ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μια κληματαριά από το Δίκωμο ριζώνει μνήμες στην Αθήνα

Η οικογένεια έζησε μετά το '74 σε προσφυγικό καταυλισμό στη Λευκωσία και μετά βρέθηκαν στην Αθήνα.

Kathimerini.gr

ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ

Πριν από λίγες ημέρες σερβιρίστηκαν στο τραπέζι της κουζίνας στο σπίτι της Κυψέλης τα τελευταία σταφύλια της φετινής σοδειάς. Δεν ειπώθηκε με λέξεις, αλλά εννοήθηκε: και του χρόνου, να ’μαστε καλά. Ζωή να ’χει, η κληματαριά της αυλής έκανε και πάλι περήφανους τους ιδιοκτήτες της. Λες και κάθε χρόνο που περνάει βγάζει και πιο γλυκά σταφύλια, με πιο μεγάλες και τραγανές ρώγες και πιο ζωντανό ροζ χρώμα. Η ποικιλία είναι κυπριακή και λέγεται «βέρικο» – ο μύθος λέει ότι όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε την Κύπρο, το 1191, του προσέφεραν αυτό το σταφύλι. Οταν το έφαγε, είπε «very good». Το βέριγκουντ έγινε σταδιακά βέρικο. Κανείς δεν ξέρει εάν ισχύει ο μύθος, αλλά είναι μια ιστορία που ο Μάκης Φουντούλης, «κηδεμόνας» του κλήματος, αγαπάει να λέει.

Η άλλη ιστορία γύρω από αυτή την κληματαριά είναι πιο πονεμένη. Ο κ. Μάκης, στα 72 του σήμερα, τη δεκαετία του ’80 εργαζόταν σε μια εταιρεία φαρμάκων. Εκεί είχε γνωρίσει τον Σάββα, από την Κύπρο, με τον οποίο έγιναν αμέσως πολύ καλοί φίλοι. Ο Σάββας καταγόταν από το χωριό Δίκωμο, που σήμερα βρίσκεται στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα της επαρχίας Κερύνειας, βόρεια της Λευκωσίας. Μέχρι το 1974 το Δίκωμο ήταν ο μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας Κερύνειας με 4.000 κατοίκους. «Το ’74, ο φίλος μου απολυόταν από φαντάρος. Βρέθηκε πρόσφυγας με τη γυναίκα του, τα δύο κοριτσάκια του, λίγων μηνών, μια στρατιωτική κουβέρτα και τίποτα άλλο», λέει ο φίλος του. Η οικογένεια έζησε τον πρώτο καιρό σε προσφυγικό καταυλισμό στη Λευκωσία και μετά βρέθηκαν στην Αθήνα.

Ο Μάκης και ο Σάββας είχαν ταξιδέψει πολλές φορές στην Κύπρο, αλλά το Δίκωμο το ατένιζαν μόνο από τη Λευκωσία («όπως κοιτάς την τουρκική σημαία, είναι κάπου αριστερά»). Ως γνωστόν, το 2003, η λεγόμενη κυβέρνηση των Τουρκοκυπρίων αποφάσισε να επιτρέψει τη διέλευση της πράσινης γραμμής προς τα Κατεχόμενα. Ηταν μια μέρα στη δουλειά που ο Σάββας λέει «θα πάω να δω το σπίτι μου». «Πήγαμε μαζί. Οι αδελφές του είχαν ήδη πάει, η μάνα του, η κυρία Σαλώμη που μέχρι τότε ζούσε στα προσφυγικά της Λευκωσίας, δεν ήθελε. Μας είπε, αν είναι να πάτε και να βάλετε τα κλάματα, καλύτερα να μην πάτε καθόλου», λέει ο κ. Φουντούλης.


Ο Μάκης Φουντούλης, «κηδεμόνας» του κλήματος.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν για «το χειρότερο της ζωής τους ταξείδιον». Με σφιγμένη καρδιά, η παρέα πέρασε το φυλάκιο και έφτασε στο Δίκωμο. «Ηταν ένα ταξίδι σε μια άλλη διάσταση. Κανείς δεν μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο ταξίδι. Η εκκλησία ήταν τζαμί, το Δημοτικό αποθήκη του στρατού, το Γυμνάσιο στρατόπεδο, το νεκροταφείο γήπεδο, το σπίτι του πατέρα του στάβλος. Ολο το χωριό ήταν μια στρατιωτική βάση». Στο σπίτι του Σάββα κατοικούσε ένας Τουρκοκύπριος γυμναστής του Γυμνασίου. «Δεν είχε βάλει ούτε μια δική του πινελιά στο σπίτι, ούτε μία πρόκα. Οπως το είχε πάρει, έτσι το είχε αφήσει. Στη βιβλιοθήκη μέσα στο σπίτι του ήταν ακόμη τα ελληνικά βιβλία, ενώ πολύ συγκινητικό ήταν ότι στον καθρέφτη υπήρχαν ακόμα φωτογραφίες της οικογένειας του Σάββα. Δεν τις είχε πειράξει. Ομως στο σπίτι, τόσα χρόνια, δεν είχε μπει ούτε μια πινελιά φροντίδας ή έστω ασβέστη». Ο κ. Μάκης θυμάται τον γυμναστή ως έναν ευγενικό άνθρωπο, αλλά κάπως απόμακρο. «Αυτός απόμακρος, κι εμείς μαγκωμένοι. Σαν να είχαμε πάει σε άλλη ζωή». Δεν μιλούσαν. Μόνο παρατηρούσαν το περιβάλλον γύρω τους προσπαθώντας να μην ακούν τις φωνές των φαντάρων.

Στην αυλή, η ίδια αίσθηση. Ο μέτοικος δεν είχε περιποιηθεί ούτε ένα από τα δένδρα, αλλά ούτε και την κληματαριά. «Δεν την είχε κλαδέψει ποτέ και αυτή είχε αγριέψει και κινδύνευε να ξεραθεί». Χωρίς να το πολυσκεφθεί, ο κ. Φουντούλης τραβάει μια βέργα από το κλήμα και την παίρνει μαζί του. Εφυγαν μουδιασμένοι.

«Εξαπλώνεται σαν ιδέα»

Γυρνώντας στην Αθήνα, ο κ. Μάκης φύτεψε τη βέργα αρχικά σε τενεκέ, στην αυλή της Κυψέλης. Επιασε αμέσως και εξελίχθηκε σε μια υπέροχη κληματαριά, που χαρίζει πλούσια σκιά και ζουμερά σταφύλια. Κληματόβεργες από την ίδια μήτρα, έχουν ταξιδέψει και ευδοκιμήσει στην Ικαρία, την πατρίδα του κ. Φουντούλη, αλλά και στο Αστρος, όπου έχει καταγωγή η γυναίκα του. Μέσα στα χρόνια έχει δώσει επίσης βέργες σε φίλους σε όλη την Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη ώς το Ρέθυμνο. «Κάθε Γενάρη που κλαδεύουμε, κάνω μια λίστα και στέλνω. Είναι και αυτό μια πράξη συμπαράστασης σε όλους εκείνους που ξεριζώθηκαν και ξεριζώνονται. Πριν από λίγα χρόνια, πήρα δέκα βέργες και τις πήγα στον καταυλισμό του Ελαιώνα. Σκέφθηκα ότι κάνει ωραία σκιά για το καλοκαίρι και θα ήταν καλό αυτοί οι άνθρωποι, οι πρόσφυγες, να έχουν ένα φυτό να φροντίζουν, κάτι να δεθούν με αυτό το χώμα, τουλάχιστον όσοι θέλουν να μείνουν εδώ. Δεν ξέρω τι έγινε, αν ποτέ φυτεύθηκαν. Αλλά αυτή η κληματαριά είναι χωροκατακτητική, σαν ιδέα εξαπλώνεται».

Προχθές, Τετάρτη, άνοιξε μετά δεκαετίες ο Φάκελος της Κύπρου. Τέσσερις από τους συνολικά 30 τόμους, 600 σελίδων ο καθένας, της Ειδικής Εξεταστικής Επιτροπής που είχε συσταθεί πριν από 33 χρόνια αναφορικά με το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα από τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση. Οπως κάθε φορά που το Κυπριακό έρχεται στην επικαιρότητα, ο κ. Φουντούλης θυμάται εκείνο το ταξίδι. Από το μυαλό του περνάει η σκέψη ότι το πρόβλημα αυτό δεν θα λυθεί όσο ο μέτοικος δεν το κάνει σπίτι του, όσο δεν αγαπάει τον τόπο.

Ο Σάββας πέθανε φέτος τον Ιανουάριο. Δεν ξαναπήγε ποτέ στο χωριό του.

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X