ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

«Φοβάμαι μόνο τον διχασμό που τρέχει στο αίμα μας»

Παλιοί και μεταγενέστεροι συνοδοιπόροι του Νιόνιου από την Τρίτη το βράδυ σκαλίζουν ξανά τους δίσκους του

Kathimerini.gr

Θοδωρής Λέννας

Φοιτητές στα πρώιμα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ανάμεσα σε συνελεύσεις και ιδεολογικές ζυμώσεις, τον μελετούσαν, ανέλυαν τους στίχους του, φιλοτεχνούσαν ακόμη και μινιατούρες του. Ηταν ο «δικός τους» Διονύσης Σαββόπουλος: ιδιοσυγκρασιακός μεν, βαθιά πολιτικός δε· αταξινόμητος, με αναρχικό αέρα, απόκοσμος για τους καθωσπρέπει, υπερβατικός εκφραστής μιας «άλλης» Αριστεράς – ενδεχομένως ήδη πέρα (ή πάνω) από την ίδια την Αριστερά.

Τα παιδιά αυτών των φοιτητών -μιλένιαλ ή ζούμερ- δεν γνώρισαν εκείνον τον Σαββόπουλο αλλά τον «καθολικό», τον «εθνικό», τον Σαββόπουλο «όλων μας»· όχι τον Σαββόπουλο-είδωλο των εξεγερμένων ή των ριζοσπαστικοποιημένων παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα».

Για μερικούς «μεγάλος αντιφατικός», για πολλούς άλλους καταλυτικός και εύστοχος εκφραστής των διακυμάνσεων, των μετασχηματισμών και των αναιρέσεων της Μεταπολίτευσης. Εκείνος που εντόπισε και ύμνησε «τον αγώνα του συντρόφου / την αγωνία αυτού του τόπου για ζωή», που «σκάρωνε» τραγούδια στην οδό Μπουμπουλίνας, που κατήγγειλε ότι «σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί».

Αλλά κι αυτός που, όπως ανέφερε σήμερα στην «Κ» η Ελευθερία Αρβανιτάκη, «τα έβαλε με το κοινό του», όταν «η δημοκρατία αναδείχθηκε πλέον ισχυρή», όπως παρατηρούσε ο Φώτης Απέργης σε άρθρο του στην «Κ» το 2023. «Ας θυμόμαστε πόσο σκληρά κρίθηκε, ας αναρωτηθούμε πόσο δημοκράτες είμαστε όταν αποδομούμε τόσο εύκολα τους καλλιτέχνες και όταν τους θέλουμε “στα μέτρα μας”», έγραψε χτες ο Σταύρος Ξαρχάκος.

 

Για άλλους η ρήξη επήλθε ήδη από τη «Ρεζέρβα» ή τα «Τραπεζάκια», η μεγάλη τομή, όμως, ήλθε στο «Κούρεμα», έναν δίσκο στον οποίο -όπως έγραφε ο Παντελής Μπουκάλας σε άρθρο του στην «Κ» το 2007- ο Σαββόπουλος «ανακοινώνει δημοσίως τη μετάνοιά του». Για πολλά «παιδιά» της Μεταπολίτευσης τότε συντελέστηκε μια ιδιόρρυθμη, επώδυνη «πατροκτονία» που θα κληροδοτούνταν στους επόμενους ως ποπ σημείο αναφοράς: «Εσένα οι γονείς σου συνέχιζαν να τον ακούν μετά τα “Τραπεζάκια”;».

«Eχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά / έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το εγώ του Πασοκά/ Ηθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός / κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός», θα τραγουδούσε στην «Αποτυχία της Αριστεράς», «μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής», όπως ανέφερε στην αυτοβιογραφία του. «Σαφώς τους εξαπάτησα», έλεγε στο «Ο γιος μου πάει στον στρατό», ενώ στο «Μητσοτάκ» αφού πρότεινε «τον ψηλό που μοιάζει με ροφό», αποδομούσε τους «βαριά κομμουνισμένους, κομπλεξικούς, δήθεν γελασμένους, ξανά αποτυχημένους». Ακόμη, όμως, και στο «Μακρύ ζεϊμπέικο για τον Νίκο» στη «Ρεζέρβα» -ίσως κάπως προφητικά- αυτοί που δεν κατανοούσαν τον Κοεμτζή ήταν και «κάποιοι προοδευτικοί» που «η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτόν μια άλλη απειλή».

Η πορεία προς την «καθολικότητα», προς την «ωρίμανση» πέρασε μέσα από «κυκλωτικούς χορούς», μέσα από μια -σχεδόν μεταφυσική- στροφή προς το προσωπικό ή προς το εθνικό «μέσα». Οι νεοορθόδοξες διαδρομές του θα «ξένιζαν» την Αριστερά, όπως και τα «είτε με τις αρχαιότητες, είτε με Ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλον γαλαξία», ή ο ύστερος διδακτισμός που θα διαπερνούσε μερικές ατάκες του. Η μνημειώδης τηλεοπτική του κόντρα με τον Βασίλη Ραφαηλίδη αναπαράγεται ακόμη και σήμερα κάθε φορά που ο δημόσιος λόγος για τον Σαββόπουλο περνούσε σε φάση πόλωσης. Ομοίως και το σατιρικό act του Τζίμη Πανούση που καυτηρίαζε τον σαββοπουλικό «ελληνοκεντρισμό» στο «Ξενοδοχείο» και την απόδοση στον εν λόγω δίσκο του «Perfect Day» ως «Μέρα Ομορφη».

Στην αυγή της νέας χιλιετίας, ο Σαββόπουλος θα έλεγε για τον Κώστα Σημίτη σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία»: «Μας χρειάζονται, λοιπόν,”υδραυλικοί” ή “λογιστές” που, τουλάχιστον, μπορούν να κάνουν τα απαραίτητα βήματα». Το 2009, λίγο πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και έναν χρόνο μετά τον Δεκέμβρη του 2008, θα ρωτούνταν σε συνέντευξη στην «Κ» τι θα απαντούσε σε έναν νέο αν υποστήριζε ότι κάνει ρετρό, ενώ εκείνος διαδηλώνει. «Και πότε το ρετρό εμπόδιζε τους διαδηλωτές; Ολο κάτι ξεπερασμένα και συχνά αφελή ή κραυγαλέα τραγούδια έχουν στο ρεπερτόριό τους οι διαδηλώσεις της ρουτίνας», ήταν η απάντησή του. «Δεν φοβάμαι τη δραχμή. Δεν φοβάμαι το ευρώ, που σαφώς το προτιμώ. Φοβάμαι μόνο τον διχασμό που τρέχει στο αίμα μας από τον καιρό του Θουκυδίδη έως τις μέρες μας», θα δήλωνε τις κρίσιμες μέρες πριν από το δημοψήφισμα του 2015, ενώ κατά την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα έλεγε ότι «μας κυβερνούν εγγαστρίμυθοι του Ανδρέα Παπανδρέου».

Το 2024, σε συζήτηση με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, θα εκτιμούσε ότι «η Μεταπολίτευση τελειώνει», αφού η καμπύλη ολοκληρώθηκε μετά την «πρώτη φορά Αριστερά». Λίγους μήνες νωρίτερα, πριν από τις εκλογές του 2023, στην τελευταία πολλαπλώς πολυσυζητημένη πολιτική παρέμβασή του, θα εξέφραζε την «ευχή» για μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας εντοπίζοντας στα κόμματα της «προοδευτικής» αντιπολίτευσης «ένα παλαιό είδος φοιτητικής ξεγνοιασιάς και μιας υπερβολικής και αδικαιολόγητης αυτοπεποίθησης».

Παλιοί και μεταγενέστεροι συνοδοιπόροι του Νιόνιου από την Τρίτη το βράδυ -πέρα ή και για όλα αυτά- σκαλίζουν ξανά τους δίσκους του. Ισως ακόμη και εκείνοι οι φοιτητές που τον λάτρεψαν νωρίς και τον άφησαν νωρίς. Με μια αχνή προσδοκία το έργο του να «ξαναδιαβαστεί» από τα παιδιά τους με λιγότερες αγκυλώσεις και πάθη, σαν μια -με το βλέμμα στραμμένο στον «ήλιο κόκκινο αρχηγό»– εκδρομή στην Ιστορία: αντιφατική, ταραχώδης, άλλοτε επαναστατική, άλλοτε αναστοχαστική, παράδοξη, υπέροχη.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση