
Kathimerini.gr
Η Σ. Μ. δεν κατάφερε να κοιμηθεί το βράδυ πριν από την έναρξη της δίκης. Ηθελε να βρίσκεται από πολύ νωρίς εκεί για να μπορέσει να εγκλιματιστεί.
Δυσκολεύθηκε να διαλέξει τι να φορέσει. Συνήθως ντύνεται με πιο κάζουαλ ρούχα. Εκείνη την ημέρα όμως ήθελε να βάλει κάτι με το οποίο να αισθάνεται άνετα και παράλληλα να αρμόζει στη σοβαρότητα της περίστασης. Ετοιμάστηκε, άφησε τα παιδιά στο σχολείο και έπειτα κατευθύνθηκε με τον σύζυγό της στα δικαστήρια. «Θυμάμαι ότι είχα αγωνία. Ετρεμα. Εγώ παθαίνω κρίσεις πανικού. Νόμιζα ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω, ότι δεν μπορώ να καταπιώ. Με πονούσαν το στομάχι μου, η κοιλιά μου. Αλλά αυτό δεν ήταν μόνο εκείνη την ημέρα. Ηταν ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα».
Από εκείνο το άχαρο πρωινό πέρασαν 3,5 χρόνια. Η δίκη ξεκίνησε στις 18 Μαρτίου 2022, με μία από τις βασικές πρωταγωνίστριες τη Σ. Μ., η οποία είχε καταγγείλει τον Πέτρο Φιλιππίδη για απόπειρα βιασμού στα καμαρίνια του θεάτρου «Μουσούρη». Ολοκληρώθηκε σε δεύτερο βαθμό πριν από λίγες ημέρες, με το δικαστήριο να κρίνει τον ηθοποιό ομόφωνα ένοχο, χωρίς ελαφρυντικά, για δύο απόπειρες βιασμού. Σε αυτό το διάστημα η νεαρή γυναίκα πέρασε τις πόρτες του δικαστηρίου τουλάχιστον 100 ημέρες. Είχε επιλέξει να είναι παρούσα σε όλες τις δικασίμους. Σήμερα μιλάει αποκλειστικά στην «Κ» περιγράφοντας την πολύκροτη δικαστική διαμάχη, όπως την έζησε η ίδια.
Επίπονη επανάληψη
Θυμάται μέχρι σήμερα την πρώτη φορά που αντίκριζε τα ξύλινα έδρανα, στα οποία θα κάθονταν δικαστές και ένορκοι. Πίσω της καθόταν ο κατηγορούμενος. Η Σ. Μ. δεν αναφέρει ποτέ το όνομά του στη συζήτησή μας. Ολο αυτό το διάστημα ο κατηγορούμενος παρέμενε για την ίδια μια αδιευκρίνιστη φιγούρα με κοστούμι και γκρίζα μαλλιά.
Το πιο δύσκολο κομμάτι της μακράς και επίπονης διαδικασίας ήταν ότι θα έπρεπε να διηγηθεί ενώπιον όλων αυτών κάτι που η ίδια έκρυβε για 11 χρόνια. Την πρώτη φορά που το έκανε, εντός του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η κατάθεσή της με την περιγραφή του περιστατικού διήρκεσε πέντε ημέρες. Στο Εφετείο, τρεις. «Αναγκάστηκα να περιγράψω τόσο πολλές φορές το περιστατικό μου, που κατέληξα να το περιγράφω πια μηχανικά». Την πρώτη φορά η εξέταση από τους συνηγόρους υπεράσπισης έμοιαζε, όπως είπε, με ανάκριση. Ιδιες ερωτήσεις που υποβάλλονταν ξανά και ξανά, μέχρι η ίδια να εξαντληθεί.
Απαντώντας, καλείτο να επαναλάβει λεπτομέρειες, με τις οποίες ένιωθε άβολα. «Επρεπε να πω τι μου έλεγε στο τηλέφωνο. Οχι μία και δύο φορές. Ενιωθα πολύ άσχημα κάθε φορά που έπρεπε να πω αυτά τα λόγια. Στο Εφετείο, σε κάποιες στιγμές, η πρόεδρος παρενέβαινε ζητώντας μου να μην απαντήσω πάλι, εφόσον είχα απαντήσει νωρίτερα πολλές φορές».
Μπούμερανγκ
Οπως είπε χαρακτηριστικά, ό,τι και να έλεγε, χρησιμοποιείτο εναντίον της από την πλευρά του ηθοποιού. «Αν απαντούσες σε μια διευκρινιστική ερώτηση, σου έλεγαν ότι προσθέτεις πράγματα. Αν δεν θυμόσουν, σου έλεγαν ότι δεν θυμάσαι. Ο,τι δεν θυμάσαι, το χρεώνεσαι».
Η καταγγέλλουσα ανακάλεσε χαρακτηριστικά μια ημέρα κατά την οποία οι δικηγόροι του Πέτρου Φιλιππίδη έδειξαν μια φωτογραφία της στην έδρα λέγοντας πως έχει κάνει γυμνή φωτογράφιση. «Οταν είδα τη φωτογραφία άρχισα να γελάω. Ηταν μια φωτογραφία που ήμουν έγκυος, μία – δύο εβδομάδες πριν γεννήσω. Είχα μια κοιλιά τεράστια και είχα φωτογραφίσει την κοιλιά μου. Φοράω ένα μπουστάκι, δαντελένιο. Από κάτω φοράω μια φούστα. Την έβγαλαν χωρίς να πουν πού τη βρήκαν κι ενώ δεν την είχα δώσει ποτέ δημόσια, για να δείξουν ότι είχα κάνει γυμνή φωτογράφιση και είμαι ελαφρών ηθών».
Η Σ. Μ. κατηγορήθηκε, όπως είπε, ότι ντύνεται σαν καλόγρια, ότι είναι ατάλαντη ως ηθοποιός, ενώ ακούστηκε στην αίθουσα για την ίδια και την έτερη καταγγέλλουσα πως «ωραίες είναι, αλλά δεν είναι και για να τις βιάσεις». Υπήρξαν στιγμές που δέχθηκε μέχρι και ύβρεις εντός της δικαστικής αίθουσας από άτομα που παρίσταντο ως μάρτυρες υπεράσπισης. Οι επιθέσεις αυτές συνεχίζονταν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα και εκτός αίθουσας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ανθρώπους που ούτε γνωρίζει ούτε παρευρέθησαν στη δίκη.
Σκληραγώγηση
Οπως παραδέχθηκε, το πιο ενοχλητικό στοιχείο δεν ήταν οι ίδιες οι ερωτήσεις, αλλά ο τρόπος με τον οποίο υποβάλλονταν, που ήταν συχνά ειρωνικός και υποτιμητικός. Η Σ. Μ. ήταν η μάρτυρας που ερωτήθηκε από τον εισαγγελέα στο Εφετείο για το εσώρουχο που φορούσε.
Είπε πως ακόμη και αυτή η ερώτηση αν γινόταν με ήρεμο τρόπο και σεβασμό προς το πρόσωπό της, δεν θα την ενοχλούσε. «Του είπα “δεν θυμάμαι το χρώμα”. Αρπάχτηκε. Νόμιζε ότι πάω να ξεφύγω». Ο εισαγγελέας επέμεινε, ρωτώντας «τάνγκα φόραγες, τάνγκα;». «Με ενόχλησε η κακή του αντιμετώπιση, όχι η ερώτηση». Ο ίδιος, όπως περιέγραψε, πάλι σε δική της διευκρινιστική ερώτηση, της είπε φωνάζοντας και χτυπώντας το χέρι του στην έδρα: «Οταν σε ρωτάω, θα μου απαντάς αμέσως και θα με κοιτάς στα μάτια». «Αν δεν είχα περάσει την εμπειρία του πρωτόδικου δικαστηρίου με την εξέταση των συνηγόρων, θα είχα λιποθυμήσει. Με τον κατηγορούμενο ο ίδιος εισαγγελέας ήταν τελείως διαφορετικός».
Την ψυχραιμία της διατήρησε ακόμη και όταν ο εισαγγελέας της ζήτησε να καθίσει δίπλα στον Πέτρο Φιλιππίδη για να γίνει αναπαράσταση της απόπειρας βιασμού. «Δεν θα καθόμουν δίπλα του. Εννοείται. Εξήγησα στον εισαγγελέα ότι αυτή είναι μια σκληρή καρέκλα και πως αν ήθελε θα μπορούσα να του δείξω σχηματικά με τα χέρια μου τι έγινε», σημείωσε, προσθέτοντας πως δεν θα είχε καμία αντίρρηση να γίνει αναπαράσταση εφόσον είχαν φέρει έναν καναπέ που προσομοίαζε με αυτόν του θεατρικού καμαρινιού και δύο άτομα που θα ήταν κοντά στα χαρακτηριστικά τα δικά της και του κατηγορουμένου.
Τη ρώτησα πώς πιστεύει ότι επηρέασε τη διαδικασία το γεγονός της χρονικής απόστασης του περιστατικού από την εκδίκασή του. «Τα χρόνια που έχουν περάσει μέχρι να καταγγελθεί το περιστατικό δεν λειτουργούν απόλυτα εις βάρος του θύματος. Στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον λειτούργησαν και υπέρ. Δεν είχα ιατροδικαστική εξέταση, αλλά είχα όμως άνθρωπο που είδε τις μελανιές μου. Αξιολογήθηκε από το δικαστήριο αν αυτός ο άνθρωπος λέει την αλήθεια ή όχι. Είχα άλλον έναν μάρτυρα που με είδε αμέσως μετά το περιστατικό. Αξιολογήθηκε και αυτός».
Ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου δεν ένιωσε κάποια δικαίωση, αλλά ικανοποίηση για την πορεία που είχε διανύσει. Ποτέ εξάλλου δεν ξεκίνησε την καταγγελία για εκδίκηση, όπως λέει στην «Κ», αλλά για να ενδυναμώσει άλλους ανθρώπους που έχουν βιώσει το ίδιο και για να πληροφορήσει ότι στον θεατρικό χώρο υπήρχε ένας κακοποιητής.
Αξιολογώντας συνολικά τη δικαστική διαδικασία ανέφερε ότι εμπιστεύεται την ελληνική Δικαιοσύνη, εντοπίζοντας ωστόσο ρωγμές και κενά στο σύστημα, το οποίο είπε ότι χρειάζεται «να ακολουθήσει την εποχή στην οποία ζούμε».
Ενα από αυτά που της στοίχισαν περισσότερο ήταν πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τα παιδιά της έβλεπαν μια αλλαγμένη μητέρα. Οπως περιέγραψε, το πρωί καλείτο να είναι σε μια δικαστική αίθουσα περιγράφοντας πώς αποπειράθηκε κάποιος να τη βιάσει και το απόγευμα να γελάει και να παίζει μαζί τους.