ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το φαινόμενο Πουατιέ: Από τις λάντζες της Νέας Υόρκης, ήρωας των Αφροαμερικανών

Ποιος ήταν ο εμβληματικός αυτός ηθοποιός; Γιατί αυτή φήμη, τι τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους σπουδαίους Αφροαμερικανούς συναδέλφους του;

Kathimerini.gr

Πήρε την αμερικανική ιθαγένεια από σύμπτωση, ξεκίνησε να πλένει πιάτα στη Νέα Υόρκη και έφτασε στο απόγειο της δόξας του το 1964, κερδίζοντας Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία «Lilies of the Field». Ο λόγος για τον Σίντνεϊ Πουατιέ που απεβίωσε την Παρασκευή σε ηλικία 94 ετών.

Ποιος ήταν όμως ο εμβληματικός αυτός ηθοποιός; Γιατί αυτή φήμη, τι τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους σπουδαίους Αφροαμερικανούς συναδέλφους του;

Ο Πουατιέ είχε αυτό το κάτι διαφορετικό. Έσπασε τη παντοκρατορία των λευκών ηθοποιών, γέμιζε την οθόνη με την εμφάνισή του, είχε σπάνια ομορφιά και μια λάμψη στα μάτια που δύσκολα μπορείς να βρεις. Όμως το βασικότερο είναι ότι δεν ήταν ο Αφροαμερικανός που βγήκε από τις στάχτες ή την «καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», αλλά ήταν ένας που νίκησε τα στερεότυπα και ήταν υπερήφανος για τη φυλή του. Ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας σταρ, που είχε άμεση επαφή με τις ρίζες του και συνάμα μπορούσε να είναι ένα πρότυπο για να σπάσουν τις αλυσίδες οι καταπιεσμένοι Αφροαμερικανοί. Ίσως αυτό το ξεχωριστό που τον ακολούθησε να ήταν και η αρχή που είχε για τη ζωή του: «Κάθε μέρα ήθελα να είμαι καλύτερος άνθρωπος από αυτό που ήμουν την προηγούμενη…».

Επιτυχία και καταξίωση

Ο Πουατιέ, ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που βραβεύτηκε με το Όσκαρ α’ Ανδρικού Ρόλου το 1963, για την ταινία «Κάτω από το βλέμμα του Θεού», 24 χρόνια μετά τη βράβευση με το Όσκαρ β΄ Γυναικείου Ρόλου, που είχε λάβει η Αφροαμερικανίδα Χάντι Μακ Ντάνιελ, για το θρυλικό «Όσα παίρνει ο άνεμος», στον ρόλο της Αφροαμερικανής νταντάς της περίφημης Σκάρλετ. Επίσης, κατείχε και το ρεκόρ του νεότερου ηθοποιού που κέρδισε Όσκαρ α΄ ρόλου, καθώς ήταν 37 χρόνων. Ήταν η δεύτερη φορά που προτεινόταν για Όσκαρ, καθώς είχε προταθεί πέντε χρόνια πριν και για την ερμηνεία του στο κλασικό «Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες».

Η τρομερή επιτυχία του, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και συνεχίστηκε τη δεκαετία του ’60, έχοντας ταινίες που μπήκαν στο αμερικανικό Box-Office: «Ιστορία ενός εγκλήματος», «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» και «Στον κύριό μας με αγάπη», τρεις ταινίες που είχαν ως κύριο θέμα τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις. Τη δεκαετία αυτή πρωταγωνίστησε και στις εξαιρετικές ταινίες «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα», Έσπασα τα δεσμά μου», «Ένα σταφύλι στον ήλιο». Αυτό ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι από την πλούσια κινηματογραφική του καριέρα την οποία υπηρέτησε και ως σκηνοθέτης, ενώ δεν σταμάτησε ποτέ να έχει λόγο και μάλιστα με σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που περικλείουν τον ανθρωπισμό και τη εναντίωση στις διακρίσεις και τον ρατσισμό.

Από σύμπτωση

Ο Πουατιέ γεννήθηκε στο Μαϊάμι της Φλόριντα το 1927, όπου οι Μπαχαμέζοι γονείς του βρίσκονταν για επίσκεψη. Την αμερικανική ιθαγένεια την έλαβε από μία σύμπτωση, καθώς γεννήθηκε δύο μήνες πρόωρα και γι’ αυτό οι γονείς του έμειναν τρεις μήνες στις ΗΠΑ, προκειμένου να είναι σίγουροι για την υγεία του. Έτσι, αυτομάτως ο μικρός Πουατιέ έλαβε την αμερικανική ιθαγένεια. Στα δεκαεπτά του χρόνια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως λαντζιέρης και έμαθε να διαβάζει εφημερίδα με τη βοήθεια ενός σερβιτόρου.

Αργότερα πήρε την απόφαση να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό και όταν απολύθηκε κατάφερε να μπει στο Αμερικανικό Θέατρο Νέγρων. Αυτό ήταν το πρώτο του βήμα προς την υποκριτική και γρήγορα τον διάλεξε ο φημισμένος σκηνοθέτης Τζόζεφ Μανκίεβιτς για ένα σημαντικό ρόλο στην ταινία του «Το μίσος προστάζει», όπου ξεχώρισε και άνοιξε ο δρόμος για την τεράστια επιτυχία και φήμη του, το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, το τιμητικό Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία για τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνης αλλά και ως άνθρωπος.

Επίσης, μπήκε στη λίστα με τους 25 σημαντικότερους Αμερικανούς ηθοποιούς, τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον πρόεδρο Ομπάμα το 2009 και από το 1997 ήταν πρέσβης των Μπαχαμών. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη το 1950 τη Χουανίτα Χάρντι, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες και τη δεύτερη το 1976 με την ηθοποιό Τζοάνα Σίμκους, με την οποία απέκτησε ακόμη δύο κόρες και ήταν στο πλάι της μέχρι τον θάνατό του.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Σινεμά  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση