
Kathimerini.gr
Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο μεγάλος τραγουδοποιός, στιχουργός και ερμηνευτής, που άφησε βαθύ αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι και στην πολιτιστική ζωή της χώρας.
Αφησε την τελευταία του πνοή στις 21:10 μετά από ανακοπή καρδιάς.
Ο εμβληματικός καλλιτέχνης νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Υγεία από το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944 και σπούδασε για λίγο στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, πριν εγκαταλείψει τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στη μουσική.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε γνωστός για τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο γραφής και την ικανότητά του να συνδυάζει το λαϊκό στοιχείο με τη λόγια και τη ροκ παράδοση.
Το πρώτο του άλμπουμ, «Φορτηγό» (1966), θεωρήθηκε ορόσημο για το ελληνικό τραγούδι, ενώ το «Περιβόλι του Τρελού» (1969) καθιέρωσε τη φωνή του ως μία από τις πιο αναγνωρίσιμες της εποχής.
Στη διάρκεια της δικτατορίας, τα τραγούδια του είχαν έντονα πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, γεγονός που οδήγησε και στη φυλάκισή του.
Μετά τη Μεταπολίτευση συνέχισε να δημιουργεί, εκφράζοντας συχνά το κλίμα και τις αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από έργα όπως «Ρεζέρβα» (1979), «Τραπεζάκια έξω» (1983) και «Χάθηκα» (1987).
Στα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς και ερμηνευτές, ενώ οι συναυλίες του χαρακτηρίζονταν από θεατρικότητα, χιούμορ και κοινωνική παρατήρηση.
Είχε επίσης ασχοληθεί με τη θεατρική και τηλεοπτική παραγωγή, γράφοντας και παρουσιάζοντας εκπομπές που ανέδειξαν τη μουσική παράδοση της Ελλάδας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος θεωρήθηκε μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Το έργο του συνδύαζε τη σάτιρα, τη φιλοσοφική διάθεση και τη βαθιά αγάπη για την ελληνική γλώσσα και μουσική παράδοση, ασκώντας διαρκή επιρροή σε νεότερους δημιουργούς και στο κοινό για δεκαετίες.
Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα…
«Να το καλό του να γράφεις τις αναμνήσεις σου: θυμάσαι ποιους φέσωσες, τι τρακαδόρος, τι κλεφταράκος υπήρξες, κι αρχίζεις να τρώγεσαι τι άλλο σοβαρότερο έχεις διαπράξει και το έχεις εντελώς καταχωνιάσει. Συμμαζέψου λοιπόν και σταμάτα να κάνεις τον άνετο. Χρωστάς», είχε εκμυστηρευτεί στην «Κ» τον περασμένο Ιανουάριο ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλώντας για το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Ο αναγνώστης από νωρίς έχει υποψιαστεί ότι ο τραγουδοποιός νιώθει την ανάγκη, ανάμεσα στις γοητευτικές ιστορίες με τα γεγονότα που επηρέασαν τον ίδιο και τη μουσική του, να «κάνει ταμείο» με τους ανθρώπους που έχει ή είχε γύρω του.
Από τις σελίδες του περνάνε περισσότερο και λιγότερο γνωστά στιγμιότυπα της ζωής του, από την πρώτη του επαφή με τη μουσική, τα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα, τις μπουάτ, τη λογοκρισία μέχρι τις επιτυχίες, τη μεταπολίτευση, την οικογενειακή ζωή και την υγεία του.
Στο βιβλίο του, Σαββόπουλος παρουσιάζει ένα είδος «μυθιστορήματος ενηλικίωσης» – μια πορεία μέσα από κρίσιμες στιγμές, καθοριστικούς κόμβους και σταθμούς που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και το έργο του.
Η αφήγησή του κινείται ανάμεσα στην προσωπική εξομολόγηση και τη συλλογική μνήμη, φωτίζοντας τις περιόδους που σφράγισαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και κουλτούρα.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα
Για τη μουσική. Στη δουλειά μου οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτό που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του.
Για τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ενα βράδυ μας κάλεσαν στην «Τριάνα του Χειλά» (…) Ξαφνικά, εκεί που έπαιζα το «Ηλιε, ήλιε αρχηγέ», ακούω πίσω μου το πιάνο να ενισχύει τον ρυθμό και τα ακόρντα μου. Στρίβω το κεφάλι και τι να δω; Ηταν ο Σταύρος Ξαρχάκος! (…) Τόσα χρόνια τώρα δεν έχουμε πολλά πολλά με τον Σταύρο, δεν κάνουμε παρέα, δεν βλεπόμαστε, πάντα όμως τον ένιωθα σαν έναν μακρινό φίλο. Είναι απ’ τους μεγάλους μας ο Σταύρος.
Για τον Αλέξη Κυριτσόπουλο. Εχουμε κάνει τόσες δουλειές με τον Αλέκο, που είναι πια σαν να λέμε τα τραγούδια μαζί· σαν τους αδελφούς Κατσάμπα. Η δουλειά του Αλέκου ασκεί μια παράδοξη γοητεία πάνω μου που δεν μπορώ να την εξηγήσω.
Για τους γονείς του. Ανεβήκαμε με την Ασπα και το μωρό στο αεροπλάνο και πετάξαμε στη Θεσσαλονίκη να δούμε τους δικούς μου, που είχα να τους δω τόσο καιρό. Μας δέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Αισθανόμουν λίγο σαν άσωτος υιός που όμως επιστρέφει επιτυχημένος και άνετος. Κατάλαβα τους γονείς του, κατάλαβα τον φόβο τους.
Για τη γενιά του. Εμείς τότε ήμασταν σαν τον Τζέιμς Ντιν στο «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Οργισμένοι με τον συντηρητισμό του μπαμπά και της μαμάς και με ό,τι τους έμοιαζε (…) Γι’ αυτό και η γενιά μου –δικαιολογημένα επίσης– απέτυχε πολιτικά. Αλλοι τρέχανε στις Ινδίες, άλλοι δοξάζανε τον Μάο, άλλοι κολλήσανε στο «Εμπρός της γης οι κολασμένοι» (…) ενώ αποτύχαμε πολιτικά, το πολιτιστικό προϊόν που γέννησε η δίψα μας απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού.
Για το τραγούδι. Αν λοιπόν τραγουδώ σημαίνει τραγουδώ μια θυσία, τότε εγώ όταν τραγουδώ ποια θυσία τραγουδώ; Το ρώτησα αυτό μια φορά στον Ράμφο που είναι σοφός άνθρωπος. «Τη θυσία που δεν έκανες», απαντά! Σωστός. (…) Αν όμως τραγουδήσεις αυτή την πληγή, τότε η θυσία που δεν έκανες είναι λίγο σαν να την έκανες. Η πληγή μαλακώνει, η ζωή αλαφραίνει και συνεχίζεται.
Για την πολιτική ορθότητα. Η πολιτική ορθότητα είναι εξουσία. Μια καινούργια διαβολική μπέμπα. Μας επιβάλλει να μην αναφερόμαστε σε γένος, φύλο, χρώμα, καταγωγή. (…) Ψυχραιμία παιδιά. Κάποια στιγμή θα ισορροπήσει και θα έρθει στα συγκαλά της και αυτή η υστερία. Ως τότε μην κολλάτε εσείς οι νέοι τραγουδοποιοί κυρίως. Μην ξεχνάτε ότι «γράφω» σημαίνει «βγαίνω γυμνός».
Για τους δασκάλους του. Είναι όμως πάνω απ’ όλους ο καθηγητής κ. Βαφειάδης, ο ποιητής Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις αυτοί που στα εφηβικά μου χρόνια άγγιξαν την ψυχή μου μιλώντας της κατευθείαν.
Για τα παιδιά του. Μια άλλη φορά σε κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι με τα δυο αγόρια, τις κοπέλες τους και κάνα δυο στενούς συγγενείς, όλο χαρές και τσουγκρίσματα, μου ‘ρθε να το εξομολογηθώ δημόσια, να το βγάλω από πάνω μου ότι δεν ήμουν και τόσο καλός πατέρας, ότι με στενοχωρεί αυτό κι ότι μερικές φορές ήμουν σκληρός με τα παιδιά μου και τα απαξίωσα. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτό.
Για τον Θάνο Μικρούτσικο. Ούτε στον Θάνο Μικρούτσικο ήμουν εντάξει. Είχε πει ο Θάνος κάτι κουβέντες για μένα στα Νέα που με στενοχώρησαν, θύμωσα πάρα πολύ και του ‘κοψα την καλημέρα. (…) ώσπου αυτή η στρίφνα μου άρχισε να μ’ ενοχλεί κι εμένα και σε μια κοινωνική εκδήλωση πήγα και του μίλησα και πιάσαμε λίγη κουβέντα σαν να μην τρέχει τίποτα (…) Κι εγώ ανακουφίστηκα αλλά δεν το προχώρησα, δεν το καλλιέργησα παραπάνω.
Για τους ράπερ. Το αποτέλεσμα εκεί είναι εντελώς πρωτόγονο, είναι σαν να βγήκαν από τη σπηλιά, στέκονται μπροστά στο μικρόφωνο με τα πόδια ανοιχτά κι αρχίζουν να τα αμολάνε. Τα λόγια τους. Εγώ καταλαβαίνω ένα παιδί που προσπαθεί να φτιάξει κάτι δικό του και βρίσκει όλο εμπόδια τριγύρω. Υπήρξα κι εγώ τέτοιο παιδί. Αν καταλήξουμε στο «ο κόσμος είναι ένας κουβάς με σκατά και τίποτα άλλο», τι θα βγει; Ενα μηδενικό.
Η δημοκρατία πρέπει να βρει το σύγχρονο αφήγημά της
Στις 18 Ιουνίου του 2024 δημοσιεύθηκε μεγάλη συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στην «Κ», που είχε παραχωρήσει στη Μαρία Κατσουνάκη.
«Για μένα η Μεταπολίτευση τελείωσε πια όταν ολοκληρώθηκε η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί έπεσε η αυλαία. Τα είχαμε δει όλα, είχαμε λιγότερες ψευδαισθήσεις πια. Η εντύπωσή μου είναι ότι δεν πρόκειται μεν να ξαναγυρίσουμε ούτε στην πόλωση ούτε στο πελατειακό κράτος, αλλά ας έχουμε και τον νου μας».
– Αυτή η εγρήγορση μήπως αφορά και την Ευρώπη; Στις πρόσφατες ευρωεκλογές τα ακροδεξιά κόμματα εμφανίζονται ενισχυμένα, η αποχή των ψηφοφόρων από τις κάλπες μεγάλη.
– Φυσικά και πρέπει να έχουμε τον νου μας, ιδίως με αυτά τα αποτελέσματα. Η δημοκρατία πρέπει να βρει το σύγχρονο αφήγημά της. Να βρει τις λέξεις. Θα το κάνει η δημοκρατία. Κι όταν λέω η δημοκρατία, εννοώ όλοι εμείς. Εμείς θα το κάνουμε.
Τον διακόπτω, για να μη διολισθήσουμε στην πολιτική.
– Οταν δημιουργείτε, όταν ενδίδετε στην πρόσκληση για μια συναυλία, είναι από εσωτερική ανάγκη ή ανταποκρίνεστε σε κάποιο κάλεσμα του κόσμου;
– Είναι μόνον εσωτερική ανάγκη, αλλά είμαι ευγνώμων που ενδιαφέρεται ο κόσμος. Φανταστείτε να μην ενδιαφερόταν και να έμενα μόνο με την εσωτερική μου ανάγκη!
– Από πού αντλείτε αντοχές; Φέτος συμπληρώνετε τα 80.
– Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει.
– Και πώς το διατηρείτε «παιδί» και δεν μεγαλώνει;
– Κορόιδο είμαι να το αφήσω να μεγαλώσει; Αυτό με τρέφει. Για πολλά χρόνια μάλιστα, όχι τώρα πια, όταν πήγαινα το πρωί να πλυθώ έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη 7 χρονών. Ξαφνικά σταμάτησα να τον βλέπω και αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός στον καθρέφτη.
– «Είμαι πια ένας αστός,/ είμαι πια καθεστώς», τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης το 1973. Αισθανθήκατε έτσι ποτέ;
– Oχι, ποτέ. Ο Λουκιανός χρησιμοποιεί τη λέξη με την κλασική αριστερούλικη έννοια. Οτι αστός σημαίνει άνθρωπος που δεν δίνει τίποτα από το αίμα του και κοιτάει πώς θα σε εκμεταλλευτεί. Δεν νομίζω πως αυτό είναι η αστική τάξη. Εχει και κάποια ιστορία εξάλλου. Οι ευεργέτες, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Παύλος Μελάς, οι Δραγούμηδες, ο Χρήστος Λαμπράκης, ο Νικόλας Λαιμός, η Ειρήνη Γερουλάνου, ο Αγγελος Δεληβορριάς, ο Καρέλιας, ο Φραγκίστας. Είναι ενδιαφέροντες άνθρωποι και οι αστοί. Εμείς μικροαστοί ήμασταν που τα καταφέραμε καλύτερα από τους γονείς μας. Για τα παιδιά όμως και τα εγγόνια μας τα πράγματα είναι πάλι πολύ δύσκολα, όπως στους γονείς μας, γιατί οι ορίζοντες είναι πιο στενοί πάλι. Εχει ανοίξει πολύ η ψαλίδα. Γεωπολιτική αστάθεια, κυνισμός, όνειρα γιοκ. Ολα αυτά τα παραλαμβάνει το Διαδίκτυο και τα κάνει κιμά, φτιάχνει ένα τέρας, μια κόλαση που προκαλεί στη νεολαία φόβο, φθόνο και μίσος και αλλοφροσύνη που γεννά τη βία.
– «Η μήτρα του λαϊκισμού είναι η προσπάθεια να γίνεις συμπαθής», είπε προ μηνός ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Το συμμερίζεστε;
– Απολύτως. Διότι προσπαθούν να δείξουν ότι είναι κάτι που οι ίδιοι δεν είναι. Ο Λάκης Γαβαλάς είναι σοβαρός άνθρωπος επειδή είναι αυτός που είναι, δεν παριστάνει κάτι άλλο. Ενώ οι πολιτικοί που βγαίνουν στο TikTok μπορεί να γίνουν τραγικά αστείοι. Και τι ψηφοδέλτια ήταν αυτά για το Ευρωκοινοβούλιο; Ολο σελέμπριτις, αθλητές, τραγουδιστές, παίκτες ριάλιτι, παρουσιαστές…
– Το 1985 κυκλοφορεί του Πορτοκάλογλου το «Υπάρχει λόγος σοβαρός». Ενας στίχος λέει: «Της Μεταπολίτευσης καημένη γενιά/άχρωμα όλα και λειψά».
– Τη γενιά του Πολυτεχνείου τη χαρακτηρίζει η υπερβολική εξωστρέφεια. Η κριτική της εξουσίας, η πολιτική δράση. Δεν είναι κακό, αλλά αν το παρακάνουμε μπορεί να στεγνώσει ο εσωτερικός μας κόσμος. Η συγκομιδή της γενιάς του Πολυτεχνείου, στα γράμματα και τις τέχνες τουλάχιστον, υπήρξε μάλλον φτωχή. Αναδείχθηκαν βέβαια και ισχυρές φυσιογνωμίες, όπως η Ιωάννα Καρυστιάνη κ.ά. Αλλά τα θέματά τους δεν κάνουν σώμα γενιάς όπως έγινε στη δεκαετία του ’30 ή του ’60 και ούτε πήγαν στον πολύ κόσμο. Επόμενο είναι, ένας ευαίσθητος νεαρός εκείνα τα χρόνια, σαν τον Νίκο ας πούμε, να ένιωθε μόνος κι ανερμήνευτος και όλα να του φαίνονταν λειψά. Τα κατάφερε καλά όμως ο Νίκος εν τέλει. Αγνόησε τον περιβάλλοντα θόρυβο και ακολούθησε τον δρόμο της καρδιάς του.
– Εσείς, αν συρράπτατε στίχους τραγουδιών σας, θα συνθέτατε μια διαδρομή ζωής;
– Μπορεί. Η τέχνη είναι, πραγματικά, μια παράλληλη ζωή.
– Εάν γυρίζατε τη ζωή σας σε μια μικρού μήκους ταινία τι θα συμπεριλαμβάνατε και με ποιον τρόπο;
– Τον εαυτό μου να αφηγείται. Οι λέξεις έχουν τον ήχο τους. Τονισμούς, πιο σιγά, πιο χαμηλά. Οταν γράφω τραγούδια προπορεύεται λίγο η μουσική για να πάρω φόρα. Θέλω 15 μέρες, το έχω μετρήσει. Χωρίς ωράριο. Κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου και εκεί μέσα συναντάς όλους τους άλλους. Συχνά επικαλείσαι πρόσωπα φίλων ή δασκάλων για να σου πουν πώς το βλέπουν. Λέω, για παράδειγμα, «ο Μάρκος Βαμβακάρης τι θα έκανε εδώ τώρα;». Αυτή η σκέψη βοηθάει. Ο Χατζιδάκις τι θα έκανε εδώ τώρα;
– Ποια πρόσωπα «έρχονται» πιο συχνά;
– Τρία πρόσωπα: ο καθηγητής κύριος Δημήτριος Βαφειάδης από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις. Αυτούς συχνά καλώ. Από φίλους, τον Τάσο Φαληρέα. Αυτός άκουγε πρώτος ό,τι έγραφα.
– «Η δική μας Μεταπολίτευση», ο τίτλος της φεστιβαλικής γιορτής στο Ηρώδειο. Η δική σας, με μια λέξη;
– Δημοκρατία! Μία λέξη.
– Είναι τελικά η Μεταπολίτευση «μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε»;
– Τηρήθηκε. Είχαμε ομαλή διαδοχή κυβερνήσεων. Αυτό ήταν το αίτημα της Μεταπολίτευσης: δημοκρατία και ομαλός πολιτικός βίος. Πενήντα χρόνια το καταφέραμε αυτό για πρώτη φορά στην Ιστορία. Σ’ αυτό τουλάχιστον πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στους εαυτούς μας.
Οι σταθμοί μιας διαδρομής 55 ετών
Από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας στο σκάνδαλο του «Κουρέματος» και την προσπάθειά του να συντάξει «προφορικά» την αυτοβιογραφία του.
1967
Μπουμπουλίνας, φυλακή, δικτατορία
«Οταν φυσάει νοτιάς και έχει υγρασία πονάνε τα πέλματά μου. Αυτό μου έμεινε από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Εγώ το πονάω εκείνο το παιδί στην Μπουμπουλίνας, αλλά μέσα σε εκείνο τον ζόφο μπορούσε και έγραφε τραγούδια στο μυαλό του. Τη Θεία Μάνου, τη Θαλασσογραφία, τη Δημοσθένους λέξη κ.ά. Βγήκαν όλα μετά, στο Περιβόλι του τρελού. Φίλος δημοσιογράφος μού λέει, ολόκληρο long play φτιάξατε η Ασφάλεια κι εσύ!».
1976
Βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το «Happy day» του Βούλγαρη. Αρνείται να το παραλάβει.
«Ημουν επάνω κατά σύμπτωση, γιατί παίζαμε με τη Μαρία Φαραντούρη στο Παλαί ντε Σπορ. Ερχεται στο διάλειμμα ένας από το Κρατικό Θέατρο και μου λέει να πάω μετά γιατί θα με βραβεύσουν για τη μουσική. Πήγα, τους ευχαρίστησα, αλλά δεν δέχθηκα ούτε το βραβείο ούτε τα λεφτά. Είπα ότι το Φεστιβάλ είναι ένας πολυέλαιος που κρέμεται στον αέρα χωρίς τοίχους, χωρίς δάπεδο, κρέμεται στο πουθενά. Δεν συμπαθούσα πολύ τις ταινίες του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου εκείνης της εποχής. Οι πιο πολλές ήταν νεφελώδεις, ερωτευμένες με τον εαυτό τους και μοναδικός τους παραγωγός ήταν το κράτος. Είχαμε για πρώτη φορά μια τέχνη κρατική και επιχορηγούμενη, όπως στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Ηταν αβάσταχτες ούτε βλέπονταν ούτε εισιτήρια κόβανε. Ξέσπασε θόρυβος με αυτά που είπα και φυσικά δεν άλλαξε τίποτε, μόνο εγώ έπρεπε κάθε τρεις και λίγο να δίνω εξηγήσεις για χρόνια, με ζαλίζανε. Εν τέλει σε αυτές τις περιπτώσεις καλύτερα να λες ένα ευχαριστώ, να μη λες τίποτα άλλο και να ξεμπερδεύεις».
1983
Σεπτέμβριος. Γιορτάζει την 20ή επέτειο της καριέρας του με συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο που παρακολουθούν 80.000 θεατές.
«Μα ήταν μια λαμπρή εποχή. Πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και πρωθυπουργός ο Αντρέας. Αισθανόμασταν μια ασφάλεια, είχαμε αισιοδοξία, ήταν σαν να δόθηκε ένα σύνθημα να βγουν από τις υπόγειες στοές τους οι πολίτες β΄ κατηγορίας, έξω επιτέλους. Να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι. Ετσι έγραψα τα “Τραπεζάκια έξω”, είναι ο πιο χαρούμενος δίσκος μου. Ετσι κάναμε το Ολυμπιακό Στάδιο. Ηταν ολοκαίνουργιο, αλλά τεράστιο. Είπαμε ότι θα παίξουμε στο ένα πέταλο αλλά πολλές μέρες πριν δεν έβρισκες εισιτήριο. Μπήκαν 80.000 άνθρωποι στις κερκίδες και δεν ξέρω πόσοι μείναν απέξω και φωνάζανε, έγιναν συλλήψεις. Ηταν άγνωστοι, αλλά πήγα στη δίκη για να πω ότι ήταν καλά παιδιά».
1986
Παρουσιάζει στη δημόσια τηλεόραση την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
«Ναι, δεκαεννιά επεισόδια. Σε αυτή την εκπομπή ανακάλυψα ότι έχω ταλέντο παρουσιαστή και από τότε στις συναυλίες μου καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Το “Ζήτω” το έστησε σκηνοθετικά ο Γιώργος Πανουσόπουλος και μετά συνέχισε ο Κώστας Μαζάνης. Είχα μεγάλη βοήθεια στα κείμενα και τις ιδέες από τον Σταμάτη Φασουλή. Ο Σταμάτης είναι σημαντικός άνθρωπος. Κρατάει το νήμα που μας συνδέει με κάποιους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου, με το σινεμά του Σακελλάριου, του Τζαβέλα, του Κακογιάννη και με την αθηναϊκή επιθεώρηση. Εχει ποιητικό πυρήνα ο Σταμάτης. Στάθηκε φράγμα απέναντι στις δηθενιές και τις εξτραβακάντζες».
1989
Κυκλοφορεί «Το κούρεμα» με τους Κωλοέλληνες. Θύελλα αντιδράσεων: «Κράτος ασυστόλων/ και πεσμένων κώλων/ κωλοέλληνες. Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη/ που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό/ στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη/ απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό».
«Πιο συμμαζεμένοι είμαστε τώρα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 σνομπάραμε την Ευρώπη και όσοι δεν συμφωνούσαν μαζί μας ήταν “ευρωλιγούρηδες”. Εν τω μεταξύ έρχονταν τα λεφτά από την Ευρώπη για να βοηθηθεί ο πρωτογενής τομέας. Αλλά τρέχανε και αγοράζανε ακίνητα στη Λάρισα και τα τρώγανε στα μπουζούκια με τις κοπέλες από την καταρρέουσα Σοβιετική Ενωση. Κι αυτά δεν συνέβαιναν μόνο στον πρωτογενή τομέα, αλλά και σε άλλους τομείς με πιο εκλεπτυσμένα γούστα. Πρωτοκλασάτοι υπουργοί λέγανε για την παράταξή τους ότι εκπροσωπεί το φως (!) και ότι η αντίπαλη παράταξη είναι το σκότος. Υπήρχε φανατισμός, μίσος, ξαναπέσαμε στην πόλωση. Εν τω μεταξύ ερχόμασταν διεθνώς πρώτοι στην κατανάλωση αγαθών πολυτελείας. Ο Κωλοέλληνας κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Είναι κατάλοιπο βαριάς κληρονομιάς και τον έχουμε υπό σχετικό έλεγχο. Μερικές φορές όμως εμφανίζεται συλλογικά με άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά. Εχω γράψει τραγούδια όλο “ζήτω η Ελλάδα και ας κρατήσουν οι χοροί και εθνική Ελλάδος γεια σου”… έγραψα λοιπόν και ένα τραγούδι για την κωλοελληνική πλευρά μας».
1994
Κυκλοφορεί το άλμπουμ «Μην πετάξεις τίποτα».
«Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;/εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος».
«Η γενιά μου χάρισε στην Αριστερά τα καλύτερά της χρόνια. Στη δεκαετία του ’60 οι μισοί Ελληνες ήταν πολίτες β΄ κατηγορίας. Συμπλεύσαμε με την Αριστερά για να επιταχύνουμε τον εκδημοκρατισμό της χώρας και σταθήκαμε πλάι της στη δικτατορία. Μετά ήρθαν τα πάνω κάτω, η Αριστερά ήταν παντού, στα πανεπιστήμια, στα διαφημιστικά γραφεία, στα ΜΜΕ, στις μπουάτ, στο θέατρο, στα πολιτιστικά εν γένει. Πριν από τη δικτατορία αν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε δίπλωμα αυτοκινήτου. Μετά τη δικτατορία αν δεν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Ε, λάβαμε τις αποστάσεις μας, ειλικρινείς ήμασταν και στη συστράτευση μαζί της και στην αποστασιοποίησή μας».
2013
Ιούλιος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Επίδαυρο με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
«Η μουσική μου για τον “Πλούτο” είναι γράφε σβήνε. Την πρωτόγραψα το ’85 για την παράσταση του Εθνικού με σκηνοθέτη τον Λούκα Ρονκόνι. Την έδωσα αναθεωρημένη όταν ανέβηκε για δεύτερη φορά πάλι από το Εθνικό. Στο τέλος άρχισα να μεταφράζω όλο το έργο. Ανέλαβα και να το σκηνοθετήσω με τη βοήθεια της Σύλβιας Λιούλιου. Το παρουσιάσαμε στην Επίδαυρο με την Αμαλία Μουτούση, τον Χρήστο Λούλη, τον Νίκο Κουρή και τον Μάκη Παπαδημητρίου. Υπέροχα κοστούμια και σκηνικό μάς έκανε ο Αγγελος Μέντης. Εβγαινα κι εγώ στην παράσταση και έκαμα την Παράβαση γερμένος πάνω σε ένα δεκανίκι, όπως ο άγγελος εξάγγελος που ξαφνικά αποφασίζει να πει την αλήθεια. Μετά την Επίδαυρο γυρίσαμε όλη την Ελλάδα με το πούλμαν. Θαύμασα από κοντά την Αμαλία, τη λάτρεψα, τον Χρήστο, τον Νίκο, τον Μάκη, τον Ευριπίδη, όλο τον χορό. Σαράντα παραστάσεις δώσαμε, πέρασα ένα υπέροχο καλοκαίρι μαζί τους και ανακάλυψα ότι έχω μια καλή και ενδιαφέρουσα συγγένεια με τους ηθοποιούς του θεάτρου».
2024
Ιούλιος, 8 και 9. Ηρώδειο. Το Φεστιβάλ Αθηνών του ζητάει να είναι ο οικοδεσπότης στη «∆ική μας Μεταπολίτευση».
Καλεί σημαντικούς καλλιτέχνες, τους: Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Χρήστο Θηβαίο, Μανώλη Μητσιά, Πάνο Μουζουράκη, Γιώργο Νταλάρα, Μελίνα Τανάγρη και Μαρία Φαραντούρη να τραγουδήσουν μαζί δικές του επιτυχίες, της εποχής, αλλά και των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Λοΐζου, Μαρκόπουλου, Κουγιουμτζή, Μικρούτσικου, Κηλαηδόνη, Λάγιου.
«Εχω μια καλή ορχήστρα που φροντίζει ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, τη χορωδία της ΕΡΤ που είναι η καλύτερη της πόλης και τη φροντίζει ο Μιχάλης Παπαπέτρου. Θα καλέσουμε τη Φιλαρμονική του Πολεμικού Ναυτικού, πρόσκληση που είναι σαν μια αναφορά στο κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού που μας έβγαλε ασπροπρόσωπους τότε, ο ναύαρχος ο Παπάς. Θέλω να ταξιδέψει ο κόσμος. Μια ωραία συναυλία, είναι σαν ένα λουτρό μέσα μας. Φεύγουν οι κακίες, οι μικρότητες και βγαίνεις σαν καινούργιος. Μια μεθυστική στιγμή, αυτή είναι η χαρά μιας συναυλίας, μετά ξαναγυρνάς στα συνήθη. Εχεις παρατηρήσει ότι ύστερα από μια ωραία ταινία ανάβουν τα φώτα και βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο με πιο αργά βήματα; Θέλουμε λίγο χρόνο για να πετύχουμε τη μετάβαση στην καθημερινότητα. Η ταινία ήταν μια καλή ένεση, ένα δυνάμωμα της πίστης μας».
2024-2025
Ετοιμάζεται να εκδώσει την αυτοβιογραφία του.
«Είναι σχεδόν έτοιμη. Το κάνω προφορικά. Στην προφορική παράδοση ανήκω. Οι τραγουδοποιοί υπηρετούμε μια τέχνη που υπάρχει πριν από τη γραφή και παρ’ όλη την εξέλιξη της τεχνολογίας κύρια έκφρασή της παραμένει το λάιβ. Τη μεταγραφή σε γραπτό λόγο και τις διορθώσεις αυτής της προσωπικής αφήγησης έχει αναλάβει η στενή μου συνεργάτις, εδώ και 11 χρόνια, και παραγωγός, Ελένη Καλέση. “Είναι σαν τραγούδι”, μου λέει η ίδια».
«Και πώς ξεκινάει;», ρωτώ. Ισως με τον στίχο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη…»;
«Οχι», με διορθώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Ξεκινάει από την πρώτη φορά που χάθηκα πολύ μικρό παιδάκι στον δρόμο. Πρέπει να ήμουν κάτω από τριών χρόνων. Δεν μιλούσα καν. Κι όμως, είναι μια πολύ δυνατή φλασιά! Βγήκα με τους γονείς μου στη γειτονιά και κάπου τους ξέφυγα… Ο κόσμος με ρωτούσε “πώς σε λένε;”, “πού μένεις;”, “αγόρι είσαι ή κορίτσι;”. Καταλάβαινα αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω. Φορούσα μια ποδίτσα, όπως μου είπε μετά η μητέρα μου. Ηταν σαν να είχα εγκλωβιστεί σε εφιάλτη. Ξεκινάω με αυτό γιατί θέλω να καταλήξω στο τι ευγνωμοσύνη νιώθω με τις λέξεις. Με το ότι μιλάμε οι άνθρωποι».