουρής αναφέρει ότι για τα γεγονότα του 1974 χρησιμοποιείται ο όρος «τραύμα», ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά για το Ολοκαύτωμα, επισημαίνοντας ότι αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει το αποτύπωμα ενός τρομακτικού γεγονότος σε λογοτεχνικό, αισθητικό, πολιτικό και ψυχολογικό επίπεδο. Ο κ. Βουτουρής προσθέτει ότι «τα γεγονότα του 1974 βιώθηκαν και πήραν λογοτεχνική μορφή μέσα από μια σύνθετη διαδικασία, η οποία δεν είναι μόνο καλλιτεχνική και αισθητική, αλλά μέσα και από άλλες παραμέτρους, όπως είναι η ψυχολογική πρόσληψη, η πολιτική πρόσληψη, η ιδεολογικοποίηση των γεγονότων και του τραύματος».
Αναφερόμενος στη λογοτεχνική πρόσληψη του τραύματος του 1974, ο Παντελής Βουτουρής εξηγεί στο ΚΥΠΕ ότι υπάρχει κλιμάκωση της πρόσληψης του τραύματος του 1974. Όπως λέει, αμέσως μετά τα γεγονότα του 1974 υπάρχει η πρώτη βαθμίδα της κλίμακας, στην οποία εμπίπτουν οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα, πολέμησαν, έχασαν φίλους και συγγενείς, καθώς και λογοτέχνες που έγραψαν υπό την πίεση και το βάρος αυτών των γεγονότων, οι οποίοι είναι «αυτόπτες μάρτυρες του τραύματος», αποτυπώνοντας τα γεγονότα στο έργο τους.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης επισημαίνει ότι το τραύμα του 1974 «αποτέλεσε σύμφωνα με τους μελετητές τον κύριο λόγο για να γεννηθεί μια νέα λογοτεχνική γενιά, η Γενιά του 1974 ή αλλιώς Γενιά της Εισβολής». Όπως λέει, το τραύμα μετουσίωσαν ποιητικά τόσο παλαιότεροι ποιητές (π.χ. Κώστας Μόντης, Παντελής Μηχανικός), όσο και ονόματα που εμπίπτουν στη Γενιά του 1960 ή αλλιώς Γενιά της Ανεξαρτησίας (π.χ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μιχάλης Πασιαρδής, Ανδρέας Παστελλάς, Πίτσα Γαλάζη, Κώστας Βασιλείου, Θεοκλής Κουγιάλης, Κλαίρη Αγγελίδου).
Η Γενιά της Εισβολής «αποτυπώνει αρχικά το τραύμα και την επικείμενη αλλοτρίωση άμεσα, με σκληρό ρεαλισμό και αντικομφορμισμό και αργότερα πιο έμμεσα και με στοχασμό», σημειώνει ο κ. Νικολαΐδης, αναφέροντας τους Πολύβιο Νικολάου, Γιώργο Μολέσκη, Αντώνη Πιλλά, Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου, Φροσούλα Κολοσσιάτου, Νίκο Νικολάου Χατζημιχαήλ, Λεύκιο Ζαφειρίου, Μιχάλη Ζαφείρη, Νίκο Ορφανίδη, Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου, Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα, Νάσα Παταπίου, Μάριο Αγαθοκλέους, Αλεξάνδρα Γαλανού, Αντρέα Πετρίδη, Χρίστο Χατζήπαπα, Μιχάλη Πιερή και Λεωνίδα Γαλάζη.
Από την πλευρά του, ο Λεωνίδας Γαλάζης επισημαίνει ότι «κοινή είναι στους παλαιότερους και τους νεότερους λογοτέχνες η καταφυγή στον Μύθο και στην Ιστορία για αναζήτηση αντικειμενικών σύστοιχων μέσω των οποίων φιλτράρεται το τραύμα του 1974 και προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις».
Ο Παντελής Βουτουρής αναφέρει ότι ακολουθεί μια μεγάλη περίοδος όπου εμφανίζονται οι «κληρονόμοι του τραύματος», δηλαδή οι ποιητές και πεζογράφοι που γεννήθηκαν μετά το 1974 και προσλαμβάνουν τα γεγονότα έμμεσα, μέσα από αφηγήσεις, εικόνες, τους γονείς τους και την εκπαίδευση. Μιλώντας με όρους της θεωρίας της λογοτεχνίας, στην περίπτωση των «κληρονόμων του τραύματος», υπάρχει «μετα-αφήγηση», αφού τα γεγονότα προσλαμβάνονται φιλτραρισμένα μέσα από άλλες αφηγήσεις, εξηγεί. Σε αυτή την περίπτωση, ποικίλλει ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονται τα γεγονότα, αφού παίζει ρόλο το περιβάλλον στο οποίο ενηλικιώνεται ο λογοτέχνης (πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό), συμπληρώνει.
Δεδομένου ότι έχει περάσει μισός αιώνας από τα γεγονότα του 1974, κάθε εικοσαετία εμφανίζεται μία διαφορετική γενιά, η οποία γράφει διαφορετικά, έχει διαφορετικές ιδέες και προσλαμβάνει το τραύμα διαφορετικά από την προηγούμενη, τονίζει ο κ. Βουτουρής, επισημαίνοντας ότι ο τρόπος με τον οποίο η νέα γενιά ενσωματώνει το τραύμα του 1974 στη λογοτεχνία είναι πιο εσωτερικός, πιο εσωστρεφής, πιο αποσπασματικός και πιο αφηρημένος σε σχέση με τις προηγούμενες.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης αναφέρει στο ΚΥΠΕ ότι στην ποιητική Γενιά του 1990 ανήκουν οι Γιώργος Καλοζώης, Γιώργος Χριστοδουλίδης, Μιχάλης Παπαδόπουλος, Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, Ελένη Κεφάλα, Πάμπος Κουζάλης, Βάκης Λοΐζίδης, Νένα Φιλούση, Μαρίνα Αρμεύτη, Κώστας Ρεούσης, Χριστιάνα Αβρααμίδου, Αντώνης Γεωργίου, Ευτυχία Παναγιώτου, Δάφνη Νικήτα και ο υποφαινόμενος.
Την ίδια ώρα, ο Παντελής Βουτουρής σημειώνει ότι το 1974 παύει να είναι το κυρίαρχο θέμα στις νέες γενιές, ενώ είναι κυρίαρχο στη λογοτεχνία που γράφεται την πρώτη εικοσαετία μετά τα τραγικά γεγονότα. Όπως εξηγεί, «ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα το 1974 σιγά-σιγά ελαχιστοποιούνται», προσθέτοντας ότι στην τελευταία ποιητική γενιά στην Κύπρο υπάρχει μια μεγάλη τάση προς ατομικά, βιωματικά, εσωτερικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά και ερωτικά θέματα. «Το θέμα του 1974 σιγά-σιγά χάνει την πρωτοκαθεδρία που είχε, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν νέοι ποιητές σήμερα που επιμένουν στα γεγονότα του 1974», διευκρινίζει.
Τα συναισθήματα που προκάλεσε το 1974 στους Κύπριους λογοτέχνες
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ, ο Λεωνίδας Γαλάζης αναφέρει ότι η οργή, ο πόνος και η απόγνωση είναι τα συναισθήματα που δεσπόζουν στα λογοτεχνικά κείμενα του δεύτερου ημίσεος της δεκαετίας του 1970. «Όσο απομακρυνόμαστε από το ορόσημο του 1974, η αποτύπωση του τραύματος στη λογοτεχνία μας δεν περιορίζεται στην επικαιρική συναισθηματική έξαρση, αλλά επεκτείνεται στη μετουσιωμένη λογοτεχνικά παρουσίαση των διαφόρων όψεων της κυπριακής τραγωδίας, πότε μέσα από τα κάτοπτρα του μύθου και της ιστορίας και πότε με τις τεχνικές της αλληγορίας και της σάτιρας», συμπληρώνει.
Αναφερόμενος στις διαφορές που διακρίνει στην προσέγγιση των γεγονότων από τον κάθε λογοτέχνη, ο κ. Γαλάζης σημειώνει ότι «υπάρχει μια αξιοσημείωτη πολυφωνία και αντίστοιχα ποικίλες οπτικές και λογοτεχνικές αποτυπώσεις του κυπριακού δράματος». Ανάμεσα σε αυτές, όπως εξηγεί, «ξεχωρίζουν η ιστορικιστική προσέγγιση με έμφαση στα ιστορικά διδάγματα που μπορεί κανείς να εξαγάγει από τα αίτια και την αφορμή της κυπριακής τραγωδίας και η περισσότερο νηφάλια ορθολογική προσέγγιση του δράματος που επικεντρώνεται στο πώς και στο γιατί, καθώς και στις προοπτικές σε σχέση με το μέλλον».
Την ίδια ώρα, επισημαίνει ότι «η κυπριακή τραγωδία λειτούργησε και λειτουργεί ως η λυδία λίθος με την οποία δοκιμάζεται και εν τέλει διακρίνεται η ποιοτική λογοτεχνία από τη φευγαλέα και μη αισθητικά δικαιωμένη λογοτεχνική αποτύπωση του δράματος».
Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης τονίζει ότι «κάθε σημαντικό έργο τέχνης δεν επιχειρεί μόνο να αποτυπώσει την εποχή του όσο τραγική κι αν είναι αυτή, αλλά ταυτόχρονα και να την υπερβεί, ξανακοιτάζοντας τον κόσμο με ένα άλλο, λοξό καλλιτεχνικό βλέμμα». Την ίδια ώρα, αναφέρει ότι «η καλή ποίηση ενώ πατά γερά με το ένα πόδι στην εποχή της, ταυτόχρονα με το άλλο την υπερβαίνει, επιχειρώντας να μεταδώσει διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα».
Το 1974 στην ελλαδική λογοτεχνία
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για την προσέγγιση της τραγωδίας του 1974 από την ελλαδική λογοτεχνία, ο Παντελής Βουτουρής επισημαίνει ότι υπάρχουν διαφορές σε σύγκριση με την κυπριακή λογοτεχνία. «Υπάρχει ένα περίεργο πνευματικό χάσμα ανάμεσα στην Κύπρο και στην Ελλάδα, το οποίο σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό είναι και ανεξήγητο», αναφέρει. «Προφανώς υπάρχει και στη μητροπολιτική Ελλάδα συγκλονισμός για τα γεγονότα του 1974. Δεν υπάρχει όμως λογοτεχνικό ρεύμα αντίστοιχο με αυτό που δημιουργήθηκε στην Κύπρο», σημειώνει.
«Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια, έχουμε σημαντικούς ποιητές στην Ελλάδα που γράφουν για το 1974», όπως και «εξαιρετικά μυθιστορήματα από πεζογράφους», λέει, αναφέροντας ως παράδειγμα τίτλους μυθιστορημάτων όπως «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» του Βασίλη Γκουρογιάννη, «Ο κύκλος του χώματος» του Κώστα Χατζηαντωνίου, το πρώτο μέρος της τριλογίας του Οδυσσέα Χατζόπουλου «Εν μέρει ελληνίζων» και «Ουρανόπετρα» του Γιάννη Καλπούζου. Όσον αφορά στους Ελλαδίτες ποιητές που έχουν γράψει για το 1974, ο κ. Βουτουρής αναφέρει τους Γιάννη Πατίλη, Μιχάλη Γκανά και Δημήτρη Κοσμόπουλο.
Απαντώντας σε επισήμανση του ΚΥΠΕ ότι ο Γιάννης Ρίτσος έχει γράψει το «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο», ο Παντελής Βουτουρής επισημαίνει ότι ο Ρίτσος αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, επειδή παρακολουθεί την κυπριακή ιστορία από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959, γράφοντας επικαιρικά ποιήματα για την Κύπρο, όπως τον «Αποχαιρετισμό» για τον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Παράλληλα, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης σημειώνει ότι «η ελλαδική λογοτεχνική κριτική, ίσως λόγω μητροπολιτικών ευθυνών και ενοχής για την εθνική καταστροφή, έδειξε αρχικά ενδιαφέρον και αναγνώρισε άξιους δημιουργούς του νησιού (π.χ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Θεοδόσης Νικολάου), ενώ από την άλλη δεν έδωσε σε κάποιους σημαντικότατους ποιητές την αναγνώριση που τους άξιζε (π.χ. Κώστας Μόντης, Μιχάλης Πασιαρδής, Κώστας Βασιλείου)». Μέχρι τις μέρες μας, προσθέτει, «αρκετοί Ελλαδίτες κριτικοί ασχολούνται σοβαρά με την λογοτεχνία που παράγεται στο νησί, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργική ένταξη της κυπριακής λογοτεχνίας στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοελληνικής».
«Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ίσως λόγω χρονικής απόστασης από την τραγωδία, ίσως λόγω μερικών μέτριων ή κακών αισθητικά ποιητικών έργων που πραγματεύονται το τραύμα, ίσως πάλι λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων, συγκεκριμένοι Ελλαδίτες κριτικοί απαξιώνουν, δυστυχώς, συστηματικά και a priori τη λογοτεχνία (ειδικότερα την ποίηση) που αποτυπώνει το τραύμα της εισβολής και τις οδυνηρές επιπτώσεις της», καταλήγει.