
Του Θανάση Φωτίου
Τον Νοέμβριο του 2021, αρκετούς μήνες μετά από τις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάιο εκείνου του χρόνου, όταν το ΑΚΕΛ, ακόμα υπό την ηγεσία του Άντρου Κυπριανού, είχε αποδυναμωθεί κατά 3,3% της εκλογικής του δύναμής, σημείωνα τα εξής σε ένα κείμενό μου που γράφτηκε με αφορμή μια επικοινωνιακή αστοχία και είχε τίτλο «Το στοίχημα του Στέφανου Στεφάνου», ο οποίος μετρούσε τότε μερικούς μήνες ως ο νέος γενικός γραμματέας: «Οι εκλογικές αναμετρήσεις από το 2013 και έπειτα, αν κάτι επιβεβαίωσαν δεν ήταν άλλο από την κατάρριψη ενός από τους δημοφιλέστερους μύθους που επικρατούσε μέχρι τότε στην πολιτική ζωή του νησιού και ήθελε τους αριστερούς να συμπεριφέρονται σαν (συγχωρήστε με για τη χρήση, αλλά αυτός ήταν στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός) “αρνιά”, υπακούνε τυφλά στο κόμμα και κάνουν “ό,τι τους πει”. Συνάμα, όμως, κατέδειξαν το σοβαρότατο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ΑΚΕΛ, το οποίο είδε τα ποσοστά του να αγγίζουν χαμηλό βαρομετρικό. Μετά από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη, δεν περιμένεις αν μη τι άλλο η αντιπολίτευση να καταγράφει μεγαλύτερες απώλειες ψηφοφόρων απ’ ό,τι το κυβερνών κόμμα, ούτε ότι ο Αβέρωφ Νεοφύτου να διανοείται να ξεστομίζει όσα έλεγε τις προάλλες, κάτω από το “γεφύρι της Άρτας”, στο κέντρο της πρωτεύουσας: “Αν ρωτήσετε τους πολίτες ποιοι μπορούν να κουμαντάρουν, για να φτιάξουν την Κύπρο του αύριο, ο ΔΗΣΥ είναι η εγγύηση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας”».
Σημειώστε ότι κατά την προεκλογική των βουλευτικών του 2021, η ακτινογράφηση του κοινωνικοπολιτικού σκηνικού, όπως αποτυπωνόταν μέσα από τις δημοσκοπήσεις, όπως εκείνη που δημοσίευε η «Καθημερινή» στις 21 Φεβρουαρίου, ήταν άκρως αποκαρδιωτική, αποκαλύπτοντας μια κοινωνία στα όρια των αντοχών της. Η κυβέρνηση λειτουργούσε σε καθεστώς ελεύθερης πτώσης και σε πλήρη διάσταση με την πλειοψηφία των πολιτών. Η αξιολόγηση της κυβέρνησης ήταν καταθλιπτική και μάλιστα συμπαρέσυρε σαν χιονοστιβάδα την εκλογική επιρροή του ΔΗΣΥ. Με εξαίρεση τη διαχείριση της πανδημίας, το έργο της κυβέρνησης σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα δεχόταν το ράπισμα των πολιτών. Στο δε ζήτημα της διαπλοκής και των πολιτογραφήσεων, η αντίδραση των πολιτών απέναντι στην κυβέρνηση ήταν γιγαντιαία απαξιωτική. Η κυβέρνηση Αναστασιάδη τύγχανε της στήριξης μιας οριακής πλειοψηφίας του ΔΗΣΥ, ενώ απέναντί της είχε το 90% περίπου των ψηφοφόρων άλλων κομμάτων. Κι όμως, το παράδοξο ήταν ότι με αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργούσε η κακή εικόνα της κυβέρνησης, το κόμμα της Αριστεράς αδυνατούσε να καρπωθεί της διαμαρτυρίας, να επωφεληθεί και να αυξήσει τη δύναμή του. Παρέμενε καθηλωμένο και μάλιστα στην κάλπη, κατέβηκε πολύ πιο κάτω από το ποσοστό που είχε στις βουλευτικές του 2016. «Αναπόφευκτα ο Συναγερμός, ως κυβερνών κόμμα, πλήττεται με τα ποσοστά του να μειώνονται αρκετά, έστω και αν διατηρεί την πρωτιά. Ενδιαφέρον προκαλεί ότι το ΑΚΕΛ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει την κυβερνητική φθορά.
Αντιθέτως, το ΔΗΚΟ, παρά τη διάσπασή του, διατηρεί τα ποσοστά του, οι πολίτες φαίνεται να στρέφονται προς τον ενδιάμεσο χώρο και κυρίως στα μικρά κόμματα, όπως είναι οι Οικολόγοι που ενισχύονται», έγραφε ο Μιχάλης Βρυωνίδης, αναλύοντας τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης. Προφανώς, ακόμα και μπροστά σ’ εκείνα τα κυβερνητικά χάλια, οι πολίτες είχαν κρίνει ότι το ΑΚΕΛ δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους και είτε στράφηκαν προς μικρότερα κόμματα είτε επέλεξαν την αποχή.
Στις προεδρικές του 2023, παρά τα πολύ αξιοπρεπή ποσοστά που έφερε στο τέλος ο υποστηριζόμενος από το ΑΚΕΛ, Ανδρέας Μαυρογιάννης, εντούτοις στις δημοσκοπήσεις είχε καταγραφεί ότι ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό αριστερών ψηφοφόρων (εκ των οποίων πολλοί «αποστασιοποιημένοι»), όχι μόνο δεν επαναπατρίστηκε στο κόμμα του, όχι μόνο δεν υιοθετούσε την επιλογή του ΑΚΕΛ, στράφηκε μάλιστα προς τον Νίκο Χριστοδουλίδη.
Στα σχεδόν τρία χρόνια τώρα, που η διακυβέρνηση της χώρας έχει περάσει στα χέρια του Νίκου Χριστοδουλίδη, η εικόνα του –παρά τη συγκυριακά ελαφρώς καλύτερη επίδοση στη δημοσκόπηση που σήμερα παρουσιάζουμε– εξακολουθεί να κυμαίνεται σε απαξιωτικά επίπεδα που ενδεχομένως και να τον αδικούν, ωστόσο είναι κάτι που καταγράφεται. Όπως παράλληλα καταγράφεται το ίδιο παράδοξο στοιχείο, το ΑΚΕΛ, παρότι το μόνο κόμμα που ουσιαστικά δύναται να καρπωθεί τα οφέλη μιας στάσης αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, εξακολουθεί να αδυνατεί να κάνει τη διαφορά. Με τη θετική εικόνα του Προέδρου να μην ξεπερνά το 45% και το ποσοστό πολιτών που απορρίπτουν τον τρόπο άσκησης των προεδρικών του καθηκόντων να ακουμπά το 56%. Γιατί άραγε;
