ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

ΗΠΑ: Τέσσερις αναλυτές κάνουν τον απολογισμό των 100 πρώτων ημερών

Οι πρώτες ημέρες της θητείας Τραμπ στιγματίστηκαν από αναρίθμητα εκτελεστικά διατάγματα, τη θυελλώδη επιβολή δασμών και τις άτσαλες παρεμβάσεις στα πολεμικά μέτωπα

Kathimerini.gr

Οσοι περίμεναν βουή και αντάρα, δεν απογοητεύθηκαν: στις πρώτες 100 ημέρες του, ο «Τραμπ ο 47ος» είναι πολύ πιο ανατρεπτικός από την αρχική έκδοση. Σίγουρος για τις δυνάμεις του, απόλυτος κυρίαρχος στο κόμμα του και στην κυβέρνησή του, με το Κογκρέσο απρόθυμο να υπερασπιστεί τις εξουσίες του και τους ολιγάρχες της τεχνολογίας στο πλευρό του, ο Αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί παράλληλα μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση ισχύος στο πρόσωπό του και τη ριζική αναμόρφωση της διεθνούς τάξης πραγμάτων που οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμόρφωσαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μέχρι στιγμής, είναι σαφές ότι ο κόσμος αρνείται να προσαρμοστεί στις εμμονές του: η πολυδιαφημισμένη «Ημέρα της Απελευθέρωσης», που θα έφερνε μία νέα ισορροπία στο παγκόσμιο εμπόριο και θα τερμάτιζε τη «λεηλασία» των ΗΠΑ από τους εμπορικούς τους εταίρους, οδήγησε σε εξευτελιστική αναδίπλωση σε λιγότερο από μία εβδομάδα, με τη ζημιά να έχει ήδη γίνει: η αμερικανική οικονομία, με διαφορά η ισχυρότερη στον ανεπτυγμένο κόσμο πριν από τρεις μήνες, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με το φάσμα του στασιμοπληθωρισμού.

Στο γεωπολιτικό μέτωπο, η Μέση Ανατολή και η Ουκρανία παραμένουν στις φλόγες. Η αναζωπύρωση στη Μέση Ανατολή, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Νετανιάχου, είχε προκαλέσει τον θάνατο περισσότερων από 1.500 Παλαιστινίων έως τις αρχές της εβδομάδας, ενώ οι Ισραηλινοί προχωρούν χωρίς ενόχληση από τη Ουάσιγκτον στην εκ νέου κατοχή της Γάζας.

Στο Ουκρανικό, ο Τραμπ, ενστικτωδώς πιο φιλικά διακείμενος προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει αποτύχει να αποσπάσει οποιαδήποτε παραχώρηση από τη Μόσχα, ενώ πιέζει το Κίεβο να καταπιεί πικρούς όρους στο όνομα μιας επισφαλούς ειρήνης.

Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αποξενώσει τους κύριους συμμάχους των ΗΠΑ: τους Καναδούς, τους οποίους απειλεί να προσαρτήσει και να καταστρέψει την οικονομία τους· τους Ευρωπαίους, που παρακολουθούν με αυξανόμενη οργή τις επιθετικές του διαθέσεις απέναντι στη Γροιλανδία, τις προσβλητικές δημόσιες τοποθετήσεις του αντιπροέδρου του και τους δασμούς που έχει ήδη επιβάλει στην Ε.Ε.· και τους Ιάπωνες και τους Νοτιοκορεάτες, τους οποίους εκβιάζει να πληρώσουν αυξημένα «τέλη προστασίας» σε αντάλλαγμα για την επιβολή δασμών.

«Σφαίρες επιρροής»

Η Μάρα Ράντμαν, διακεκριμένη καθηγήτρια στην έδρα James R. Schlesinger του Miller Center (Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια) και πρώην σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα σε θέματα εθνικής ασφαλείας, εντοπίζει ως το πιο ανησυχητικό χαρακτηριστικό της δεύτερης θητείας του Τραμπ «τη θεμελιωδώς διαφορετική προσέγγιση προς τον υπόλοιπο κόσμο» σε σχέση με την πρώτη του θητεία.

«Αυτό που βλέπουμε στις πρώτες 100 ημέρες είναι ότι θεωρεί την Κίνα και τη Ρωσία λιγότερο ως εχθρούς και περισσότερο ως μέλη του ίδιου κλαμπ με τις ΗΠΑ – ως μεγάλες δυνάμεις η καθεμία με δικές της σφαίρες επιρροής σε έναν μερκαντιλιστικό κόσμο». Η κοσμοθεωρία του, ωστόσο, σημειώνει η πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, δεν έχει βαθιές ρίζες, το οποίο σημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικές εσωτερικές τριβές στην κυβέρνησή του μεταξύ απομονωτιστών όπως ο Τζ. Ντ. Βανς και υποστηρικτών μιας πιο παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής.

«Ο Τραμπ θέλει να κάνει συμφωνίες με τη Ρωσία και την Κίνα – και οι υπόλοιποι θα πρέπει απλώς να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες», συνεχίζει η Ράντμαν. «Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μου προκαλεί έκπληξη, δυστυχώς, ότι όλες οι δηλώσεις και οι ενέργειες του ιδίου και των στελεχών και υπουργών του ευνοούν με σαφή τρόπο τη Ρωσία και επιδεικνύουν αδιαφορία για το τι συνεπάγονται για την Ουκρανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Ουσιαστικά, δίνουν το πράσινο φως στη Ρωσία να παραβιάζει την κυριαρχία των γειτονικών της χωρών».

Σχετικά με το Παλαιστινιακό, η Αμερικανίδα ειδικός θεωρεί κρίσιμο τον ρόλο των Σαουδαράβων: «Ο Τραμπ επιθυμεί να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα στις Συμφωνίες του Αβραάμ [την εδραίωση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Τελ Αβίβ και Ριάντ]. Η Σαουδική Αραβία έχει στενές σχέσεις με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση και ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δεν θα προχωρήσει σε συμφωνία με το Ισραήλ χωρίς την εξασφάλιση σημαντικών κερδών για τους Παλαιστινίους».

Κίνα: αντιφάσεις και εντάσεις

Με την Κίνα, στο οικονομικό πεδίο, ο σερ Ρόμπιν Νίμπλετ, distinguished fellow στο Chatham House και επί χρόνια επικεφαλής της φημισμένης βρετανικής δεξαμενής σκέψης, βλέπει «δύο αντιφατικές προτεραιότητες» του νέου Λευκού Οίκου. Η μία είναι η μείωση του αχανούς ελλείμματος στο εμπόριο αγαθών· η άλλη είναι η ανάγκη χαλιναγώγησης του πληθωρισμού: «Ο Τραμπ και το επιτελείο του γνωρίζουν ότι η κακή διαχείριση ενός εμπορικού πολέμου με την Κίνα θα σημάνει υψηλό κόστος –κυριολεκτικά– για τη βάση των υποστηρικτών του».

Αυτό έχει οδηγήσει σε μια πολιτική εκτόξευσης των δασμών, ανακοίνωσης μεγάλης λίστας εξαιρέσεων και –αυτήν την εβδομάδα– δηλώσεων ότι το συνολικό επίπεδο των δασμών «θα μειωθεί σημαντικά». «Ολα αυτά χωρίς διαπραγματεύσεις με την Κίνα – ο Τραμπ ουσιαστικά διαπραγματεύεται με τον εαυτό του», παρατηρεί ο Βρετανός αναλυτής.

Ταυτόχρονα, σημειώνει, ο Τραμπ συνεχίζει την πολιτική ανάσχεσης της Κίνας ως γεωπολιτικού παίκτη στον Ειρηνικό που εφάρμοζε η κυβέρνηση Μπάιντεν (βλ. την πώληση νέων F-16 στις Φιλιππίνες και τη συνεχιζόμενη στήριξη στην Ταϊβάν). Η επιμονή του Λευκού Οίκου για ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία και αναβίωση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία «εντείνει την αίσθηση ανησυχίας των Κινέζων».

Συνεπώς, καταλήγει ο Νίμπλετ, «εάν ο Τραμπ μπορεί να επιτύχει μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα που διατηρεί τους δασμούς σε διαχειρίσιμα επίπεδα, και οι δύο πλευρές θα είναι ικανοποιημένες. Αλλά αυτό δεν θα αλλάξει τη βαθιά και αυξανόμενη αίσθηση δυσπιστίας μεταξύ τους, την οποία ο ίδιος έχει επιδεινώσει».

Το εσωτερικό μέτωπο

Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στον ευρύτερο κόσμο, ο Τραμπ εφαρμόζει αδυσώπητα ένα σχέδιο ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, που ήδη έχει δοκιμάσει τις βασικές αρχές του αμερικανικού Συντάγματος, από την πρωτοκαθεδρία του Κογκρέσου και τη διαίρεση των εξουσιών έως την ελευθερία του λόγου. Στο στόχαστρό του έχουν βρεθεί οι πάντες που θεωρεί ότι συμμετείχαν στη δαιμονοποίησή του και στην εργαλειοποίηση του δικαστικού συστήματος εναντίον του: τα πανεπιστήμια, τα κατεστημένα ΜΜΕ, δικηγορικές εταιρείες με δεσμούς με το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά και μια διαρκώς διευρυνόμενη λίστα πρώην αξιωματούχων.

Παράλληλα, υπό τη χαοτική καθοδήγηση του Ελον Μασκ, έχει αποδυθεί σε μία εκστρατεία συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, που είναι βέβαιο ότι θα πλήξει τη λειτουργική ικανότητα του ομοσπονδιακού κράτους (ρυθμιστική, φοροεισπρακτική, παροχής προστασίας και άλλων υπηρεσιών κ.λπ.). Και, σύμφωνα με τους επικριτές του, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για άνευ προηγουμένου διαφθορά, αδιαφορώντας για συγκρούσεις συμφερόντων και συνεχίζοντας την επιχειρηματική του δραστηριότητα.

Σε επιστολή της στις 17 Μαρτίου προς την προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, η γερουσιαστής Μασαχουσέτης των Δημοκρατικών Ελίζαμπεθ Γουόρεν μνημόνευε την κυκλοφορία του meme coin $TRUMP μόλις δύο μέρες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ, χάρη στο οποίο «η οικογένειά του και οι επιχειρηματικοί του εταίροι εισέπραξαν αμοιβές σχεδόν 100 εκατομμυρίων δολαρίων σε 14 ημέρες». Αλλοδαπά συμφέροντα που επιδιώκουν να επηρεάσουν τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής του «μπορούν να επενδύσουν τόσο στις εταιρείες crypto όσο και στις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης» του Τραμπ, σημείωνε η Γουόρεν.

Αυτό που είναι ιδιάζον στην περίπτωση του Τραμπ, και που τον διαφοροποιεί από άλλα επεισόδια έξαρσης του αυταρχισμού στην αμερικανική ιστορία, είναι ότι «επικαλείται καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης που δεν υπάρχουν», λέει στην «Κ» ο Σιντ Μίλκις, ένας από τους κορυφαίους ερευνητές της αμερικανικής προεδρίας και συγγραφέας (μαζί με τον Νίκολας Τζέικομπς) του βιβλίου «Subverting the Republic: Donald J. Trump and the Perils of Presidentialism», που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο. «Αν ένας πρόεδρος μπορεί να διακηρύσσει την ύπαρξη ανύπαρκτων κρίσεων και να γίνεται πιστευτός, αυτό αποτελεί μία απειλή νέου τύπου για τη δημοκρατική διακυβέρνηση στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει.

Κάτι άλλο που είναι άνευ προηγουμένου, σύμφωνα με τον Μίλκις, είναι ο βαθμός υποταγής του κυβερνώντος κόμματος στον πρόεδρο. «Η δράση του Κογκρέσου για τον έλεγχο του προέδρου ήταν πάντα πιο αποτελεσματική όταν ήταν διακομματική», σημειώνει. «Οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο σήμερα, ωστόσο, έχουν απαρνηθεί πλήρως την αφοσίωσή τους στον θεσμό που υπηρετούν υπέρ της αφοσίωσής τους στον Τραμπ. Πρόκειται για μία πραγματικά ακραία κατάσταση, που υπονομεύει αποφασιστικά τη λειτουργία του συστήματος των αντιβάρων».

Από την άλλη, ο Αμερικανός καθηγητής βρίσκει ελπίδα στην «αφύπνιση» των Δημοκρατικών. «Εχουν καταφέρει να αναδείξουν το πραγματικό ζήτημα σχετικά με τον Αμπρέγο-Γκαρθία [τον μετανάστη που διέμενε νόμιμα στο Μέριλαντ και εστάλη παρανόμως και εκ παραδρομής στη φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Ελ Σαλβαδόρ] – το αν μπορεί η κυβέρνηση να απελάσει κάποιον με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς δικαίωμα ακρόασης. Οι συγκεντρώσεις που έχουν διοργανώσει σε περιφέρειες των Ρεπουμπλικανών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον – όπως και τα τεράστια πλήθη στις εμφανίσεις του Μπέρνι Σάντερς με την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ».

Επιπλέον, σημειώνει, «τα δικαστήρια μέχρι στιγμής έχουν καταφέρει να θέσουν όρια στον Τραμπ, ειδικά όσον αφορά τις φιλοδοξίες του για μαζικές απελάσεις – και αυτό παρότι η μεταναστευτική πολιτική είναι από τα πεδία όπου η εξουσία του προέδρου έχει υπερδιογκωθεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου».

Δημοσκοπική κατιούσα

Αξιοσημείωτος είναι επίσης ο αυξανόμενος σκεπτικισμός της κοινής γνώμης απέναντι στον ανεμοστρόβιλο Τραμπ. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Κάιλ Κόντικ, εκτελεστικός διευθυντής του Sabato’s Crystal Ball στο Center for Politics του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, μέχρι πρότινος ήταν συνηθισμένο ο Τραμπ να απολαμβάνει υψηλότερα ποσοστά επιδοκιμασίας στην οικονομία από ό,τι για το συνολικό του έργο. Ειδικά εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης δασμολογικής πολιτικής του, «έχει πλέον χάσει αυτό το πλεονέκτημα».

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε δημοσκόπηση του Pew Research που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη, το ποσοστό επιδοκιμασίας για τον Τραμπ έχει πέσει στο 40% – επτά μονάδες χαμηλότερα από το σημείο όπου βρισκόταν σε δημοσκόπηση του ίδιου ινστιτούτου προ δυόμισι μηνών. Σε δημοσκόπηση του Ipsos για το Reuters την ίδια ημέρα, μόλις το 37% εξέφραζε θετική γνώμη για τους χειρισμούς του στην οικονομία – το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2017.

Αλλά και στο μεταναστευτικό, που οι Ρεπουμπλικανοί εξακολουθούν να θεωρούν προνομιακό τους πεδίο, οι αριθμοί του Τραμπ επιδεινώνονται. Η κοινή γνώμη, εξηγεί ο Κόντικ, «είναι συχνά “θερμοστατική” στις απόψεις της: μπορεί να γίνει πιο συντηρητική κατά τη διάρκεια μιας αριστερής κυβέρνησης ή πιο φιλελεύθερη όταν κυβερνά η Δεξιά». Ο εκλογικός αναλυτής του Center for Politics πιθανολογεί ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει τώρα με τον Τραμπ: «Οι ψηφοφόροι είναι γενικά υπέρ καταστολής της μετανάστευσης, αλλά η υπόθεση Αμπρέγο-Γκαρθία έχει λάβει πολλή προσοχή και μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Τραμπ το έχει παρακάνει».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση