ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κράτος Πρόνοιας. Που πάμε;

Του Μαρίνου Μουσιούττα

Η εμφάνιση του κράτους πρόνοιας καθορίζει ιστορικά την αφοσίωση της πολιτικής εξουσίας στην υπηρεσία των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, οι οποίοι - ως ενσυνείδητοι παράγοντες εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας - διεκδικούν την ενεργό συμμετοχή τους στις συλλογικές διαδικασίες. Το Κράτος Πρόνοιας δεν αποτελεί ένα θέσει σύστημα διακυβέρνησης αλλά ένα δυνάμει θεσμό, καθώς η πληρότητα του νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας αποκτά περιεχόμενο μόνο από την έμπρακτη και συνεχή κοινωνική ευαισθησία της κρατικής πολιτικής. Ο βαθμός ανταπόκρισής του στις κοινωνικές προσδοκίες προσδιορίζει το μέγεθος της κρίσης που διέρχεται σε κάθε ιστορική περίοδο. Το κράτος Πρόνοιας δεν μπορεί να έχει ιστορικό τέλος, καθώς η νομοτελειακή υποχρέωσή του είναι να ανταποκρίνεται συνεχώς στις νέες κοινωνικές δομές. Μπορεί όμως να προσδιοριστεί η ιστορική αρχή του.

Με κριτήριο τις σχέσεις μεταξύ κράτους, αγοράς και οικογένειας διακρίνονται τρεις τύποι καθεστώτος πρόνοιας. Το φιλελεύθερο μοντέλο καθορίζεται από συστήματα κοινωνικής ασφάλισης περιορισμένης κλίμακας και ευνοεί την εμπορευματοποίηση της εργασίας και την ιδιωτικοποίηση μέρους του κράτους πρόνοιας (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία). Το συντηρητικό μοντέλο συνδέεται με τις σύγχρονες μορφές του κορπορατισμού και κύριο μέλημά του είναι η απονομή προνομίων μέσω ρυθμίσεων που βασίζονται σε κοινωνικά κριτήρια. Χαρακτηρίζεται από παθητική μορφή παροχών με αποτέλεσμα την κρατική εξάρτηση και την έλλειψη κινήτρων και διέπεται από γραφειοκρατική ακαμψία και απροθυμία μεταρρυθμίσεων στην αγορά (Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία). Το κοινωνικο-δημοκρατικό μοντέλο επιδιώκει καθολική κάλυψη, απο-εμπορευματοποίηση και δυνατότητα εξατομίκευσης των παροχών στα επιθυμητά από τους πολίτες επίπεδα, δημιουργώντας όμως ταυτόχρονα προβλήματα κόστους παροχών και εξασφάλισης νέων θέσεων εργασίας (Σκανδιναβικές χώρες). Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου δεν μπορούν να ενταχθούν σε αυτή την τυπολογία, καθώς παρουσιάζουν κοινά θεσμικά χαρακτηριστικά, όπως ο χαμηλός βαθμός διείσδυσης του κράτους στους θεσμούς κοινωνικής προστασίας και η - λόγω ανομοιογένειας του θεσμικού πλαισίου - ανομοιόμορφη κατανομή βαρών στις διάφορες κοινωνικές ομάδες ως γνώρισμα της χρηματοδότησης των προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής.

Ενώ το κοινωνικό κράτος πετυχαίνει να βελτιώνει την καθημερινή ζωή των πολιτών με την αναδιανομή των κοινωνικών αγαθών, ταυτόχρονα ευνοεί την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Οι κρατικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν την κρατική παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε χρήματα (π.χ. συντάξεις, επιδόματα) και σε είδος που είναι διαθέσιμες δωρεάν ή σε μια συμβολική τιμή (π.χ. παροχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας, δωρεάν παιδεία, κοινωνικές υποδομές) και την κρατική ρύθμιση ιδιωτικών δραστηριοτήτων που αφορούν άμεσα συνθήκες ζωής και δημόσια αγαθά (π.χ. κοινωνική νομοθεσία περί υποχρεωτικής βασικής εκπαίδευσης, εργατική νομοθεσία). Με την διεύρυνση του κοινωνικού κράτους σε όλους τους τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Πρόνοιας, της Υγείας, της Εκπαίδευσης, της Στέγασης και των Κοινωνικών Δημόσιων Υποδομών οι κοινωνικές δαπάνες αποτελούν το 50% του συνόλου των κρατικών δαπανών. Αιτίες αύξησής τους είναι η αύξηση του κόστους των κοινωνικών υπηρεσιών λόγω της αυξητικής πορείας του πληθωρισμού και του δεδομένου ότι η ποιότητα και το εύρος τους εξαρτάται από τον αριθμό και την ποιότητα του ειδικού ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε αυτές. Άλλοι λόγοι αύξησης είναι οι πληθυσμιακές μεταβολές (π.χ. αύξηση του μέσου όρου ζωής), η επέκταση της κάλυψης των κοινωνικών υπηρεσιών σε περισσότερες ομάδες με παράλληλες βελτιώσεις στο επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών και οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες που προκαλεί για παράδειγμα η αύξηση της ανεργίας.

Σε ένα περιβάλλον με συνεχείς πιέσεις για περισυλλογή των δημοσίων οικονομικών η απώλεια χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας ενδέχεται να επιφέρει σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις. Το κοινωνικό κράτος ως υποκείμενο της κοινωνικής κρίσης παρουσιάζεται αδύναμο στην παραγωγή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών με αποτέλεσμα τη μείωση των δεικτών κοινωνικής προστασίας και την ένταση φαινομένων κοινωνικού ρατσισμού. Σε περιόδους κρίσης, όπου η μείωση των μισθών, η αύξηση της ανεργίας, η εισφοροδιαφυγή επιβαρύνουν δραματικά την οικονομική κατάσταση του κοινωνικού κράτους, καθίσταται αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του και η αναζήτηση δίκαιων φορολογικών συστημάτων με δυνατότητα χρηματοδότησης του κόστους της κοινωνικής πρόνοιας, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στους τομείς πρόνοιας και η διασύνδεση της κοινωνικής πρόνοιας με την αγορά εργασίας. Απαιτείται η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής για παροχή κινήτρων ένταξης των πολιτών στην παραγωγική διαδικασία στη βάση μιας κοινωνίας που θα έδινε έμφαση στην έρευνα, την καινοτομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι στόχοι αυτοί συνεκτιμήθηκαν στην εξειδίκευση των στόχων του Μνημονίου. Επομένως, ενώ το κράτος πρόνοιας επιδέχεται την κριτική της αναποτελεσματικότητας, της γραφειοκρατίας, της πελατειακής συνεργασίας και της αδυναμίας εξασφάλισης μακροχρόνιων και βιώσιμων παροχών, η οικονομική κρίση τείνει να επιδεινώσει τα κοινωνικά προβλήματα και εξωθεί τις χώρες της νότιας Ευρώπης - στη βάση κοινωνικών και οικονομικών δεικτών στο χαμηλότερο άκρο του «ευρωπαϊκού κοινωνικού γίγνεσθαι».

Η καθημερινότητα, στη βάση στατιστικών στοιχείων, δεν επιβεβαιώνει την αισιοδοξία  σχετικά με την προοπτική της οικονομίας το 2015, καθώς η Κύπρος  κατέλαβε το 2014 την 40η θέση του Παγκόσμιου Δείκτη Ευημερίας, σημειώνοντας πτώση 10 θέσεων από την 30η θέση το 2012. Η πτώση αφορά όλους τους υποδείκτες του Prosperity Index (Οικονομία, Επιχειρηματικότητα, Διακυβέρνηση, Παιδεία, Υγεία, Ασφάλεια, Προσωπική Ελευθερία, Κοινωνικό Κεφάλαιο). Πίσω από τους αριθμούς κρύβεται η δραματική υποχώρηση της ποιότητας ζωής του Κύπριου πολίτη, κρύβονται τα κοινοτικά παντοπωλεία και ιατρεία. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας απόδοσης σε οικονομικούς και ζωτικούς κοινωνικούς τομείς, μόλις το 7,2% του ανθρώπινου δυναμικού αξιολογεί ως κατάλληλη τη χρονική περίοδο για αναζήτηση εργασίας, ενώ το 79,9% πιστεύει ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη. Και όλα αυτά όταν το ευρύτερο σκηνικό περιλαμβάνει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας που αφαιρεί μελλοντικά χρόνια παραγωγικής ζωής ιδιαίτερα από τους νέους, το κλίμα της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας και απογοήτευσης των νέων από το εκπαιδευτικό σύστημα και τις υποδομές, τους συνταξιούχους που φτάνουν στα όρια εξαθλίωσης, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που υπολογίζονται στο 53% των χορηγήσεων, τις πιέσεις στην αγορά εργασίας, τις πολιτικές εξελίξεις και την αστάθεια που παρατηρείται στην Ελλάδα και επηρεάζει όλη την ευρωζώνη, την αναγκαιότητα διαχείρισης του σημαντικού οικονομικού θέματος της ενέργειας όχι σε συνάρτηση με το εθνικό θέμα, τη σημασία ανάπτυξης τομέων δραστηριότητας, όπως η παιδεία, η υγεία, η έρευνα και η καινοτομία. Μήπως τελικά η αβεβαιότητα δεν είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση; Μήπως τελικά το αίτημα του 78% των Ευρωπαίων για δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης με αντίστοιχο εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας και ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού μένει αναπάντητο στην Κύπρο; Μήπως η διαπίστωση του 77% των Ελλήνων, Κυπρίων και Πορτογάλων που πιστεύει ότι έρχονται χειρότερες ημέρες, δεν είναι ευρέως γνωστή;

Χρηματοδότες και δικαιούχοι των υπηρεσιών πρόνοιας είναι οι πολίτες. Δεν θα έπρεπε επιτέλους να ληφθούν σοβαρά υπόψη - σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο - οι απόψεις τους για τη δικαιοσύνη, τη νομιμότητα και τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων, καθώς αυτές αποτελούν συστατικά θεμελιώδους πολιτικής σημασίας;

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση