
Του Θανάση Φωτίου
Ομολογώ ότι δεν μπορεί να με συνεπάρει ο ενθουσιασμός που είδα να εκδηλώνεται εξαιτίας της ανάδειξης του Τουφάν Ερχουρμαν στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Ίσως επειδή δεν θεωρώ ότι είμαστε στο παραπέντε, αλλά εδώ και καιρό στο και πέντε. Και για να ακριβολογούμε, εδώ και 8 χρόνια, από τότε δηλαδή, 7 Ιουλίου 2017, που ο Αντόνιο Γκουτέρες είχε ευχηθεί «Καλή τύχη στους Κύπριους σε βορρά και νότο». Και ο Νίκος Αναστασιάδης, βαθύτατα περίλυπος για το ναυάγιο, επέστρεψε στην Κύπρο, φόρεσε τη ριγέ Ralph Lauren φανέλα του και μετέβη στο κουβανέζικου κόνσεπτ πάρτι γενεθλίων της κόρης του, προκειμένου να πνίξει με ουίσκια και πούρα Αβάνας τον πόνο του.
Επιπλέον, οφείλω να πω – δεδομένου ότι είναι καλά γνωστή η άποψή μου για τους πολιτικούς μας, τους δικούς μας ηγέτες, της ελληνοκυπριακής πλευράς εννοώ και τις πραγματικές προθέσεις μας, δεκαετίες τώρα, απέναντι στη λύση του προβλήματος – πως ούτε στους Τουρκοκύπριους ηγέτες αναγνωρίζω το όποιο «ηθικό πλεονέκτημα». Με διαφοροποιήσεις βεβαίως, καθότι δεν τήρησαν όλοι την ίδια στάση, δεν εκδήλωσαν όλοι τις ίδιες προθέσεις. Αλλά όποιος έχει μνήμη, δεν εξωραΐζει. Ούτε κρατά μεγάλο καλάθι.
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ – δεν είμαι εκ φύσεως απαισιόδοξος! Και αλίμονο αν δεν αντιλαμβανόμουνα ή μείωνα την αδημονία όλων στην ελληνοκυπριακή πλευρά, να ακούσουν –θαρρείς και θα είναι ο Καλός Λόγος της Αναστάσεως– την αλλαγή ρότας της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πολιτικής, να παρατήσουν δηλαδή τις πελλάρες περί δύο κρατών και να επιστρέψουν στο κοινό όραμα, στο συμφωνημένο πλαίσιο για μια «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας». Αναμφίβολα, θα σκορπίσει μεγάλη χαρά σε όλους στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Και ιδιαιτέρως σ’ όσους με ειλικρίνεια και «μαύρες πλερέζες», περιφέρανε δημοσίως το πένθος τους καθ’ όλη τη διάρκεια της στασιμότητας για τα προσκόμματα που Τουρκία και τουρκοκυπριακή πλευρά έθεταν στην επανέναρξη συνομιλιών, αλλά και τη μετατόπισή τους από τη «συμφωνημένη βάση λύσης».
Και βεβαίως –παρόλο που το εγχείρημα είναι έως πάρα πολύ δύσκολο– μπορώ να νιώσω το αίσθημα επιτυχίας που θα αισθανθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος ανάλωσε για την επίτευξη αυτού του στόχου το άπαν των δυνάμεών του από την πρώτη κιόλας μέρα ανάληψης των καθηκόντων του, εάν έρθει επιτέλους εκείνη η πολυπόθητη μέρα της «επανέναρξης των συνομιλιών από εκεί που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου».
Θα ήταν δε παράλειψη να προσπεράσω και να μην αναφερθώ και στη δικαίωση που θα νιώσει –έστω και με καθυστέρηση χρόνων πολλών– ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης. Ο πάλαι ποτέ λοιδορούμενος «νενέκος», στο ενδεχόμενο μιας μεταστροφής του Ερντογάν! Για εκείνη τη δήλωσή του, από το μακρινό 2005, κι αφού τον είχε επισκεφτεί στην Άγκυρα: «Το αίσθημα που έχουμε αποκομίσει είναι ότι η τουρκική πλευρά είναι πρόθυμη να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού. Το μήνυμα που ο πρωθυπουργός της Τουρκίας στέλνει στους Ελληνοκυπρίους, είναι πως, πράγματι, θέλει λύση το συντομότερο δυνατόν. Η θέση του ότι η μη λύση δεν είναι λύση, είναι πιστεύω ειλικρινής και επιθυμεί να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες».
Ωστόσο… ο σκελετός εξακολουθεί να είναι στη βαλίτσα. Και θα πρέπει, θα έρθει η ώρα που θα κληθούμε, κάτι να κάνουμε μ’ αυτόν! Διότι, θυμίζω, ο Αντόνιο Γκουτέρες είχε πει πως «Μέχρι το τέλος της διάσκεψης, οι πλευρές είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία για την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία και την αποτελεσματική συμμετοχή»! Ο ίδιος ο Χριστοδουλίδης, ως υπουργός των Εξωτερικών, είχε πολλές φορές δηλώσει ότι είχαμε φτάσει στο παρά ένα της λύσης. Ο Κοτζιάς, πάλι, είπε πως «Το βράδυ της Πέμπτης πήγαμε στο δείπνο ικανοποιημένοι, καθώς θεωρήσαμε ότι πήραμε όλα όσα θέλαμε». Αυτά ήταν η κατάργηση των εγγυήσεων και των παρεμβατικών δικαιωμάτων, απ’ τα οποία υπαναχώρησε ο Μεβλούτ, γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε σε ναυάγιο. Αν ο Μεβλούτ δεν υπαναχωρούσε, η συμφωνία θα κλεινόταν! Μετά, βέβαια, και θυμηθείτε προς τούτο τις δηλώσεις που ακολούθησαν, με απίστευτη σφοδρότητα και ένταση δαιμονοποιήσαμε όλες τις παραμέτρους της λύσης και τις συγκλίσεις, όλα εκείνα στα οποία «είχαμε καταλήξει σε πλήρη συμφωνία»! Την οποία θα υπογράφαμε εάν ο Τσαβούσογλου δεν υπαναχωρούσε. Αν επιστρέψουμε, λοιπόν, εκεί που μείναμε, με τον σκελετό στη βαλίτσα, τι θα κάνουμε;