ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Να δεχτούμε τους βαρβάρους μέσα μας»

Ο συγγραφέας Δημήτρης Τανούδης μιλάει στην «Κ» για το βιβλίο του «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος» από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Μήπως θα πρέπει τελικά να δεχτούμε την ίδια μας τη βαρβαρότητα; Να αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε παρά καταναγκαστικά εκπολιτισμένοι βάρβαροι. Τι, αλήθεια, έχει αλλάξει από την εποχή των σπηλαίων σε όρους ευτυχίας και δυστυχίας;» αναρωτιέται ο συγγραφέας Δημήτρης Τανούδης, ο οποίος μιλάει στην «Κ» για το τελευταίο του βιβλίο «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος. Ο Δημήτρης Τανούδης είναι συγγραφέας του μυθιστορήματος Σπασμός (2011) για το οποίο έλαβε το βραβείο ΕΚΕΒΙ στο Πρώτο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών και το Χώματα (2014) από τις εκδόσεις Νεφέλη. Επιμελείται και μεταφράζει βιβλία, εισηγείται σεμινάρια λογοτεχνικής γραφής.

 

–Στο τελευταίο σας βιβλίο «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος» από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος επιλέγετε ονόματα που παραπέμπουν σε μεσαιωνική σάγκα, σαν να θέλετε να πάτε πίσω, άλλα κάπως άχρονα... ισχύει;
Τι θα έκανε μια ομάδα ανθρώπων η οποία διαδέχεται την κατεστραμμένη ανθρωπότητα; Δεν θα ήθελε να ξεχωρίσει από ένα πολιτισμικό λίκνο που έφτασε στην αυτοκαταστροφή; Αυτή ήταν η σκέψη: επιστρέφουμε στην απλότητα, σ’ έναν προ-βιομηχανικό τρόπο ζωής. Αποφεύγουμε την τεχνολογία. Παραδεχόμαστε ότι δεν μπορούμε να την ελέγξουμε. Μένουμε στα στοιχειώδη ώστε να επιβιώσουμε. Κι αν το κάνουμε με δομές ριζικά διαφορετικές, θα έχουμε μια ευκαιρία να ευτυχήσουμε. Τα λάθη του παρελθόντος γίνονται οδηγός της ευτυχίας μας. Αυτή ήταν η συνθήκη: άνθρωποι που επιβιώνουν μέσω της αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος. Κι επέλεξα κυρίως γερμανόφωνα ονόματα, πιστεύοντας ότι αν κάποια εθνικότητα κατάφερνε να επιβιώσει μετά από ένα παγκόσμιο ολοκαύτωμα θα ήταν οι Γερμανοί. Ανάμεσά τους, ωστόσο, βρίσκεται και ένας Εβραίος…

–Ο χρόνος της αφήγησης είναι το παρελθόν, το αύριο ή είναι το σήμερα που ζούμε;
Φανταζόμουν το αύριο που ενυπάρχει ήδη στο σήμερα. Κάθε δυστοπία αποτελεί μια έμμεση κριτική της τρέχουσας πραγματικότητας. Και κάθε μυθοπλαστικός κόσμος του μέλλοντος δεν είναι παρά μια διογκωμένη εκδοχή του σημερινού πόνου. Ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει τον πόνο που μπορεί να επιβάλει στον εαυτό του, γιατί δεν έχει ακόμα εξαντλήσει την ανθρώπινη φαντασία. Βλέπω το μέλλον ως μια εξίσωση όπου η σταθερά του πόνου συναντά τη μεταβλητή της φαντασίας. Και κατά έναν τρόπο, με διαφορετική όμως πρόθεση, το ίδιο κάνει και η λογοτεχνία.

–Ποια είναι, ωστόσο, τα βασικά ζητήματα που θίγετε στο τελευταίο σας βιβλίο;
Αναζητούσα όσα θα μπορούσαν να εμποδίσουν την καταστροφική εντροπία που περιγράφω παραπάνω. Θα ήταν άραγε μια επιστροφή στην υλική απλότητα; Θα ήταν μια δομικά αλληλέγγυα κοινωνία; Θα μπορούσε ίσως να παρέμβει η τέχνη; Ένα άλλο παιδαγωγικό μοντέλο; Μια άλλη εκδήλωση της θρησκείας; Πάνω απ’ όλα όμως, το κεντρικό ερώτημα: Μήπως θα πρέπει τελικά να δεχτούμε την ίδια μας τη βαρβαρότητα; Να αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε παρά καταναγκαστικά εκπολιτισμένοι βάρβαροι. Τι, αλήθεια, έχει αλλάξει από την εποχή των σπηλαίων σε όρους ευτυχίας και δυστυχίας; Δεν αποδείχτηκε ήδη ότι η πολιτισμένη βαρβαρότητα στάθηκε ικανή για έναν ανθρώπινο πόνο ο οποίος θα ήταν αδιανόητος στο στάδιο του πρωτογονισμού; Εκείνο που προτείνει ο ήρωας του βιβλίου είναι να πάψουμε να περιμένουμε τους εξωτερικούς βαρβάρους και να δεχτούμε τους βαρβάρους μέσα μας. Να αφεθούμε στη βαρβαρική μας φύση, διατηρώντας ωστόσο τους δεσμούς αγάπης που μας επιτρέπουν να ζούμε μαζί. Να βρούμε τελικά τη ζωή όπου η βαρβαρότητα θα συνυπάρχει με την αγάπη.

–Το τέλος του πολιτισμού και η αναγέννησή του: πώς φαντάζεστε ότι θα ακουγόταν το κύκνειο άσμα του δικού μας πολιτισμού;
Δεν με ενδιέφερε ο τρόπος της επιστημονικής φαντασίας, η τεχνολογική διάσταση που θα είχε η καταστροφή. Ήθελα να μείνω στο μεταφορικό σχήμα. Και να παραπέμψω συμβολικά στο σήμερα. Από τα ελάχιστα όμως που λέγονται (οι εποχές απουσιάζουν και οι άνθρωποι ζουν σ’ ένα αφόρητα τροπικό κλίμα, προφυλαγμένοι από τις πανδημικές ουσίες που μεταφέρει το χώμα, το νερό, ο αέρας), θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει έναν πυρηνικό όλεθρο, μια παγκόσμια Χιροσίμα.

 

 

Οι ελευθερίες ως δέλεαρ...

–Πολλά λέγονται για τις ελευθερίες μας το τελευταίο διάστημα. Έχουμε χάσει κάτι από τις ελευθερίες μας; Τελικά, πότε η ελευθερία έχει νόημα;
Δουλειά του καπιταλιστικού συστήματος είναι να αναπαράγει τις προτεινόμενες ελευθερίες ως δέλεαρ για την επιβίωση του εαυτού του. Και καθώς η ζωή μας ελέγχεται πλήρως από τη λειτουργία του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, μας προσφέρονται τόσες συστημικές ελευθερίες ώστε καμία από αυτές δεν θα γινόταν να εφαρμοστεί στ’ αλήθεια. Νόημα θα είχε η ελευθερία μόνο εάν αυτό το πολιτισμικό σύστημα έπαυε να είναι τόσο πολυμορφικό, τόσο αφομοιωτικό, δείχνοντας πια το αληθινό του πρόσωπο, δηλαδή την καθαρά απολυταρχική ουσία του. Θα ήξερε τότε κανείς ποιος είναι ο εχθρός του. Θα ήξερε ποια απαγόρευση πρέπει να παραβεί ώστε να νιώσει ελεύθερος. Πιστεύω ότι ο σημερινός τρόπος ζωής μοιάζει τόσο ανίκητος, γιατί τα όρια που μας χωρίζουν από την ελευθερία έχουν καταστεί τόσο αόριστα.

–Είναι οι βάρβαροι μία κάποια λύσις;
Μην ξεχνάτε ότι στο ποίημα του Καβάφη οι βάρβαροι δεν έρχονται ποτέ. Η «κάποια λύση» θα δινόταν έτσι μόνο αν εμείς ομολογούσαμε τον βαρβαρικό πυρήνα τού είναι μας. Στην πραγματικότητα, αναμένουμε απλώς τη ζωή που θα έρθει μετά την αποκάλυψη των εαυτών μας.

–Σε παλαιότερή σας συνέντευξη είχατε πει ότι ο συγγραφέας είναι –οφείλει να είναι– ένας βάρβαρος... Είστε ένας εγγράμματος βάρβαρος;
Ναι, πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης οφείλει να βλέπει τον πολιτισμό από μια εξω-πολιτισμική θέση. Και να του επιτίθεται. Για να τον αποσταθεροποιήσει. Να τον ανακινήσει. Και να τον αλλάξει. Ακριβώς όπως κάνει η Μήδεια απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό. Δεν εξοντώνει μόνο ανθρώπους, δεν καταστρέφει απλώς παλάτια. Επιτίθεται σε πνευματικές αξίες και ηθικούς κώδικες. Μια γυναίκα εγγράμματη, σοφή και ταυτόχρονα βάρβαρη. Επιτρέψτε μου όμως στο σημείο αυτό να ευχαριστήσω τη Χριστίνα Χαραλαμποπούλου και τον Σπύρο Παπαϊωάννου, δύο εγγράμματους βαρβάρους, που αποφάσισαν την έκδοση του βιβλίου μέσα σε συνθήκες μιας άλλης, πολιτισμένης βαρβαρότητας.

–Πότε γινόμαστε βάρβαροι, κύριε Τανούδη;
Είμαστε πάντοτε βάρβαροι. Αποφεύγουμε όμως να το δείχνουμε, να το ομολογούμε. Το ξέρουν μόνο όσοι μας αγαπούν και τους αγαπάμε.

 

Πληροφορίες

Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τανούδη «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος» παρουσιάζουν τη Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου ο Λογοτεχνικός Όμιλος Δήμου Στροβόλου και η λογοτεχνική ομάδα «Διαβάσεις», σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο «Ο Μωβ Σκίουρος». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι διακεκριμένοι συγγραφείς Νάσια Διονυσίου, Κωνσταντία Σωτηρίου, Μαρία Α. Ιωάννου, Ευαγγελία Χαραλάμπους και Χρίστος Ρ. Τσιαήλης, ενώ αποσπάσματα θα διαβάσει ο συγγραφέας.

Δευτέρα, 27 Σεπτεμβρίου, 7:00 μ.μ. Προαύλιο Πολιτιστικού Κέντρου Στροβόλου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση